ΡΟΔΑΝΘΟΣ
Συγγραφέας
ΣΟΦΗ ΘΕΟΔΩΡΙΔΟΥ
Όταν η Σμαράγδα, στα τέλη του 1874, φτάνει από την Κωνσταντινούπολη στη Σύμη με το καράβι του ηλικιωμένου Μόσκοβου, δεν περιμένει ότι στο νησί με τα πολλά προνόμια και τους επιδέξιους σφουγγαράδες θα βρει την ευτυχία. Η ευτυχία αυτή, ωστόσο, θα σημαδευτεί από πολύχρονη ατεκνία, μέχρι τη μέρα που θα κλείσει στην αγκαλιά της τον πεντάχρονο ορφανό Γιοσίφ, που οι συμπατριώτες της θα αποκαλέσουν «το Αραπί», δυσκολεύοντας την ένταξή του στην προηγμένη για τα δεδομένα της εποχής κοινωνία τους.
Καθώς τα χρόνια περνούν, η Σμαράγδα θα βιώσει οδυνηρές απώλειες και μια βαριά προδοσία, που θα την υποχρεώσει να αφήσει τη Σύμη για τη Ρόδο λίγο πριν από την ανατολή του νέου αιώνα. Στη Ρόδο, όπου το χνότο του Οθωμανού είναι πιο αποπνικτικό, θα παρεισφρήσει στην ανδροκρατούμενη επιχειρηματική κοινότητα του νησιού με το άρωμά της, τον Ροδανθό. Κι ενώ η Τουρκοκρατία παραχωρεί τη θέση της στην Ιταλοκρατία και οι Έλληνες παλεύουν να διατηρήσουν την εθνική τους υπόσταση, η οικογένειά της θα προσπαθήσει να επιβιώσει μέσα στις εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες που επιβάλλουν ο Μεγάλος Πόλεμος, η Μικρασιατική Καταστροφή, ο ιταλικός φασισμός αλλά κι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Γερμανοκρατία και ο μεγάλος λιμός που μαστίζει άγρια τα Δωδεκάνησα στο ξεψύχισμα του πολέμου.
Η ιστορία μιας οικογένειας στη Σύμη και στη Ρόδο, πολυκύμαντη και ταραχώδης σαν τη θάλασσα που περιβάλλει τα δύο νησιά, από τα τέλη του 19ου αιώνα και μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, με συνδετικό ιστό μια γυναικεία μορφή.
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΣΤΙΣ 22 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2020
Απόσπασμα βιβλίου
Το καράβι έφερε τη νύφη
1
Ο άντρας προχώρησε προς το τεράστιο κτίσμα, ελισσόμενος ανάμεσα στο πλήθος που γέμιζε το λιμάνι: τους μουστακαλήδες καροτσέρηδες που ανέμεναν τον πελάτη, τους επιβάτες που αποβιβάζονταν από κάποιο πλοίο, τους αχθοφόρους που διαγκωνίζονταν ποιος θα τους πρωτοπλησιάσει και τους μικροπωλητές που διαλαλούσαν την πραμάτεια τους καθένας στη γλώσσα του.
Μια μικρή ομάδα καραμπινιέρων γελούσε εύθυμα στη μέση της προβλήτας. Καθώς τους προσπερνούσε ο νέος άντρας, δεν άντεξε και τους έριξε μια γεμάτη άχτι ματιά. Από το ματωμένο Πάσχα του ’19 και δώθε, το στομάχι του ανακατευόταν άγρια σαν τους αντίκριζε. Παρά ταύτα, η ανάγκη για επιβίωση τους ανάγκαζε όλους να συνεργάζονται με τους Ιταλούς κατακτητές, καθώς το όνειρο για ένωση με την πατρίδα παρέμενε προς το παρόν ανέφικτο. Κι αν είχαν ελπίσει ότι το γεγονός πως η Ελλάδα συγκαταλεγόταν ανάμεσα στους νικητές του Μεγάλου Πολέμου θα έγερνε την πλάστιγγα και η πολυπόθητη Ένωση θα ερχόταν, διαψεύστηκαν οικτρά. Η Ιταλία, ομοίως σύμμαχος της Αντάντ, είχε καταστήσει εμφανές ότι έγραφε στα παλαιότερα των υποδημάτων της τις συμφωνίες που είχε υπογράψει νωρίτερα και επιδίωκε να κρατήσει τα παραδεισένια νησιά που είχαν περάσει στην κατοχή της με τον Ιταλοτουρκικό Πόλεμο του 1911-12, παίρνοντας αφορμή από την αποτυχία του Βενιζέλου να επανεκλεγεί πριν από έναν χρόνο, στις εκλογές του ’20.
Φτάνοντας στο θεόρατο κτίσμα, ο νέος άντρας κόλλησε την πλάτη του στον τοίχο κι έγινε ένα με τους ογκώδεις πωρόλιθους. Το μόνο που ξεχώριζε κάπως κόντρα στο γκρίζο φόντο πίσω του ήταν το υπόλευκο ψαθάκι στο κεφάλι του, αφού και το ελαφρύ καλοκαιρινό κοστούμι που έντυνε την ψηλή γεροδεμένη σιλουέτα του είχε την ίδια γκριζωπή απόχρωση με τους πωρόλιθους.
Μια πνοή ελαφριάς θαλασσινής αύρας ξέσπασε, ξαλαφρώνοντας κάπως την αφόρητη κάψα στο καλοκαιρινό μεσημεράκι, δίχως να ξαλαφρώσει όμως στο ελάχιστο την ένταση που διακατείχε τον άντρα, εμφανή σ’ έναν προσεκτικό παρατηρητή στα τεντωμένα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Με μάτια μισόκλειστα ερεύνησε το λιμάνι που απλωνόταν μπροστά του. Ως συνήθως ήταν γεμάτο από πλεούμενα μικρά και μεγάλα, βάρκες, ιστιοφόρα, μηχανοκάικα ή και καινούργια ατμοκίνητα, όπως το βαπόρι που διενεργούσε τη συγκοινωνία μεταξύ της Ρόδου και των άλλων νησιών της Δωδεκανήσου κι ετοιμαζόταν να αναχωρήσει εκείνη τη στιγμή. Στον ήχο της μπουρούς οι επιβάτες έσπευδαν να επιβιβαστούν βιαστικοί, κουβαλώντας μπαγκάζια και κοφίνια γεμάτα προμήθειες. Το ηχόχρωμα των φωνών που έφτανε στ’ αυτιά του θύμιζε Πύργο της Βαβέλ. Ελληνικά, ιταλικά, εβραϊκά, τουρκικά και γαλλικά συνέθεταν ένα μείγμα ανοίκειο ίσως για κάποιον ξένο μα όχι σ’ αυτόν.
Έστρεψε πια το βλέμμα στο βάθος του ορίζοντα, στο σημείο απ’ όπου θα εμφανιζόταν το καΐκι που θα μετέφερε στη Ρόδο τη νύφη του, όπως είχε πληροφορηθεί μόλις το ίδιο πρωινό απ’ την Τσαμπίκα. «Το γλείψαμε για χάρη της το σπίτι εγώ κι οι άλλες, κύριε! Ίχνος σκόνης δεν αφήκαμε. Α, όλα κι όλα. Δε θα βρει ψεγάδι στο αρχοντικό η κοπέλα!»
«Ποια κοπέλα;» την είχε ρωτήσει αδιάφορα, κοιτώντας φευγαλέα τη φιγούρα του στον καθρέφτη της εισόδου να διαπιστώσει πως όλα ήταν εντάξει, το δέσιμο της γραβάτας, το ψαλιδισμένο μουστάκι που σκέπαζε το άνω χείλος του αλλά κι η χωρίστρα στα μαύρα του μαλλιά, πριν προσθέσει το ψαθάκι.
Δαγκώθηκε η Τσαμπίκα. Της είχε όμως ξεφύγει η πληροφορία πλέον. Έλπιζε να μην την πείραζε την κυρά της. Σε λίγες ώρες εξάλλου θα το μάθαινε. «Η νύφη. Η μέλλουσα… πώς το λένε οι γραμματιζούμενοι… η μέλλουσα συμβία σας», ψέλλισε ένοχα…
Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η ΣΟΦΗ ΘΕΟΔΩΡΙΔΟΥ κατάγεται από την Αλμωπία, μια μικρή επαρχία του Νομού Πέλλας.
Σπούδασε νηπιαγωγός στη Θεσσαλονίκη κι εγκαταστάθηκε κατόπιν στην περιοχή καταγωγής της, όπου διαμένει μέχρι σήμερα με την οικογένειά της.
Λατρεύει τη ζωγραφική και τη λογοτεχνία, και πιστεύει πως η αγάπη της για την τελευταία την οδήγησε τελικά στη συγγραφή.
Από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ κυκλοφορούν συνολικά δέκα μυθιστορήματά της.
ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΟΛΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Κατηγορία: Ελληνική λογοτεχνία, Ιστορικό Μυθιστόρημα, Κοινωνικό
ISBN: 978-618-01-3538-1
ISBN e-book: 978-618-01-3541-1