Ελληνοτουρκικός διάλογος – Και τώρα τι κάνουμε; – Του Χρ. Θ. Μπότζιου
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Το ερώτημα είχε τεθεί από τον Λένιν για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε η Οκτωβριανή Επανάσταση και πώς θα έπρεπε να ξεπεραστούν. Ιστορική ήταν και η φράση του «δύο βήματα μπρός, ένα πίσω», που σήμαινε τακτική προσωρινής υποχώρησης, αλλά όχι στασιμότητα.
Το ίδιο ερώτημα θα μπορούσε να τεθεί και για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, καθώς οι τελευταίες εξελίξεις καταδεικνύουν ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει στη συμπεριφορά και τους σχεδιασμούς του Ταγίπ Ερντογάν.
Λίγες μόνο ημέρες μετά τη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, το οποίο απέφυγε επιμελώς να επιβάλει κυρωτικά μέτρα στην Τουρκία για την παραβατική της συμπεριφορά και τις απειλές και προκλήσεις κατά δύο χωρών-μελών της Ένωσης, της Ελλάδας και της Κύπρου, ο Ερντογάν ανήγγειλε το άνοιγμα της παραλίας της Αμμοχώστου, μίας πόλης-φάντασμα μετά την τουρκική εισβολή το 1974, που αποτελεί όνειδος για τον ΟΗΕ, οι αποφάσεις του οποίου ομιλούν περί επιστροφής στους Ελληνοκυπρίους, υπό τον έλεγχο του διεθνούς οργανισμού.
Σύμφωνα με τις πρώτες αντιδράσεις σε Αθήνα και Λευκωσία και σε άλλες κοινοτικές πρωτεύουσες, η απόφαση Ερντογάν εκτιμήθηκε ότι θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στον ελληνοτουρκικό διάλογο, όπως και στην αποκλιμάκωση της έντασης στις σχέσεις με την Τουρκία, για την οποία η γερμανική προεδρία ανάλωσε πολύ χρόνο και κατέβαλε ιδιαίτερες διπλωματικές προσπάθειες, με προσωπικές παρεμβάσεις της ιδίας της καγκελαρίου κ. Άνγκελα Μέρκελ.
Σύμφωνα με όσα ήρθαν στο φως της δημοσιότητας, για να εκδοθεί το τελικό κείμενο συμπερασμάτων προηγήθηκαν τρία άλλα σχέδια, που δεν ικανοποιούσαν την ελληνική και κυρίως την κυπριακή πλευρά, η οποία ήταν άκαμπτη όσον αφορά την αποδοχή αποσύνδεσης των κυρωτικών μέτρων κατά της Λευκορωσίας από εκείνα της Τουρκίας.
Τελικά η κυπριακή αντιπροσωπεία υποχώρησε όταν στο κείμενο των συμπερασμάτων συμπεριλήφθηκαν και προβλέψεις για επιβολή κυρωτικών μέτρων στην Τουρκία, αν συνεχίσει τις ερευνητικές γεωτρήσεις εντός της κυπριακής ΑΟΖ. Στο κείμενο εκφράζεται και η αλληλεγγύη της Ένωσης προς την Ελλάδα έναντι των τουρκικών προκλήσεων, ενώ συνιστάται η διεξαγωγή διαλόγου προς επίλυση των διαφορών καλή τη πίστη και η αποφυγή (από πλευράς της Τουρκίας) ενεργειών που παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο και τα κυριαρχικά δικαιώματα των χωρών-μελών της Ένωσης.
Το κείμενο των συμπερασμάτων, που συνιστούν και κατευθυντήριες γραμμές για τις πολιτικές επιλογές της ΕΕ, έτυχε πολλών ερμηνειών και κριτικών, σύμφωνα με τις οποίες εκφράζει τη γερμανική αντίληψη και τα γερμανικά συμφέροντα για τις σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας και στοχεύει στην αποτροπή μιας περαιτέρω όξυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Δεν λείπουν και τα θετικά σχόλια, τα οποία εκθειάζουν τη στάση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, που σωστά απέφυγε μια απόλυτη καταδίκη της Τουρκίας, γεγονός που θα μπορούσε να την απομακρύνει ακόμα περισσότερο από τον δυτικό κόσμο.
Πολλά τα επιχειρήματα και οι υποθέσεις υπέρ ή κατά των συμπερασμάτων του Συμβουλίου. Σίγουρα η διπλωματία και η διεθνής πολιτική δεν είναι μαθηματικές ασκήσεις, όπου η λύση ή μη λύση ενός προβλήματος αποδεικνύεται άμεσα. Στην πολιτική, η ορθότητα –ή μη– μιας επιλογής κρίνεται από τις εξελίξεις. Και η περίπτωση της αντιμετώπισης της Τουρκίας από την ΕΕ δεν χρειάσθηκε να υποστεί τη δοκιμασία του χρόνου. Γιατί, πριν αλέκτωρ φωνήσαι… ο τούρκος Πρόεδρος απέδειξε ότι ουδόλως λογαριάζει την ΕΕ, με την απόφασή του για την Αμμόχωστο. Η πολιτική του μαστίγιου και του καρότου που επιχείρησαν οι ευρωπαίοι ηγέτες, με την οποία συντάχθηκε και η Ελλάδα, αποδείχθηκε αναποτελεσματική.
Η εξωτερική μας πολιτική έναντι της Τουρκίας δεν μπορεί και δεν πρέπει να στηριχθεί σε παλιές πρακτικές με ατελέσφορες συνταγές. Επίσης, δεν πρέπει να συντασσόμαστε με τους πολλούς, ακόμα περισσότερο όταν μία απόφαση δεν ικανοποιεί ή, χειρότερα, βλάπτει τα εθνικά μας συμφέροντα. Τελευταίως στραφήκαμε εκ νέου προς τις ΗΠΑ διευρύνοντας τη «στρατηγική συνεργασία» με την παροχή νέων σημαντικών βάσεων σε Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα, χωρίς, όπως αποδεικνύεται, ανταλλάγματα.
Η Ουάσινγκτον συνεχίζει την πολιτική των ίσων αποστάσεων μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας, εξομοιώνοντας τον παραβάτη με το θύμα. Η πολιτική των ίσων αποστάσεων επιβεβαιώθηκε και κατά την πρόσφατη επίσκεψη εργασίας που πραγματοποίησε σε Θεσσαλονίκη και Κρήτη –όχι και στην Αθήνα– ο υπουργός των Εξωτερικών Μάικ Πομπέο, ο οποίος συνέστησε στις δύο χώρες, Ελλάδα και Τουρκία, διάλογο προς επίλυση των διαφορών, αποφεύγοντας όμως επιμελώς να καταδικάσει την τουρκική παραβατικότητα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Στο ίδιο μήκος κύματος και οι ευρωπαίοι εταίροι, οι οποίοι συνιστούν και ασκούν πιέσεις για διάλογο, χωρίς όμως να διευκρινίζουν επί ποιων θεμάτων και σε ποια βάση. Και οι πιέσεις φαίνεται να αποδίδουν. Οι υπουργοί Εξωτερικών των δύο χωρών, Νίκος Δένδιας και Μεβλούτ Τσαβούσογλου, επιβεβαίωσαν από την Μπρατισλάβα ότι συντόμως θα ανακοινωθεί η επανέναρξη των διερευνητικών συνομιλιών. Και τώρα τι κάνουμε; Θα ξεκινήσουμε ένα διάλογο εφ’ όλης της ύλης όπως επιθυμούν οι γείτονές μας και το καθεστώς Ερντογάν ή θα επιμείνουμε στη θέση που, εκτός του κ. Δένδια, επανέλαβε προ ημερών και ο πρωθυπουργός κ. Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος τόνισε ότι η διαφορά με την Τουρκία είναι μία, εκείνη της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και των θαλασσίων ζωνών;
Γνωρίζουμε όμως τι εννοούν και τι επιδιώκουν οι Τούρκοι να φέρουν προς συζήτηση στον διάλογο. Την αλλαγή του status quo σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, που θα επιτρέψει στην Τουρκία να καταστεί μεγάλη περιφερειακή δύναμη. Προ των απειλών, προκλήσεων και πιέσεων που δέχεται η χώρα μας, μήπως θα έπρεπε να χαραχθεί μια νέα εθνική –όχι εθνικιστική– εξωτερική πολιτική όσον αφορά τις σχέσεις με την Τουρκία; Μια αλλαγή σε θέσεις, επιλογές και συμμαχίες απαιτεί όμως τη μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων της χώρας, συχνή και τακτική ενημέρωση των αρχηγών των κοινοβουλευτικών κομμάτων ή των εξουσιοδοτημένων από αυτούς προσώπων και ανταλλαγή απόψεων επί θεμάτων που αφορούν κρίσιμα εθνικής σημασίας θέματα. Η ισχύς εν τη ενώσει…
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ