Βαλκάνιοι τουρίστες – Γράφει ο Δ. ΣΤΩΙΔΗΣ

Βαλκάνιοι τουρίστες – Γράφει ο Δ. ΣΤΩΙΔΗΣ


Του
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΣΤΩΙΔΗ
Πρεσβευτή ε.τ.


Κατ’ αρχάς, διευκρινίζω ότι προτίθεμαι να προσεγγίσω το θέμα εστιάζοντας στο επίθετο της επικεφαλίδας, παρά στο ουσιαστικό της.

Διότι θεωρώ σημαντικό να αξιολογείται αλλά και να αιτιολογείται η επιλογή των πολιτών των όμορων και μη χωρών της Βαλκανικής να επισκέπτονται τη χώρα μας, μαζικότερα βέβαια κατά την περίοδο του θέρους. Αυτό εννοείται ότι οφείλεται στο γεγονός της οδικής σύνδεσης με την Ελλάδα, η πρόσβαση στην οποία διευκολύνεται από σειρά συνοριακών διελεύσεων.

Ως άμεση συνέπεια διαπιστώνεται η στήριξη της ε­μπορικής και επιχειρηματικής δραστηριότητας, πρωτίστως στη Βόρεια Ελλάδα, δηλαδή στη Μακεδονία μας.

Σε αυτήν τη Μακεδονία δεν έρχονται οι Βαλκάνιοι, υπό φυσιολογικές συνθήκες, ήτοι εκτός Covid-19, μόνο για παραθε­ρισμό και αναψυχή. Πολλοί από αυτούς, ειδικά από βόρειες όμορες χώρες, έχουν αποκτήσει ακίνητα σε περιοχές που έχω την αίσθηση ότι θεωρούν ότι τους είναι… οικείες. Προφανώς και οι σχετικές αγοραπωλησίες που πραγματοποιήθηκαν θα τήρησαν τη νόμιμη διαδικασία. Συνεπώς δεν συντρέχει λόγος για προβληματισμό. Ή μήπως συντρέχει; Δικαιολογείται, ίσως, μια δεύτερη σκέψη ως προς τις πιθανές πραγματικές προ­θέσεις;

Κατά την άποψή μου, η οποία ενδέχεται να παρερμηνευθεί, εικάζω ότι δεν απο­κλείεται σε ειδικότερες περιπτώσεις να υποκρύπτεται σκοπιμότητα στην αγορά του ακινήτου, δοθέντος του ιστορικού παρελθόντος της περιοχής, με έμφαση, π.χ., την Καβάλα, Θάσο, Θεσσαλονίκη (όρα Β.Μ. ως ΠΓΔΜ) αλλά και ευρύτερα. Προς επίρρωση των παραπάνω σημειώνεται ότι είχαν εντοπισθεί ακούσματα από συγκεκριμένα βαλκανικά χείλη, μάλλον εθνοκεντρικά, ότι «τη φορά αυτή γίνεται διείσδυση με οικονομικά μέσα» – όση πιστότητα μπορεί να εκπέμπει τέτοια θέση.

Όμως, επειδή το εξελισσόμενο σταθερά πεδίο πολυσχι­δούς διμερούς συνεργασίας ειδικότερα με τη Σόφια εκτιμάται ως δυνητικά «υποδειγματικό», νομίζω ότι θα θεωρηθεί από τα επίσημα χείλη της πλευράς μας αδιανόητη ακόμη και η ανα­φορά αληθοφανών δεδομένων, πολύ δε περισσότερο η έκ­φραση θεωρητικών εικασιών. Άρα, στον βωμό των σύγχρονων διμερών σχέσεων, όπως, π.χ., με τη Βουλγαρία, προωθείται η ανάδειξη της δυναμικής και η επικέντρωση σε πολιτικές και στό­χους, όπως αρμόζει σε συμμάχους (από το 2004) και σε εταίρους (από το 2007). Συνακόλουθα όμως αποδυναμώνεται και η προοπτική διευθέτησης θεμάτων ιδιαίτερης πολιτιστικής και θρησκευτικής αξίας για τη χώρα μας.

Συνεπώς, συνάγεται ότι η έγερση «υπό σκιάν» ζητημάτων κατά την παρούσα συγκυρία θα μπορούσε να εκληφθεί ως αντίθεση στις γενικά ομαλές και αμοιβαία επωφελείς σχέσεις. Απολύτως κατανοητό!

Με τη δέουσα προσοχή λοιπόν δια­τυπώνω τη γνώμη μου, σύμφωνα με την οποία μία επιτυχής διμερής συνεργασία διέπεται από συνέπεια, εμπιστοσύνη, αξιοπιστία και σαφήνεια στις διακρατικές σχέσεις. Δηλαδή ένα σύνολο εμπειρικών προτεραιοτήτων, οι οποίες δεν είναι αυτονόητο όμως ότι χαρακτηρίζουν το σύνηθες επίπεδο των διμερών σχέσεων.

Άρα, σε ένα ακριβώς τέτοιο πλαίσιο, στη λογική «οι καλοί λογαριασμοί…», είναι λίαν πιθανό να αντιμετωπισθούν με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα τα ευαίσθητα ζητήματα τα οποία κληροδότησε στη χώρα μας ένα νεφελώδες και τραυ­ματικό παρελθόν.

Ως τέτοια αναφέρονται ενδεικτικά: Η επιστροφή των ιερών κειμηλίων που αφαιρέθηκαν από τις Μονές της Εικοσιφοίνισσας και του Τιμίου Προδρόμου, η μεταφορά των οστών του ταγματάρχη Ι. Βελισσαρίου στη γενέτειρά του, την Κύμη Ευβοίας κ.ά. Δευτερευόντως θα ήταν ευκταία η τυχόν αλλαγή της ονομασίας σε συγκεκριμένες συνοριακές διαβάσεις που δυνητικά προκαλούν σκέψεις, όπως, π.χ. Γκότσε Ντέλσεφ… από Δράμα ή Πέτκο Βοϊβόδα από Ορ­μένιο…

Άρα, ο βαλκανικός τουρισμός πιστώνεται μεν με το αναμφισβήτητο όφελος για την ελληνική οικονομία, αλλά η συνεπαγόμενη εξοικείωση των όμορων κοινωνιών δεν αποδεικνύεται επαρκής για την ειλικρινή και διαρκή συμφιλίωση και την οριστική άρση της αμοιβαία φιλύποπτης νοοτροπίας.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ