Το Μεταναστευτικό θα καταπιεί την Ελλάδα αν δεν προσπαθήσει να το ελέγξει!


Του
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΛΑΥΡΕΝΤΖΟΥ
Συμβούλου επιχειρήσεων – Συγγραφέα


Η Ελλάδα εδώ και μερικά χρόνια δέχεται μεγάλο μέρος των παράνομων μεταναστευτικών ροών που καταφθάνουν στην Ευρώπη από την Ασία και την Αφρική. Αυτό οφείλεται στο ότι η Ελλάδα αποτελεί το κατώφλι της Ευρώπης και παράλληλα έχει δίπλα της μια χώρα όπως η Τουρκία, η οποία εργαλειοποιεί τις μεταναστευτικές ροές. Σε αυτό το πλαίσιο η Ελλάδα υπόκειται σε πιέσεις, που λόγω της έντασης και της διάρκειάς τους θα δοκιμάσουν σοβαρά την ελληνική κοινωνία.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Στη μια πλευρά του διπόλου που πιέζει την Ελλάδα είναι η Τουρκία. Η Τουρκία, επειδή είδε από νωρίς τη δυναμική της μαζικής παράνομης μετανάστευσης, δεν προσπάθησε να την αποφύγει. Αντιθέτως, επιδίωξε να συγκεντρώσει τις μεταναστευτικές ροές, ώστε να τις αξιοποιήσει πολιτικά. Έτσι, πρακτικά κατάργησε τη βίζα με πολλές αφροασιατικές χώρες και μέσω της παροχής φθηνών αεροπορικών εισιτηρίων έγινε σημείο σύγκλισης των μεταναστευτικών ροών.


 Το Μεταναστευτικό έγινε όπλο του Ερντογαν με το οποίο εκβιάζει την Ευρώπη, για να αποσπά πολιτικά και οικονομικά οφέλη, και παράλληλα πιέζει την Ελλάδα


Με τον τρόπο αυτό η Τουρκία απέκτησε ένα όπλο. Ένα όπλο με το οποίο εκβιάζει την Ευρώπη, για να αποσπά πολιτικά και οικονομικά οφέλη, και παράλληλα πιέζει την Ελλάδα. Απέναντι στην Ελλάδα οι παράνομες μεταναστευτικές ροές είναι ένα εργαλείο υβριδικού πολέμου. Μέσω αυτών, η Τουρκία επιδιώκει βραχυχρονίως να καταπονήσει και να αποπροσανατολίσει την Ελλάδα. Στον μακροχρόνιο ορίζοντα όμως προωθεί μια πολύ πιο στρατηγική επιδίωξη: Να μεταλλάξει πληθυσμιακά την Ελλάδα ώστε να μεταβάλει τη γεωπολιτική της φυσιογνωμία.

Πολιτική «ανοικτών συνόρων» από την Ευρώπη

Στην άλλη μεριά του διπόλου βρίσκεται η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία, υπό την επιρροή κυρίως της Γερμανίας, έχει υιοθετήσει μια πολιτική «ανοικτών συνόρων». Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα με την κύρωση του Συμφώνου για τη Μετανάστευση του ΟΗΕ στη διάσκεψη του Μαρακές, τον Δεκέμβριο του 2018.

Η πολιτική των «ανοικτών συνόρων» πηγάζει εν μέρει από τεχνοκρατικές προσεγγίσεις, οι οποίες, σε μια καθαρά οικονομίστικη λογική, επιδιώκουν να αντιμετωπίσουν το δημογραφικό πρόβλημα των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών (και σίγουρα της Γερμανίας) μέσω των μεταναστευτικών ροών. Σε αυτήν την προσέγγιση δεν λαμβάνονται όμως υπ’ όψιν ποιοτικά στοιχεία που αφορούν την κοινωνική συνοχή ούτε εξετάζονται οι συνέπειες που θα έχει κάτι τέτοιο.

Η πολιτική των «ανοικτών συνόρων» είναι επιθυμητή από την ευρωγραφειοκρατία και για έναν ακόμη λόγο: Διότι μέσω αυτής επιτυγχάνεται η αποεθνικοποίηση των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Αυτό αναμένεται να κάμψει τις α­ντιδράσεις στην τελική πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης. Θα πρόκειται βεβαίως για μια ενοποίηση πολύ διαφορετική από αυτή που οραματίστηκαν αρχικά οι ευρωπαϊκοί λαοί, διότι θα αφορά μόνο μια κατ’ όνομα «Ευρώπη». Θα είναι όμως μια Ευρώπη που ο κατακερματισμός της σε ατομικότητες θα καθιστά πολύ πιο εύκολο τον έλεγχό της από τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς.

Για τους λόγους που αναφέραμε, η γραφειοκρατία των Βρυξελλών και κυρίως η Γερμανία διευκολύνουν τις μεταναστευτικές ροές, έστω και αν αυτές είναι παράνομες. Δεν εννοούν όμως να τις αφήσουν ανεξέλεγκτες. Για τον λόγο αυτό έχουν τεθεί ορισμένες ασφαλιστικές δικλίδες. Οι δικλίδες αυτές επιδιώκουν να στεγανοποιήσουν τον ευρωπαϊκό πυρήνα, καθιστώντας απολύτως ελέγξιμες τις ροές που θα καταφθάνουν σε αυτόν. Βασικό εργαλείο για αυτόν τον σκοπό είναι η Συνθήκη του Δουβλίνου, που επαναφέρει για τους «πρόσφυγες» τα εσωτερικά σύνορα, τα οποία υποτίθεται ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση επιδιώκει να καταργήσει (μέσω της Συνθήκης Σένγκεν).

Ένα άλλο εργαλείο για τον έλεγχο των μεταναστευτικών ροών προς τον ευρωπαϊκό πυρήνα είναι η de facto μετατροπή της Ελλάδας σε ένα απέραντο hotspot, στεγανοποιημένο στα βόρειά του σύνορα. Για αυτόν τον λόγο άλλωστε η FRONTEX (υπερβαίνοντας το καταστατικό της) τοποθέτησε δυνάμεις στα Σκόπια και την Αλβανία, προκειμένου να αποτρέψει διαρροές μεταναστών προς την Κεντρική Ευρώπη.

Ζητείται εθνική μεταναστευτική στρατηγική

Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση το ελληνικό σύστημα εξουσίας αδυνατεί να χαράξει μια μακροπρόθεσμη ελληνική στρατηγική. Ο λόγος είναι ότι η πρόθεσή του να αντιταχθεί στις επιδιώξεις της Τουρκίας ακυρώνεται εν μέρει από την ανάγκη να συμμορφωθεί στις ευρωπαϊκές πολιτικές. Μια ανάγκη που δεν είναι μόνο αποτέλεσμα των εξαρτήσεων της χώρας και της προσπάθειάς της να συμμορφώνεται με ένα διεθνές πλαίσιο νομιμότητας. Προκύπτει και από τα πολυπολιτισμικά ιδεολογήματα που έχουν εμφιλοχωρήσει τόσο στις ηγετικές ελίτ όσο και ευρύτερα στην ελληνική κοινωνία. Προκύπτει ακόμη και από έναν συνδυασμό προσωπικών επιδιώξεων και οικονομικών συμφερόντων που προωθούν τη φιλομεταναστευτική ατζέντα. Έτσι, η κυβέρνηση αντιδρά πρακτικά μόνον όταν οι εξελίξεις υπερβαίνουν τις βραχυπρόθεσμες ανοχές της ή τις ανοχές της κοινωνίας. Αυτό συνέβη τον Μάρτιο στον Έβρο και αυτό συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό και σήμερα λόγω της έντασης με την Τουρκία. Ωστόσο δεν φαίνεται να υπάρχει ριζική αλλαγή πολιτικής.

Γεγονότα όμως όπως αυτά που συνέβησαν αυτήν την εβδομάδα στη Μόρια δεν αφήνουν περιθώρια για εφησυχασμούς. Η Ελλάδα οφείλει να αντιμετωπίσει κατάματα το Μεταναστευτικό και να διαμορφώσει μια εθνική μεταναστευτική πολιτική. Μια πολιτική που θα δέχεται μόνο τη νόμιμη δεδηλωμένη μετανάστευση, χωρίς να αποδέχεται την κατάχρηση της έννοιας του ασύλου. Διότι ο πληθυσμός της χώρας δεν μπορεί να συγκροτηθεί μέσα από τη χαοτική εισβολή αφροασιατικών πληθυσμών που αναζητούν μια καλύτερη ζωή στην Ευρώπη, παρακινημένοι από τις υποσχέσεις των δουλεμπορικών κυκλωμάτων, καθώς και από τα πλουσιοπάροχα επιδόματα και τις διευκολύνσεις που τους παρέχουν οι διεθνείς οργανισμοί. Λύσεις υπάρχουν και έχουν προταθεί από πολλές μεριές. Ζητούμενο είναι η πολιτική βούληση για την αντιμετώπιση του Μεταναστευτικού, προτού αυτό καταπιεί την Ελλάδα.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ