Το όψιμο ενδιαφέρον των ΗΠΑ για την Ελλάδα – Ανάλυση του Χρ. Μπότζιου
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Η διήμερη επίσκεψη εργασίας (28 – 29 Σεπτεμβρίου) που πραγματοποίησε σε Θεσσαλονίκη και Κρήτη ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών κ. Μάικ Πομπέο, το επίθετο του οποίου είναι ιταλικής καταγωγής, σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως από τα ελληνικά ΜΜΕ. Από τα άκρως θετικά σχόλια μέχρι τα επιφυλακτικά, χωρίς να λείπουν και τα απολύτως αρνητικά.
Η επίσκεψη εργασίας αντιδιαστέλλεται προς την επίσημη, η οποία, συνήθως, έχει ανταποδοτικό χαρακτήρα. Πρώτος σταθμός του επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας ήταν η Θεσσαλονίκη, ενώ τη δεύτερη ημέρα επισκέφθηκε την Κρήτη και πλέον συγκεκριμένα τα Χανιά (Σούδα), όπου οι ΗΠΑ διατηρούν σημαντικές ναυτικές και αεροπορικές βάσεις. Η πρώτη ημέρα της επίσκεψης στη Θεσσαλονίκη, σύμφωνα με την κοινή δήλωση (Joint Statement) που εκδόθηκε μετά τις συνομιλίες που είχε με τον έλληνα ομόλογό του κ. Νίκο Δένδια, αναλώθηκε σε εξέταση και ανταλλαγή απόψεων για την κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο και φυσικά στα Βαλκάνια. Αναφορικά με τον χώρο της Βαλκανικής, οι δύο υπουργοί συμφώνησαν ότι και οι δύο χώρες, Ελλάδα και ΗΠΑ, στηρίζουν την ενσωμάτωση όλων των χωρών της περιοχής στους ευρωπαϊκούς και διατλαντικούς θεσμούς, σύμφωνα και με τις επιλογές των λαών τους.
Στην κοινή δήλωση, όπως κυκλοφόρησε σε ελεύθερη ελληνική μετάφραση, γίνεται αναφορά και στην ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ ως επακόλουθο της Συμφωνίας των Πρεσπών. Στο ελληνικό κείμενο, προφανώς για εσωτερικούς πολιτικούς λόγους, δεν υπάρχει η λέξη «ιστορική», η παράλειψη της οποίας προκάλεσε πολλές συζητήσεις και σφοδρές επικρίσεις κατά της κυβέρνησης, κυρίως από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η δεύτερη ημέρα των διμερών συνομιλιών επικεντρώθηκε σε θέματα αμυντικής συνεργασίας, κυρίως όσον αφορά την αναβάθμιση των αμερικανικών βάσεων στη Σούδα, ενώ ανακοινώθηκε ότι εφεξής θα αποτελούν μόνιμο αγκυροβόλιο του πολεμικού σκάφους «Woody Williams», ενός από τα λίγα και ίσως μοναδικού πολλαπλών επιχειρησιακών ικανοτήτων αμερικανικού πολεμικού στη Μεσόγειο.
Το γεγονός ερμηνεύτηκε από ορισμένους και ως προάγγελος προθέσεων των ΗΠΑ για μεταφορά της σημαντικής αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας από το Ιντσιρλίκ της Τουρκίας στη Σούδα της Κρήτης, γεγονός που, αν επαληθευόταν, θα άλλαζε άρδην τα πολιτικοστρατηγικά δεδομένα όχι μόνο στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά σε ολόκληρο τον χώρο της Μέσης Ανατολής.
Στην Κοινή Δήλωση αναφέρεται ότι η επίσκεψη εργασίας ενισχύει περαιτέρω τη στρατηγική συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας, επεκτείνοντας και εμβαθύνοντας τη Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας που επικαιροποιήθηκε τον Οκτώβρη του 2019, με την οποία οι ΗΠΑ απέκτησαν πρόσθετες βάσεις στην Ελλάδα, με πλέον σημαντικές στην Αλεξανδρούπολη, στον Βόλο και στη Λάρισα. Επίσης, γίνεται αναφορά στον Στρατηγικό Διάλογο ΗΠΑ – Ελλάδας, που ο τρίτος κατά σειρά θα πραγματοποιηθεί στην Ουάσινγκτον τον επόμενο χρόνο. Στη διπλωματική γλώσσα και πρακτική, στρατηγικές σχέσεις και στρατηγική συνεργασία μεταξύ δύο ή περισσοτέρων χωρών έχουν την έννοια σύμπτωσης συμφερόντων και σε βάθος χρόνου.
Οι σχέσεις ΗΠΑ – Ελλάδας θα μπορούσαν να έχουν μια τέτοια διάσταση αν δεν τις σκίαζαν δύο γεγονότα που βαραίνουν στη μνήμη των Ελλήνων και είναι πολύ δύσκολο να εξαλειφθούν.
Είναι πράγματι πολύ δύσκολο ο ελληνικός λαός να αντιπαρέλθει και να ξεχάσει τη στήριξη που παρείχε η τότε αμερικανική πολιτική στη δικτατορία των συνταγματαρχών και ότι η Ουάσινγκτον ουδέν έπραξε για να αποτρέψει και να εμποδίσει την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, αν δεν την υποβοήθησε, σύμφωνα με πολλαπλές μαρτυρίες, ακόμη και Αμερικανών. Αλλά και στη συνέχεια η αμερικανική εξωτερική πολιτική έναντι Ελλάδας – Τουρκίας εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από στάση ίσων αποστάσεων, που όμως αδικεί κατάφωρα την Ελλάδα, δεδομένης της συνεχούς τουρκικής παραβατικότητας σε Αιγαίο και τελευταίως και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Πολιτική των ίσων αποστάσεων θα μπορούσε να θεωρηθεί και η αποφυγή άμεσης και ρητής καταδίκης των τελευταίων παραβατικών συμπεριφορών της Τουρκίας με τις ερευνητικές επιχειρήσεις του «Oruc Reis» εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, που αποχώρησε προσωρινά –κατά ομολογία του ιδίου του τούρκου Προέδρου–, όπως και του «Yavuz» και του «Barbaros», τα οποία ακόμα δεν έχουν αποχωρήσει από την κυπριακή ΑΟΖ. Οι ΗΠΑ έχουν βέβαια κάθε λόγο να ανησυχούν για ενδεχόμενο θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας καθώς θα προκαλούσε σοβαρό ρήγμα στο ΝΑΤΟ, το οποίο σύμφωνα με τον γάλλο Πρόεδρο κ. Εμανουέλ Μακρόν είναι ήδη κλινικά νεκρό.
Χρήζουν ερμηνείας και οι αμερικανικές θέσεις που συνιστούν διάλογο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας για επίλυση των μεταξύ τους διαφορών. Ο διάλογος, όπως αναφέρεται στο κείμενο της Κοινής Δήλωσης, δέον να στηρίζεται στο Διεθνές Δίκαιο, θέση που επανέλαβε σε δηλώσεις του ο κ. Πομπέο. Διάλογος εφ’ όλης της ύλης, όπως επιδιώκει η Άγκυρα, ή μόνο για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και των θαλασσίων ζωνών, όπως επανειλημμένα τονίζει ο έλληνας υπουργός των Εξωτερικών;
Η επίσκεψη του κ. Πομπέο στην Κρήτη είχε όμως και ιδιωτικό χαρακτήρα, καθώς φιλοξενήθηκε στην κατοικία του έλληνα πρωθυπουργού, ο οποίος τον συνόδευσε στη μετάβασή του στη Μεγαλόνησο, και ξεναγήθηκε μαζί με τη σύζυγό του από το πρωθυπουργικό ζεύγος σε αρχαιολογικούς και τουριστικούς χώρους. Το ιδιωτικό μέρος μιας επίσκεψης, όταν μάλιστα πρόκειται για επισκέπτες υψηλού πολιτικού επιπέδου, όπως στην περίπτωση του κ. Πομπέο, που ηγείται του υπουργείου Εξωτερικών της ισχυρότερης χώρας στον κόσμο, δεν στερείται σημασίας. Γιατί στη διάρκειά της παρέχεται η δυνατότητα να συζητηθούν και θέματα εκτός της ατζέντας μιας επίσημης συνάντησης, σε φιλικότερο τόνο και με περισσότερες λεπτομέρειες.
Πιστεύω ότι ανάμεσα στις δύο πλευρές συζητήθηκαν και ουσιαστικά θέματα, που αφορούν τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, όπως και τις παραβατικές συμπεριφορές και επιδιώξεις της Τουρκίας στο Αιγαίο, που ορισμένοι στην Ουάσινγκτον τις εκλαμβάνουν μόνο ως διεκδίκηση νόμιμων δικαιωμάτων και αυτό είναι μεγάλο λάθος.
Από την άλλη πλευρά, η επίσκεψη των αρχαιολογικών χώρων, ιστορίας τριών και πλέον χιλιάδων χρόνων και συνεχούς ελληνικής παρουσίας και πολιτισμού, ελπίζω να έπεισε τον υψηλό επισκέπτη για το ποια χώρα μπορεί πραγματικά να αποκαλεί τον αιγαιακό χώρο «γαλάζια πατρίδα».
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ