Η Ελλάδα επανεγκλωβίζεται σε κατευναστική πολιτική – Ανάλυση του Π. Νεάρχου
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Το θέαμα του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών κ. Δένδια να χαριεντίζεται στην Μπρατισλάβα με τον Τούρκο ομόλογό του κ. Τσαβούσογλου και να συμφωνεί μαζί του για τον καθορισμό ημερομηνίας ενάρξεως των διερευνητικών επαφών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, την ίδια ώρα που ο Τουρκοκύπριος «πρωθυπουργός» στην κατεχόμενη Κύπρο σήκωνε τα συρματοπλέγματα και προσαρτούσε ένα άλλο μεγάλο μέρος της παραλίας της περίκλειστης Αμμοχώστου, σε άμεση συνεννόηση με τον Τούρκο Πρόεδρο Ερντογάν, είναι αρκούντως εύγλωττο.
Η Τουρκική πλευρά, ακολουθώντας τη γνωστή τακτική της δημιουργίας νέων τετελεσμένων, την παραμονή της ενάρξεως νέου διαλόγου ή νέου γύρου συνομιλιών, έσπευσε και τη φορά αυτή να κάνει πράξη τις απειλές που εκτόξευε από καιρό για το άνοιγμα της Αμμοχώστου, την προσάρτηση δηλαδή μιας πόλεως που παρέμενε, επί 46 χρόνια, πόλη-φάντασμα, με ειδικό καθεστώς, εγγυημένο, υποτίθεται, από ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Η Τουρκική πλευρά εποίκισε, βεβαίως, σιωπηρά το μεγαλύτερο μέρος της πόλεως και άφησε εντός των συρματοπλεγμάτων μόνο το κεντρικό παραλιακό μέρος της πόλεως, με τα μεγάλα ξενοδοχεία και την περίφημη χρυσή ακτή. Με τη νέα αυτή αρπαγή η Άγκυρα προωθεί την πλήρη προσάρτηση της πόλεως. Η κίνηση αυτή έχει και μια παράμετρο εσωτερικής πολιτικής, που συνδέεται με τις εκλογές σήμερα στην κατεχόμενη Κύπρο.
Ο Ταγίπ Ερντογάν θέλησε να συνδυάσει την πολιτική της σταδιακής προσαρτήσεως της Αμμοχώστου με την υποστήριξη του σημερινού «πρωθυπουργού» του ψευδοκράτους Ερσίν Τατάρ, ο οποίος σύμφωνα με τις υπάρχουσες δημοσκοπήσεις κατατασσόταν τρίτος στην προτίμηση των ψηφοφόρων. Ο Ερσίν Τατάρ θεωρείται ο εκλεκτός του Ταγίπ Ερντογάν στην κατεχόμενη Κύπρο. Η παρέμβαση της Άγκυρας υπέρ του Τατάρ προκάλεσε την αντίδραση των άλλων υποψηφίων και την κατάρρευση της «κυβερνήσεως» του ψευδοκράτους. Στις αντιδράσεις κατά της παρεμβάσεως Ερντογάν πρωτοστάτησε ο επικρατέστερος υποψήφιος Ακιντζί.
Η Κύπρος προσέφυγε στο Συμβούλιο Ασφαλείας και κατήγγειλε στην Ευρωπαϊκή Ένωση το νέο Τουρκικό τετελεσμένο γεγονός. Η Γερμανίδα Καγκελάριος και εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Προεδρίας είχε υποσχεθεί στον Κύπριο Πρόεδρο Αναστασιάδη, κατά τη Σύνοδο Κορυφής, ότι θα πίεζε την Άγκυρα να αποσύρει από την Κυπριακή ΑΟΖ το γεωτρύπανο «Yavuz». Του ζήτησε γι’ αυτό να αποσύρει το βέτο για τις κυρώσεις κατά της Λευκορωσίας και να συμπλεύσει με μια θετική ατζέντα για την Τουρκία, για την οποία είχε πρωτοστατήσει η ίδια. Η Τουρκία απέσυρε πράγματι το «Yavuz». Άφησε όμως το ερευνητικό σκάφος «Barbaros» και προχώρησε επιπλέον στο άνοιγμα ενός μέρους της Αμμοχώστου. Αυτή είναι η Τουρκική «καλή θέληση» για διάλογο και η στρεψίδικη αντίληψη κάθε συμφωνίας και υποτιθέμενης συνεννοήσεως.
Τι θα έπρεπε να κάνει η Ελλάδα; Να υποδυθεί ότι δεν συμβαίνει τίποτε ή ότι αυτό είναι μόνο θέμα της Κύπρου, που είναι άλλο κράτος; Αυτό ουσιαστικά έκανε ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών κ. Δένδιας με τη συμφωνία του με τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών, στην Μπρατισλάβα, για επανέναρξη των διερευνητικών επαφών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, χωρίς να λάβει υπ’ όψιν τη νέα προέλαση του Τουρκικού Αττίλα στην Κύπρο.
Ο κ. Δένδιας ενήργησε, προφανώς, με το σκεπτικό ότι δεν πρέπει να χρεωθεί η Ελλάδα το ναυάγιο του περίφημου διαλόγου, που συμφωνήθηκε με Γερμανική διαμεσολάβηση. Η Κύπρος όμως δεν είναι ξένη χώρα. Είναι μέρος του ευρύτερου εθνικού χώρου, για τον οποίο η Ελλάδα μάλιστα έχει συμβατικές υποχρεώσεις εγγυήτριας δυνάμεως.
Όταν η Τουρκική πλευρά επεμβαίνει μονομερώς και επιδιώκει τον γεωπολιτικό έλεγχο ολόκληρης της Κύπρου, η Ελλάδα δεν μπορεί να αποστασιοποιείται και να επιτρέπει στην Άγκυρα να δημιουργεί νέα τετελεσμένα γεγονότα και να διασπά το μέτωπο Ελλάδος – Κύπρου. Το ελάχιστο που είχε να κάνει η Ελλάδα στην περίπτωση αυτή ήταν να αναβάλει οποιαδήποτε συμφωνία για διάλογο μέχρι την αποκατάσταση της προτέρας καταστάσεως στην Αμμόχωστο. Αυτό θα υποβοηθούσε και την ενεργότερη αντίδραση του Συμβουλίου Ασφαλείας και της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Η κίνηση αυτή του Ερντογάν δεν είναι άσχετη επίσης με την ακολουθούμενη υποχωρητική και ενδοτική πολιτική στο εσωτερικό μέτωπο της Κύπρου, υπό το πρόσχημα της προσεγγίσεως με τους Τουρκοκυπρίους. Στην πολιτική αυτή πρωτοστατεί το αριστερό ΑΚΕΛ, με ψευδεπίγραφα συνθήματα «διεθνισμού», αλλά και η ηγεσία του δεξιού κυβερνώντος ΔΗΣΥ, υπό τον Πρόεδρό του Αβέρωφ Νεοφύτου. Την πολιτική αυτή υποστηρίζει έντονα και προωθεί η Αγγλική επιρροή, που παραμένει, δυστυχώς, πολύ σημαντική στη Λευκωσία και είναι σε στρατηγική συμμαχία με την Άγκυρα από τη δεκαετία ήδη του ’50, πριν ακόμη την ανακήρυξη της Κύπρου σε ανεξάρτητο κράτος, το 1960.
Η υποχωρητική και κατευναστική αυτή πολιτική έθεσε ως στόχο την υπονόμευση του πνεύματος του «Όχι» στο Σχέδιο Ανάν, το 2004, που συσπείρωσε, πάνω από κόμματα, το 76,4% του λαού, και την επιδίωξη μιας ανάλογης «λύσεως», υπό χειρότερους μάλιστα όρους, που θα περιελάμβαναν τώρα και το φυσικό αέριο της ΑΟΖ της ελεύθερης Κύπρου. Κατ’ εφαρμογή της πολιτικής αυτής, εγκατελείφθη σιωπηρά ο αντικατοχικός αγώνας, για να μην υπονομευθεί δήθεν ο διακοινοτικός διάλογος. Στο πνεύμα αυτό, εγκατελείφθη, π.χ., η επί χρόνια θεσμοθετημένη Πορεία των Γυναικών στην Αμμόχωστο, στην οποίαν έπαιρναν μέρος διαπρεπείς γυναίκες απ’ όλο τον κόσμο, περιλαμβανομένων μελών του Ευρωκοινοβουλίου και μελών του Αμερικανικού Κογκρέσου. Το σταθερό αίτημα της Πορείας ήταν η επιστροφή της αιχμάλωτης πόλεως στους νόμιμους ιδιοκτήτες και κατοίκους της.
Με το ίδιο πνεύμα, δέχθηκε, π.χ., η Ελληνική πλευρά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων απέναντι από την κατεχόμενη Αμμόχωστο, γεγονός που επιτρέπει τη διοχέτευση των τουριστών από τις ελεύθερες περιοχές στα κατεχόμενα, χωρίς κανένα αντάλλαγμα, όπως, π.χ., η επιστροφή της Αμμοχώστου στους κατοίκους της, πριν ακόμη από τη λύση του Κυπριακού, ως κίνηση καλής θελήσεως, όπως προβλέπεται από τα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Η πολιτική της αποστασιοποιήσεως από την Κύπρο, που ευνοεί και την ανάπτυξη μιας ενδοτικής πολιτικής στο εσωτερικό της μέτωπο, δεν είναι, δυστυχώς, μεμονωμένη. Είναι μέρος μιας ευρύτερης κατευναστικής πολιτικής, που εκδηλώνεται με ανησυχητικό τρόπο, με διάφορες μορφές:
1. Με την αναστολή της υπογραφής ενός αμυντικού συμφώνου με τη Γαλλία, με ρήτρα αμυντικής συνδρομής, και την αναβολή και ενδεχομένως τη ματαίωση της προμήθειας υπερσύγχρονων Γαλλικών φρεγατών, που θα έκαναν τη διαφορά στο Αιγαίο. Η εμβάθυνση της σχέσεως αυτής με τη Γαλλία και η επικύρωσή της με μια επίσημη συμφωνία θα έθετε πάνω σε νέα βάση οποιονδήποτε διάλογο με την Τουρκία, γιατί θα αφαιρούσε από αυτήν το όπλο του εκβιασμού, με την απειλή πολέμου. Υπήρξαν, ασφαλώς, αντιδράσεις από άλλες ισχυρές χώρες, τη Γερμανία και τις ΗΠΑ. Η αποδοχή όμως ενός διαλόγου, υπό Γερμανική διαιτησία, όταν η Γερμανία πρωτοστατεί στις καλές σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρώπη και υποστηρίζει στα Ελληνο-Τουρκικά πολιτική ίσων αποστάσεων, δεν είναι καλός οιωνός για τα Ελληνικά συμφέροντα. Η Άγκυρα δεν είναι κάποιος καλοπροαίρετος συνομιλητής, που θέλει να επιλύσει το πρόβλημα της οριοθετήσεως των θαλασσίων ζωνών σύμφωνα με το διεθνές θαλάσσιο δίκαιο. Είναι μια χώρα που εκδηλώνει απροκάλυπτα επεκτατική και αρπακτική πολιτική σε βάρος της Ελλάδος και της Κύπρου και προβάλλει ως εθνικό δόγμα τη λεγόμενη «Γαλάζια Πατρίδα». Αμφισβητεί επιπλέον συνολικά το status quo στο Αιγαίο και διεκδικεί Ελληνικά νησιά. Υπό τους όρους αυτούς η Ελλάδα δεν μπορεί να προσέρχεται σε διάλογο, χωρίς να έχει διασφαλίσει προηγουμένως τα νώτα της, με τη μέγιστη και ταχύτατη δυνατή ενίσχυση της αμυντικής της ισχύος και των συμμαχιών της.
2. Με την αποδοχή ενός περίεργου «τεχνικού» δήθεν διαλόγου στο ΝΑΤΟ για μια συμφωνία «απαγκιστρώσεως» και αποτροπής θερμού επεισοδίου στο Αιγαίο. Οι υπάρχουσες πληροφορίες είναι συγκεχυμένες. Δεν υπάρχει όμως καμιά αμφιβολία για το τι επιδιώκει η Τουρκική πλευρά. Ήδη από τη δεκαετία του ’80 η Τουρκική πλευρά επιδιώκει «συνδιαχείριση» του αεροπορικού χώρου του Αιγαίου, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Επιδιώκει ειδικότερα την ανταλλαγή μηνυμάτων (cross tell) στο μέσο του Αιγαίου και την αποφυγή αναγνωρίσεως των Τουρκικών αεροσκαφών, όταν εισέρχονται στο Αιγαίο, από την Ελληνική Αεροπορία, όπως επίσης τον αφοπλισμό των Ελληνικών αεροσκαφών που πετούν στο Αιγαίο, για να αποφευχθεί δήθεν θερμό επεισόδιο από ατύχημα. Αμφισβητεί, επίσης, παγίως το εύρος του Ελληνικού εθνικού χώρου (10 ναυτικά μίλια) και αποδέχεται μόνο τα 6 μίλια, που είναι το εύρος του θαλασσίου χώρου.
Ο καθένας αντιλαμβάνεται ότι οι δήθεν τεχνικές συνομιλίες είναι εξόχως πολιτικές, γιατί αφορούν ζωτικά θέματα εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και εθνικής κυριαρχίας. Τα προβλήματα με την Άγκυρα δεν είναι τεχνικά, για να λυθούν με διευθετήσεις καλής θελήσεως. Η Άγκυρα επιδιώκει την κρίση και την ένταση, γιατί θέλει μέσα από αυτές να αμφισβητήσει το υπάρχον status quo και να προωθήσει τις γνωστές επιδιώξεις της.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Φωτό: reader.gr