Ας κοιταχτούμε στον καθρέφτη ως κοινωνία, τώρα είναι η ώρα – Της Μ. Καρακλιούμη
Τα τελευταία χρόνια, στη δίνη της πολιτικής ορθότητας, αποφεύγεται η αναφορά σε θεμελιώδη θέματα και αξίες της ελληνικής κοινωνίας για να μη θιγούν άτομα ή και κοινωνικές ομάδες. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα ο δημόσιος διάλογος να διεξάγεται ανούσια και με αποστεωμένα επιχειρήματα, μην τυχόν και μας επιπλήξουν οι «δικαιωματιστές».
Της
ΜΑΡΙΑΣ ΚΑΡΑΚΛΙΟΥΜΗ
Πολιτικής Αναλύτριας RASS
Από επιλογή, όπως και σε άλλα θέματα, επιλέγω να μην ακολουθώ την πεπατημένη και να διατυπώνω τη γνώμη μου, ακόμη κι αν κάποιοι θίγονται.
Προ λίγων ημερών ανακοινώθηκαν οι βάσεις εισαγωγής στα πανεπιστήμια και η ελληνική κοινωνία, για μία ακόμη φορά, έπεσε από τα σύννεφα που τα βλαστάρια της εισήχθησαν με βαθμούς που θύμιζαν σκορ ποδοσφαιρικού αγώνα.
Η συζήτηση περιορίστηκε στην έκπληξη που νιώσαμε και θα επανεκκινήσει εκεί από όπου ξεκίνησε του χρόνου τέτοιο καιρό. Η γνώμη μου είναι πως τώρα είναι η ώρα να μιλήσουμε για το πρόβλημα, το οποίο και σύνθετο είναι και πολύ κοστοβόρο για την ελληνική κοινωνία.
Το κοινωνικό αίτημα για πανεπιστημιακή γνώση οδήγησε στην πολιτική του «κάθε πόλη και πανεπιστήμιο, κάθε χωριό και ΤΕΙ», με αποτέλεσμα σήμερα να έχουμε πλήθος πανεπιστημιακών τμημάτων, πολλά εκ των οποίων δεν ικανοποιούν την κοινωνική ανάγκη για γνώση, καθώς η φοιτητική μετανάστευση καλά κρατεί.
Βρισκόμαστε λοιπόν σήμερα εν όψει της αδιανόητης κατάστασης: Μαθητές που μετά βίας έχουν μάθει γραφή και ανάγνωση εισάγονται στο πανεπιστήμιο για να παριστάνουν τους φοιτητές και τα μέλη ΔΕΠ, που έλιωσαν τα παντελόνια τους στα θρανία για να κρατήσουν όρθια τα τμήματά τους, πρέπει να εκλαϊκεύουν το ακαδημαϊκό τους αντικείμενο σε τέτοιο βαθμό που τους καθιστά φροντιστές και όχι ακαδημαϊκούς δασκάλους.
Η κατάσταση αυτή στο σύνολό της είναι επιζήμια για όλους μας. Νέοι άνθρωποι θα χάσουν μερικά από τα καλύτερα χρόνια τους μέχρι να συνειδη- τοποιήσουν ότι «δεν παίρνουν τα γράμματα», οικογένειες θα αιμορραγούν οικονομικά για να «σπουδάσουν» τα παιδιά τους, η Πολιτεία θα χρηματοδοτεί τμήματα χωρίς πραγματική προσφορά στη γνώση και οι ακαδημαϊκοί θα αναρωτιούνται αν είναι ο γιαλός στραβός ή στραβά αρμενίζουν.
Είναι σαφές πως κάτι πρέπει να αλλάξει. Κάποιοι θα πουν ότι πρέπει να κλείσουν τα τμήματα αυτά και να συρρικνωθούν στον αριθμό που η ελληνική κοινωνία και η ευγενής άμιλλα μπορεί να αντέξει. Θα συμφωνήσω ως προς τον αριθμό των εγχώριων εισακτέων, που πρέπει να καταλάβουν ότι η τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν είναι για όλους, καθώς η ζωή χρειάζεται και άλλους επαγγελματίες. Οι νέοι μας θα καταλάβουν ότι η αξιολόγηση των μαθητικών τους επιδόσεων αποσκοπεί και στο να τους υποδείξει ένα άλλο επαγγελματικό μέλλον και η κοινωνία δεν θα αιμορραγεί οικονομικά συντηρώντας πανεπιστημιακά τμήματα.
Τα πανεπιστημιακά αυτά τμήματα θα μπορούσαν να συνεχίσουν να υπάρχουν αλλάζοντας και προσαρμόζοντας το γνωστικό τους αντικείμενο για να επιβιώσουν. Να κάνουν διαλέξεις στα αγγλικά για να προσελκύσουν φοιτητές από την αλλοδαπή και να βοηθήσουν έτσι και στην αξιοποίηση 20.000 διδακτόρων που την τελευταία δεκαετία ανακηρύχθηκαν στη χώρα.
Έτσι, οι τοπικές κοινωνίες θα τονωθούν με ανθρώπους που συνειδητά θα έχουν έρθει να σπουδάσουν και η ελληνική κοινωνία θα κατανοήσει ότι μπορεί να αλλάξει τη μονοκαλλιέργεια ξαπλώστρας και να παράγει πανεπιστημιακή γνώση.
Η συζήτηση είναι σίγουρα μεγάλη και οι ιδέες μπορεί και χιλιάδες, το μείζον όμως είναι να γίνει, διότι αν για κάποιους κανονικότητα είναι φοιτητές να εισάγονται με μέσο όρο τρία, για μένα είναι κατάντια!
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ