Σχέσεις Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τουρκίας: Τα οικονομικά συμφέροντα υπεράνω κάθε αρχής και δικαίου – Του Χρ. Μπότζιου
-Επανέναρξη των ελληνοτουρκικών συνομιλιών, αλλά σε ποια βάση; Συναφείς κίνδυνοι
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Θα μας εξέπληττε αν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, που επρόκειτο να συνέλθει στις 24 – 25 Σεπτεμβρίου, αλλά ανεβλήθη για το διήμερο 1 – 2 Οκτωβρίου για λόγους ή με πρόσχημα την κατάσταση της υγείας στενών συνεργατών του προέδρου του Συμβουλίου κ. Σαρλ Μισέλ, αποφάσιζε την επιβολή αυστηρών κυρωτικών μέτρων κατά της Τουρκίας για την παραβατική της συμπεριφορά στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Και η έκπληξη θα ήταν δικαιολογημένη επειδή υψηλοί αξιωματούχοι της Ένωσης και χώρες-μέλη χωριστά μας έχουν προϊδεάσει ότι δεν είναι πρόθυμοι να ασκήσουν πίεση προς το καθεστώς Ερντογάν με επιβολή κυρωτικών μέτρων, ενώ, αντίθετα, πιέζουν την Ελλάδα για διάλογο με την Άγκυρα, ανεχόμενοι τις απειλές και την αμετροεπή συμπεριφορά τούρκων αξιωματούχων και ιδιαίτερα του ιδίου του Προέδρου τους.
Πρόγευση αυτής της στάσης ήταν και οι συζητήσεις που πραγματοποιήθηκαν την περασμένη Δευτέρα μεταξύ των υπουργών των Εξωτερικών, οι οποίοι παρέπεμψαν το θέμα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το οποίο όπως προαναφέραμε ανέβαλε τη σύγκλησή του για την 1η Οκτωβρίου. Σε αντίθεση, ομόφωνη είναι η θέση –με εξαίρεση τη Κύπρο– για επιβολή κυρωτικών μέτρων κατά της Λευκορωσίας, ο Πρόεδρος της οποίας, Αλεξάντερ Λουκασένκο, κατηγορείται από την αντιπολίτευση της χώρας του για νοθεία των εκλογικών αποτελεσμάτων των τελευταίων προεδρικών εκλογών και την άσκηση βίας κατά διαδηλωτών που αμφισβητούν την επανεκλογή του και αντιδρούν στα αντιδημοκρατικά και κατασταλτικά μέτρα που λαμβάνει συνεχώς.
Στην επιβολή κυρωτικών μέτρων κατά της Λευκορωσίας πρωτοστατούν οι χώρες της Βαλτικής, η Πολωνία και οι λοιπές χώρες της γνωστής αντιδραστικής ομάδας Visegrad. Απώτερος στόχος η Ρωσία, που θεωρείται ότι επηρεάζει αποφασιστικά τις πολιτικές της Λευκορωσίας. Υπάρχει όμως ουσιαστική διαφορά στη συμπεριφορά μεταξύ των δύο καθεστώτων, εκείνου του Λουκασένκο και του Ταγίπ Ερντογάν. Ένα καλό ερώτημα, που δεν θα ήταν καθόλου δύσκολο να απαντηθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο πρόσφατα καταδίκασε την εν γένει συμπεριφορά της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η γερμανική προεδρία επέδειξε ιδιαίτερο ζήλο και ανέπτυξε μεγάλη διπλωματική κινητικότητα για την αποκλιμάκωση της ελληνοτουρκικής κρίσης, επιτυγχάνοντας σε πρώτη φάση την προσωρινή –κατά ομολογία του ιδίου του τούρκου Προέδρου– απομάκρυνση του ερευνητικού σκάφους «Oruc Reis» από τη θαλάσσια περιοχή που εμπίπτει στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, όχι όμως και τα «Barbaros» και «Yavouz» από την αντίστοιχη Κυπριακή. Στην απροθυμία επιβολής, μέχρι στιγμής, αυστηρών κυρωτικών μέτρων κατά της Τουρκίας το Βερολίνο συνεπικουρήθηκε από την Ισπανία και την Ιταλία και εν μέρει από τη Γαλλία, χώρες με υψηλές επενδύσεις σε τουρκικές τράπεζες.
Όπως ανέφεραν ξένα δημοσιεύματα, οι ανωτέρω χώρες φοβούνται ότι η επιβολή οικονομικών κυρωτικών μέτρων μπορεί να προκαλέσει την κατάρρευση των τουρκικών τραπεζών, με επακόλουθο την απώλεια σημαντικών εθνικών τους επενδύσεων. Όση αμφισβήτηση και αν επιδέχεται μια τέτοια ερμηνεία καταδεικνύει ότι τα οικονομικά και άλλα συμφέροντα ενίων χωρών-μελών τέθηκαν υπεράνω των αρχών και των αξιών της ΕΕ καθώς και του σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου και των διεθνών συνθηκών. Λίγο μετά την τηλεδιάσκεψη της περασμένης Τρίτης μεταξύ του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ, της καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ και του τούρκου Προέδρου Ταγίπ Ερντογάν αναγγέλθηκε επισήμως η επανέναρξη του ελληνοτουρκικού διαλόγου με τη μορφή διερευνητικών διαπραγματεύσεων –61ες κατά σειρά–, χωρίς όμως να αναφέρεται σε ποια βάση θα διεξαχθούν αλλά και το αντικείμενο που θα έχουν.
Από ελληνικής πλευράς έγινε ήδη γνωστό ότι της ελληνικής αντιπροσωπείας θα ηγηθεί ο έμπειρος και ικανός πρέσβης κ. Παύλος Αποστολίδης, που είχε αναλάβει και στο παρελθόν όμοιες αποστολές. Επανάληψη λοιπόν του ελληνοτουρκικού διαλόγου και των διερευνητικών διαπραγματεύσεων, αλλά σε θολό πολιτικό τοπίο και νομικό πλαίσιο.
Οι απόψεις των δύο πλευρών, τουλάχιστον όπως προκύπτουν από τις εκατέρωθεν δημόσιες δηλώσεις, διίστανται. Ο υπουργός των Εξωτερικών κ. Νίκος Δένδιας επανέλαβε ότι από ελληνικής πλευράς η μόνη διαφορά που αναγνωρίζουμε σε σχέση με την Τουρκία είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και των θαλασσίων ζωνών.
Σε αντίθεση, η Άγκυρα θέτει σωρεία θεμάτων (αμφισβητεί ότι τα νησιά διαθέτουν δική τους υφαλοκρηπίδα, αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία επί νήσων και βραχονησίδων στο Κεντρικό και Νότιο Αιγαίο, αμφισβητεί το δικαίωμα της επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια με την απειλή του casus belli κ.ά.), που αγνοούν το Διεθνές Δίκαιο και τις διεθνείς συνθήκες (Συνθήκη της Λωζάννης, Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων), επί των οποίων εδράζονται οι ελληνικές θέσεις.
Ο κ. Δένδιας επιπλέον διευκρίνισε ότι όταν μιλάμε για διάλογο εννοούμε διερευνητικές συνομιλίες και όχι διαπραγματεύσεις. Οι σαφείς αυτές τοποθετήσεις του υπουργού Εξωτερικών δεν προκύπτει ότι ειπώθηκαν και από πλευράς εκπροσώπων του Μαξίμου, ενώ τούρκοι αξιωματούχοι, συμπεριλαμβανομένου του Ερντογάν, εμμένουν στις γνωστές αναθεωρητικές και διεκδικητικές θέσεις για το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Άγνωστη παραμένει και η στάση της Γερμανίας και άλλων κοινοτικών χωρών με επιρροή σε περίπτωση που οι συνομιλίες δεν αποφέρουν κανένα αποτέλεσμα. Θα εγγυηθούν τη στήριξη της Ελλάδας ή θα περιορισθούν σε ευχολόγια με τη γνωστή παρότρυνση «βρείτε τα μεταξύ σας», που θα ισοδυναμεί με παθητική στάση έναντι της Τουρκίας; Η αποκλιμάκωση της έντασης στο Αιγαίο με την απομάκρυνση του «Οruc Reis» από την περιοχή που εμπίπτει στην ελληνική υφαλοκρηπίδα και η επανέναρξη του ελληνοτουρκικού διαλόγου συνιστούν, χωρίς αμφιβολία, θετικές εξελίξεις.
Συγχρόνως όμως προβληματίζουν και εγείρουν σειρά ανησυχιών. Και εντοπίζονται στα ερωτήματα. Τι θα συμβεί αν οι διερευνητικές συνομιλίες ή διαπραγματεύσεις έχουν την τύχη των προηγούμενων; Δεν συμμερίζομαι τις θέσεις όσων θέτουν το δίλημμα. Τι θέλετε, θερμό επεισόδιο ή διάλογο; Μια τέτοια λογική παραπέμπει σε ζοφερά ευρωπαϊκά παραδείγματα του παρελθόντος και υποδηλώνει κατευναστικές διαθέσεις και πολιτικές. Διάλογος και συνομιλίες χωρίς συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο υποδηλώνουν υποχωρήσεις και παράλληλα ενέχουν τον κίνδυνο δημιουργίας επικίνδυνων προηγούμενων.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ