Παλινδρομήσεις στην πολιτική του κατευνασμού – Ανάλυση του Π. Νεάρχου

Παλινδρομήσεις στην πολιτική του κατευνασμού – Ανάλυση του Π. Νεάρχου


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


H αγορά των Γαλλικών αεροσκαφών Rafale και η επιστροφή σε μια στοιχειώδη πολιτική αμυντικών δαπανών μιας χώρας που βρίσκεται υπό απειλή πολέμου είναι μια κίνηση που θα έπρεπε να είναι αυτονόητη και να είχε γίνει πολύ ενωρίτερα.

Η κίνηση αυτή ανελήφθη κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή και σε συνδυασμό με τη δυναμική παρέμβαση του Γαλλικού παράγοντα στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η παρέμβαση αυτή επέδρασε καταλυτικά στους υπολογισμούς και στους σχεδιασμούς του Ερντογάν για στρατηγικό εκβιασμό της Ελλάδος, υπό την απειλή πολέμου.

Αναμενόταν ότι η κυβέρνηση θα προχωρούσε άμεσα σε δύο άλλες κινήσεις που θα ενίσχυαν και θα κατοχύρωναν τη στρατηγική άμυνα της χώρας. Στην άμεση προμήθεια, πρώτον, υπό μορφή υπενοικιάσεως, δύο φρεγατών τύπου Fremm, σε ρόλο ενδιάμεσης λύσεως μέχρι τη ναυπήγηση των νέων φρεγατών τύπου Belharra. Στην υπογραφή, δεύτερον, διμερούς αμυντικής συμφωνίας με τη Γαλλία, με ρήτρα αμυντική συνδρομής σε περίπτωση Τουρκικής επιθέσεως.

Υπό το κράτος πιέσεων από τη Γερμανία και τις ΗΠΑ, η κυβέρνηση αναδιπλώθηκε. Επανήρχισε τη ρητορική για διεθνείς διαγωνισμούς για την προμήθεια τεσσάρων φρεγατών πολλαπλών ρόλων, ως η χώρα να είχε την πολυτέλεια περαιτέρω αναμονής μετά την άκαρπη πάροδο μιας ολόκληρης δεκαετίας και ως η απειλή από τη γειτονική χώρα να μην ήταν άμεση. Υπανεχώρησε επίσης στο κρίσιμο θέμα της υπογραφής διμερούς αμυντικής συμφωνίας με τη Γαλλία, με ρήτρα αμυντικής συνδρομής, υπό το πρόσχημα ότι υπάρχει ήδη το άρθρο 42, παράγραφος 7 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης της Λισσαβώνος. Το άρθρο αυτό αναφέρεται ρητά σε υποχρέωση αλληλεγγύης και συνδρομής των άλλων χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως στην περίπτωση που μια χώρα-μέλος δεχθεί επίθεση.

Η κυβέρνηση όμως, όπως και όλοι, γνωρίζει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει αναπτύξει μέχρι τώρα την αμυντική της διάσταση και την αντίστοιχη πολιτική και ότι δεν διαθέτει κοινή στρατιωτική δύναμη για την εφαρμογή στην πράξη του άρθρου 42, παράγραφος 7. Υπάρχει επίσης το γνωστό θέμα της αναγκαίας ομοφωνίας των 28 χωρών-μελών, η οποία δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη.

Η μόνη επομένως πρακτική συνδρομή από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ενώσεως θα μπορούσε να προέλθει από τη χώρα που πρωτοστάτησε για να περιληφθεί στη Συνθήκη της Λισσαβώνος το άρθρο 42, παράγραφος 7 και η οποία είναι διατεθειμένη να το κάνει πράξη για δικούς της συγκεκριμένους λόγους αλλά και ως ένα πρώτο βήμα ενεργούς Ευρωπαϊκής πολιτικής στον τομέα της άμυνας και ασφάλειας. Εφόσον η ενεργός παρέμβαση δεν θα αποφασισθεί από κοινά Ευρωπαϊκά όργανα, είναι απαραίτητη η διμερής Ελληνο-Γαλλική συμφωνία, η οποία θα περιλάβει και ρήτρα αμυ­ντικής συνδρομής.

Η εύσχημη υπαναχώρηση και παραπομπή στο μέλλον κινήσεων που κατοχυρώνουν τη στρατηγική ασφάλεια της χώρας την αφήνουν εκτεθειμένη σε πιέσεις για υποχωρήσεις και απαράδεκτους συμβιβασμούς. Η πολιτική των ίσων αποστάσεων της καγκελαρίου Μέρκελ δεν εξυπηρετεί, προφανώς, την Ελλάδα, όπως και γενικότερα η πολιτική της για παροχή άκριτων ανταλλαγμάτων στην Άγκυρα, ως κίνητρο συνεργασίας και καλών σχέσεων με την Ευρώπη. Η Γερμανίδα καγκελάριος προβάλλει σε πρώτη θέση, για να υπογραμμίσει την ανάγκη της συνεργασίας με την Τουρκία, την παράνομη μετανάστευση και τον υποτιθέμενο έλεγχό της. Η Άγκυρα όμως είναι γνωστό ότι εργαλειοποιεί την παράνομη μετανάστευση και τη χρησιμοποιεί για να αποσπάσει ανταλλάγματα, ενώ προωθεί παραλλήλως, ιδιαίτερα για την Ελλάδα, την εγκατάσταση Μουσουλμανικών πληθυσμών και την επιδίωξη γεωπολιτικών στόχων.

Επισείοντας την απειλή της παράνομης μεταναστεύσεως, ο Ταγίπ Ερντογάν εκβιάζει την Ευρώπη να μην επιβάλει εναντίον της κυρώσεις για την επιθετική πολιτική της κατά της Ελλάδος και αντιθέτως να της δώσει πολλά δισεκατομμύρια ευρώ και άλλα δύο κρισιμότατα ανταλλάγματα: Την άρση της βίζας για όλους τους Τούρκους υπηκόους και την αναβάθμιση της τελωνειακής ενώσεως μεταξύ Ευρώπης και Τουρκίας, γεγονός που θα μεταφραζόταν σε 20 περίπου δισ. ευρώ επιπλέον κέρδη για την Τουρκική οικονομία.

Η Ελλάδα, καθηλωμένη σε μια μυωπική, αυτοκαταστροφική πολιτική, συνεχίζει να ευθυγραμμίζεται με μια ανεδαφική Ευρωπαϊκή πολιτική, που, αντί να ανασχέσει, στην ουσία συντηρεί και προάγει την παράνομη μετανάστευση ως δήθεν εύσημο ανθρωπιστικής πολιτικής. Ένα δείγμα αυτής της πολιτικής και των ιδεολογημάτων που τη συνοδεύουν είναι η σύλληψη στον Έβρο και η παραπομπή σε δίκη για δήθεν «ρατσισμό» ενός κτηνοτρόφου, που θεώρησε αυτονόητο καθήκον του να αντιταχθεί και να προσπαθήσει να συλλάβει οκτώ μετανάστες που εισήλθαν παράνομα στη χώρα.

Ο κτηνοτρόφος δεν ήξερε ότι με βάση Ευρωπαϊκή Οδηγία για τους Πρόσφυγες οι Αρχές της χώρας δεν έχουν «δικαίωμα» να απωθήσουν οποιονδήποτε εισέλθει παράνομα στη χώρα, εάν επικαλεσθεί, έστω προσχηματικά, το άσυλο. Αντιθέτως, πρέπει να τον «υποδεχθούν», να τον «περιθάλψουν» και να διερευνήσουν μετά, διά της δικαστικής οδού, εάν είναι πρόσφυγας. Εάν είναι, του παρέχεται άσυλο. Σε διαφορετική περίπτωση, μπορεί να επαναπροωθηθεί (απελαθεί). Στην πραγματικότητα όμως οι άπειρες προϋποθέσεις που τίθενται για την απέλαση οδηγούν στην παραμονή σχεδόν των πάντων. Η χώρα, με τις ανεύθυνες πολιτικές των ηγεσιών της, έχει βραχυκυκλωθεί και παγιδευθεί σ’ ένα πρόβλημα που απειλεί την κοινωνική συνοχή και την ταυτότητά της, αλλά και την εθνική ασφάλεια και την άμυνά της.

Η οργανωμένη επίθεση στον Έβρο οδήγησε την κυβέρνηση να αντιληφθεί τους τεράστιους κινδύνους που εγκυμονεί η πολιτική της ανοχής στη λαθρομετανάστευση και των ανοικτών συνόρων. Ανέστειλε προσωρινά την «υποδοχή» και τη «μη απώθηση» των παρουσιαζομένων ως δήθεν προσφύγων. Α­ντί όμως να εμμείνει στην πολιτική αυτή, που αφαιρεί κυριολεκτικά και το όπλο της παράνομης μεταναστεύσεως από τα χέρια του Ερ­ντογάν, έσπευσε γρήγορα να επαναφέρει την ίδια πολιτική, τις συνέπειες της οποίας βλέπουμε στην κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου αλλά και σ’ όλη την Ελλάδα.

Είναι εκπληκτικό και άκρως παράδοξο μια χώρα που απειλείται άμεσα από μια γειτονική της χώρα να έχει ανοικτά σύνορα μ’ αυτήν και να επιτρέπει να διεξάγεται εναντίον της ένας ασύμμετρος, υβριδικός πόλεμος, με όργανο παράνομους μετανάστες απ’ όλη την υφήλιο.

Η Άγκυρα, ενώ, υποτίθεται, συμφώνησε να προχωρήσει σε αποκλιμάκωση και να δείξει συγκαταβατικό πρόσωπο διαλόγου εν όψει του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 24 – 25 Σεπτεμβρίου, υποτροπιάζει συνεχώς με ακραίες δηλώσεις και απειλές για επαναποστολή του «Oruc Reis» στην Ελληνική υφαλοκρηπίδα. Είναι μια υπενθύμιση σε όσους παλινδρομούν στις γνωστές κατευναστικές θεωρίες για διάλογο με την Τουρκική πλευρά και προσφυγή στη Χάγη. Δεν υπάρχει τίποτε το κακό ούτε στον διάλογο ούτε στη Χάγη. Υπό την προϋπόθεση όμως ότι η Ελλάδα θα είχε απέναντί της μια χώρα που αναγνωρίζει ως αναφορά το διεθνές δίκαιο. Είναι γνωστό όμως ότι η Άγκυρα θέλει την ανατροπή του διεθνούς δικαίου και την επιβολή των δικών της αυθαιρέτων και «αρπακτικών αξιώσεων».

Ο πρωθυπουργός, πριν μάλιστα τη συνάντηση των Επτά στην Κορσική, έσπευσε, μ’ ένα άρθρο του σε τρεις μεγάλες Ευρωπαϊκές εφημερίδες, να παρουσιάσει την περιοχή του Καστελλορίζου ως μια μη οριοθετημένη περιοχή, στην οποίαν Ελλάδα και Τουρκία έχουν δικαιώματα και ότι το πρόβλημα είναι οι μονομερείς Τουρκικές ενέργειες. Είναι γνωστό όμως ότι η υφαλοκρηπίδα μιας χώρας υπάρχει «εξαρχής» και «αυτοδικαίως». Γιατί έγιναν οι κρίσεις στο παρελθόν, το 1976 και το 1987;

Διότι Τουρκικά ερευνητικά σκάφη απείλησαν να διεξαγάγουν έρευνες στην Ελληνική υφαλοκρηπίδα, η οποία δεν ήταν οριοθετημένη; Γιατί μαίνεται ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών εναντίον του λεγομένου «Χάρτη της Σεβίλλης» και ζητά από την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση την αποκήρυξή του, πριν από την έναρξη οποιουδήποτε διαλόγου; Γιατί ο Χάρτης της Σεβίλλης, που έγινε από Ισπανικό Πανεπιστήμιο, κατά παράκληση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, δείχνει σαφώς ποια είναι η ΑΟΖ της Ελλάδος, σύμφωνα με το ισχύον θαλάσσιο διεθνές δίκαιο. Η ΑΟΖ αυτή αποδίδει πλήρη επήρεια σε όλα τα νησιά και ενώνεται με την ΑΟΖ της Κύπρου.

Το κεντρικό θέμα, επομένως, για την Ελλάδα είναι η αποτρεπτική της ισχύς και η στρατηγική της ασφάλεια και αυτή πρέπει να είναι η πρώτιστη μέριμνα της χώρας.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ