Η ΡΑΦΤΡΑ

Η ΡΑΦΤΡΑ


Συγγραφέας
ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ


ΘΡΑΚΗ, 1895-1913.
Στη μαγική πόλη της Ξάνθης, σπουδαίες μοδίστρες με ασημένιες δαχτυλήθρες ντύναν τις Θράσσες με την τελευταία λέξη της μόδας. Κι ολόγυρα καπνοχώραφα με το χρυσόφυλλο φυτό που γέμιζε παράδες τους καπνέμπορους. Αρχοντικά με ζωγραφισμένα ταβάνια, το βουνό με τους θρύλους… Θα μπορούσε να είναι όμορφη η ζωή, αν δε σπέρνανε φωτιά οι κομιτατζήδες. Στα πλούσια αρχοντόσπιτα, στα ταπεινά πετρόχτιστα του Σαμακώβ, σε ένα παράξενο μοναστήρι, ράβουν και ξηλώνουν τη ζωή τους τα πρόσωπα αυτής της ιστορίας.
Κεραστώ: Η ράφτρα. Για να διασώσει μια πάνινη ταυτότητα, μαθαίνει να πατά βελονιές. Μα τρύπωσε πάνω στην καρδιά της τάματα βαριά, κι όταν εκείνος ο άντρας μπήκε στη σπηλιά της, δε γινόταν να τον υποτάξει με τις χάρες του θηλυκού, γιατί είχε ξυρίσει το κεφάλι, είχε βάλει φούμο στα μούτρα, αυτός τηνε νόμιζε αγόρι.
Μήτσος Γιαβάσογλου: Ο αντάρτης καπνέμπορος. Μεγάλο πάθος ο καπνός και η λευτεριά της Θράκης. Όταν λαβώθηκε σε κείνο το αλισβερίσι με τους λαθρέμπορες, νόμιζε πως η πληγή του θα κλείσει γρήγορα. Μα εκείνη η ράφτρα τονε σακάτεψε με το ασημένιο της βελόνι.

Ένα μυθιστόρημα που θα μπορούσε να είναι παραμύθι ανατρεπτικό, με αρχοντόπουλα, κυράδες και θεριά που ράβουν τα πάθη, τους έρωτες, τα μυστικά και τις προδοσίες με γερές βελονιές πάνω στη ζωή τους. Εκεί στη Θράκη: Ξάνθη, Γενί Κιοΐ, Ντεντέαγατς, Γκιουμουλτζίνα, Αντριανού…



ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΣΤΙΣ 8 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2020



Απόσπασμα βιβλίου 

Ξάνθη 1895

Το ξύλινο ρόπτρο της πόρτας χτυπούσε δυνατά και η αδελφή Θεοχαρίστη, μαζεύοντας τα ράσα της, έτρεξε πρώτα να ειδοποιήσει την ηγουμένη. Η κουρελού που προστάτευε την είσοδο στο κελί ήταν κατεβασμένη, η Θεοχαρίστη έβηξε δυνατά, και με το που πήρε την άδεια, μπήκε. Η ηλικιωμένη γυναίκα που σήκωνε την ευθύνη αυτού του ιδιόρρυθμου μοναστηριού φαινόταν απίστευτα κουρασμένη. Σκυμμένη στην τάβλα που χρησίμευε για γραφείο, ανακάτευε τα κιτάπια της, προσπαθούσε να κάνει λογαριασμούς νοερά, το μελανοδοχείο, το χαρτί και οι λιγοστές τους προμήθειες είχαν σχεδόν τελειώσει.
«Κάποιος έχει έρθει, χτυπάνε…»
Η γυναίκα σηκώθηκε, κοίταξε πρώτα το ταβάνι, το τρύπησε, το βλέμμα της έφτασε ψηλά.
«Αν έχεις στα σκέδια Σου να μου στείλεις κανένα ορφανό πάλι ή τίποτα μακελεμένες, κανόνισε να τους θρέψεις.
Εγώ μόνο στέγη μπορώ πια να τους δώσω».
Η Θεοχαρίστη είχε ήδη φύγει, η ηγουμένη στάθηκε στο παράθυρο να δει. Τα χτυπήματα έφταναν μέχρι πάνω. Ποιος να ήταν; Οπωσδήποτε όχι κάποιος ανήμπορος, παιδί δεν έχει το απαιτούμενο μπόι, σακατεμένη ύπαρξη δεν έχει τα κουράγια. Άκουσε γέλια και φωνές, χαμογέλασε άθελα. Η μικρή Κεραστώ ακολουθούσε την παχουλή καλόγρια χοροπηδώντας. Κάθε φορά που ερχόταν κάποιος, αγωγιάτης, επισκέπτης ή αναγκεμένη γυναίκα, αυτό γινόταν. Ετούτο το παιδί ήταν ξεχωριστό. Πείσμα, τσιριχτό και γέλιο. Σκαρφάλωνε σαν αγόρι εκεί όπου δεν έφτανε μήτε αγρίμι, οι σκανταλιές της δεν είχαν σταματημό, όμως, σε τούτο το μισογκρεμισμένο αρχοντικό της Κυράς, η Κεραστώ, κοντά στα οχτώ πια, ήταν το γαργάλημα στο παγωμένο τους σώμα. Η μεγάλη θύρα άνοιξε, η ηγουμένη έσκυψε, κάτι κουβέντες που μάντευε και μετά σταυροκοπήθηκε. Μια αρχόντισσα, ψηλή, καλοντυμένη, φιργαδούδα*, η γούνα της ίσαμε τον αστράγαλο, σκαρπίνια καϊκλίδικα**, γάντια να της κρύβουν τα δάχτυλα, δρασκέλισε επιφυλακτικά το ξύλο που συγκρατούσε το φαγωμένο από καιρούς και φωτιά κάσωμα. Σίγουρα δεν ήρθε μονάχη της, άλλωστε σήκωσε το χέρι χωρίς να γυρίσει το κεφάλι, διαταγή σε όποιον την ακολούθαγε να περιμένει. Η Θεοχαρίστη προπορεύτηκε, η αρχόντισσα στο κατόπι, η Κεραστώ βγήκε έξω, τα ξεφωνητά, οι ερωτήσεις, η περιέργειά της θα τρελαίναν όποιον φουκαρά βρισκόταν εκεί.
Η ηγουμένη στάθηκε στο άνοιγμα του κελιού κρατώντας την κουρελού σηκωμένη, οι εσωτερικές πόρτες ήταν πολυτέλεια, κι όταν η επισκέπτρια φάνηκε στον μακρύ διάδρομο, της έκανε νόημα να περάσει, διώχνοντας την απρόθυμη να το κουνήσει από κει καλόγρια.
«Τρέχα να μαζέψεις το ζιζάνιο και πήγαινε στους ανθρώπους που ξεροσταλιάζουν, βάλ’ τους στην αυλή και φίλεψέ τους σύκα και νερό».
Η αδελφή Θεοχαρίστη καθόλου δεν είχε διάθεση να εκτελέσει τις εντολές, η περιέργεια την έτρωγε. Τι θέλει ετούτη η πλούσια κυρά στο μοναστήρι τους; Και τι όμορφα ντυμένη! Παναγιά Παρθένα, μόνο σε Σένα ταιριάζουν τέτοιες φορεσιές… Ούτε θυμάται πότε είδε τόσο καλοντυμένο άνθρωπο. Εκείνο που της έκανε περισσότερο εντύπωση ήταν το καπέλο που φορούσε στο κεφάλι. Σα σκουφί, αλλά σκληρό, μ’ ένα γιακά τριγύρω, ίδιο χρώμα με τα ρούχα της. Από την άλλη προσευχόταν να είχε δει καλά έξω. Ένας άντρας, υποταχτικός φαινόταν, και τέσσερα μουλάρια, τα δυο ζαλωμένα. Της φάνηκε πως ο άντρας ξεφόρτωνε όσο η επισκέπτρια χτυπούσε να της ανοίξουν. Έβαλε τρία ξερά σύκα σε ένα τσίγκινο πιάτο, μισό σακούλι τούς είχε απομείνει, έριξε το ένα πίσω, γέμισε τον μαστραπά νερό, είχε δίκιο. Ο περίβολος είχε γεμίσει, η Κεραστώ ξεφώνιζε ενθουσιασμένη.
«Έλα να δεις, τρέχα, τρέχα να δεις…»

* Αέρινη σαν φρεγάτα.
** Μυτερά, σαν τη μύτη του καϊκιού. 

Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ


Λίγα λόγια για τη συγγραφέα 

Η ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ γεννήθηκε στη Νέα Ιωνία. Μεγάλωσε σε μια προσφυγική γειτονιά, τότε που το παιχνίδι στους δρόμους ήταν τρόπος ζωής.
Σπούδασε γαλλική και ελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών,έκανε μεταπτυχιακό στη Σορβόννη, παρακολούθησε μαθήματα γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο της Μπεσανσόν, ιστορία της τέχνης στο Γαλλικό Ινστιτούτο και συμμετείχε για δύο χρόνια στα διεθνή προγράμματα Lingua.
Εργάστηκε ως εκπαιδευτικός στο Πειραματικό Λύκειο Αναβρύτων καιτα τρία τελευταία χρόνια στο Ελληνικό Σχολείο των Βρυξελλών.
Έχει εκδώσει πέντε βιβλία, έχει επιμεληθεί δύο ντοκιμαντέρ και έχει γράψει τηλεοπτικά σενάρια.
Από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ κυκλοφορεί επίσης το μυθιστόρημά της VINSANTO. ΤΟ ΚΡΑΣΙ ΤΗΣ ΛΑΒΑΣ.

ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ

Κατηγορία: Ελληνική λογοτεχνία, Ιστορικό Μυθιστόρημα, Κοινωνικό
ISBN: 978-618-01-3542-8


Δείτε το video του βιβλίου 


Σχολιάστε εδώ