Το Καστελλόριζο (Μεγίστη) – 13 Σεπτεμβρίου

Το Καστελλόριζο (Μεγίστη) – 13 Σεπτεμβρίου

Το Καστελλόριζο ή, επισήμως, η Μεγίστη είναι ένα νησί των Δωδεκανήσων στο Λύκιο Πέλαγος. Απέχει μόλις 1,25 ν.μ. από τις νοτιοδυτικές Μικρασιατικές ακτές, όπου ήταν πολύ έντονη η παρουσία του ελληνικού στοιχείου μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1922, και 72 ν.μ. από τη Ρόδο. Από τον Πειραιά απέχει 328 ν.μ. και 150 ν.μ. από την Κύπρο. Έχει έκταση 9,1 χλμ2 και μήκος ακτών 19,5 χλμ.

Σύμφωνα με την επίσημη απογραφή του 2011, έχει πληθυσμό 492 κατοίκων, που διαβιούν στον ομώνυμο οικισμό, ο οποίος είναι και ο μοναδικός στο νησί. Είναι η μεγαλύτερη (εξ ου και Μεγίστη) νήσος ενός μικρού συμπλέγματος, που ονομάζεται σύμπλεγμα Καστελλόριζου ή σύμπλεγμα Μεγίστης και περιλαμβάνει τις νησίδες και βραχονησίδες: Άγιος Γεώργιος, Αγριέλαια, Κουτσουμπάς, Μεγάλο Μαύρο Ποϊνί, Μικρό Μαύρο Ποϊνί, Πολύφαδος ένα, Πολύφαδος δύο, Ρω, Σαβούρα, Στρογγυλή, Τραγονέρα, Ψωμί και Ψωραδιά, που ανήκουν στην Ελλάδα, καθώς και κάποιες άλλες νησίδες, που ανήκουν στην Τουρκία. Οι προαναφερθείσες 14 νησίδες/βραχονησίδες αποτελούν τον Δήμο Μεγίστης, με την Στρογγυλή να αποτελεί το ανατολικότερο άκρο της ελληνικής επικράτειας.

Το νησί συνοδεύεται από μια μεγάλη ναυτική παράδοση, με έντονα τα σημάδια της ναυτικής και εμπορικής ανάπτυξης που κάποτε γνώρισε. Απέκτησε παγκόσμια προβολή το 1991, όταν γυρίστηκε εκεί η βραβευμένη με Oscar ταινία Mediterraneo.

13 Σεπτεμβρίου του 1943

Στο διάστημα αυτό, ο ναυτικός εμπορικός στόλος του Καστελλόριζου βρισκόταν στη μεγάλη του άνθηση και το μικρό νησί από τις αρχές του 20ου αιώνα στη μεγαλύτερή του ακμή. Το Καστελλόριζο αριθμούσε τότε περί τους 12-14 χιλιάδες κατοίκους. Το 1904-1905, με την επικείμενη στρατολόγηση νέων από την Τουρκία, άρχισε η μετανάστευση από το νησί.

Την 1/14 Μαρτίου του 1913, οι κάτοικοι του Καστελόριζου επαναστάτησαν και εκδίωξαν τη μικρή τουρκική φρουρά του νησιού κηρύσσοντας την Ένωση με την Ελλάδα, η οποία ωστόσο δεν έγινε αποδεκτή. Έκτοτε, το Καστελλόριζο αυτοδιοικήθηκε για δύο χρόνια με την έμμεση υποστήριξη του ελληνικού κράτους, ενώ σε συνέλευση των Μεγάλων Δυνάμεων στο Λονδίνο στις αρχές του 1914 αποφασίστηκε η επιστροφή του Καστελλόριζου στην Τουρκία (από κοινού με την Ίμβρο και την Τένεδο). Αργότερα, με την έναρξη του Α΄ Παγκόσμιου Πόλεμου, η Γαλλία, επιδιώκοντας να καταστήσει το νησί ναυτική βάση, το κατέλαβε στις 28 Δεκεμβρίου του 1915.

Τότε ο οικισμός άρχισε να πλήττεται με οβίδες μεγάλου διαμετρήματος, που εκτινάσσονταν από γερμανική πυροβολαρχία εγκατεστημένη στις απέναντι τουρκικές ακτές. Οι Γάλλοι, υποβοηθούμενοι από τον πληθυσμό, αντιμετώπισαν αποτελεσματικά την εχθρική δραστηριότητα με τέσσερα τηλεβόλα των 120mm. Για την πάνδημη αυτή συμβολή του, η Γαλλική Δημοκρατία απένειμε στο Καστελλόριζο κατά τον Οκτώβριο του 1920 το παράσημο του πολεμικού σταυρού.

Την 1η Μαρτίου 1921 ωστόσο, η Γαλλία παραχώρησε το νησί στην Ιταλία έναντι αδράς αμοιβής. Η ναυτιλία, το εμπόριο και τα γράμματα πέφτουν σε μαρασμό, ενώ οι κάτοικοί του νησιού, μην αντέχοντας τον ιταλικό ζυγό και τις συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής, αρχίζουν να εκπατρίζονται προς την Αυστραλία, Αίγυπτο, Αθήνα, Ρόδο και αλλού, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός να περιοριστεί σε 2 χιλιάδες. Οι Ιταλοί χρησιμοποιούσαν το νησί ως σταθμό επιβατηγών υδροπλάνων. Το 1926, ισχυρός σεισμός μεγέθους 8 Ρίχτερ κατάστρεψε πάρα πολλά σπίτια.

Ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος βρίσκει το Καστελλόριζο με αισθητά μειωμένο πληθυσμό, ο οποίος υποδέχθηκε ενθουσιωδώς Άγγλους κομάντος που αποβιβάσθηκαν στο νησί την αυγή της 24ης Φεβρουαρίου 1941. Παρόλα αυτά, οι σύμμαχοι έφυγαν και γύρισαν πάλι οι Ιταλοί. Στις 13 Σεπτεμβρίου του 1943, το αντιτορπιλικό «Ναύαρχος Κουντουριώτης» καταπλέει στο λιμάνι και το Καστελλόριζο είναι το πρώτο κομμάτι ελληνικής γης που απελευθερώνεται. Το Καστελλόριζο οχυρώνεται και μεταβάλλεται από τους Εγγλέζους σε κέντρο ανεφοδιασμού του συμμαχικού στόλου. Από τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 1943, γερμανικά στούκας αρχίζουν αερομαχίες με τους Συμμάχους, γκρεμίζοντας όσα σπίτια είχανε μείνει όρθια και αναγκάζοντας τους λιγοστούς κατοίκους να εγκαταλείψουν το νησί και να βρεθούν πρόσφυγες άλλοι στις τουρκικές ακτές και άλλοι στο προσφυγικό στρατόπεδο Νουζεϊράτ στη Γάζα της Παλαιστίνης. Μόνο η «Κυρά της Ρω», Δέσποινα Αχλαδιώτη, παρέμεινε στην ομώνυμη βραχονησίδα της για να υψώνει κάθε πρωί την ελληνική σημαία, όπως επί σαράντα χρόνια συνήθιζε να κάνει.

Μετά την απελευθέρωση στο ακατοίκητο νησί έφτασαν εκατοντάδες στρατιώτες της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, που μόλις διαπίστωσαν ότι τα σπίτια ήταν αφύλακτα προχώρησαν σε λεηλασίες. Όταν οι παλαιοί κάτοικοι ζήτησαν να επιστρέψουν η πιο εύπορη περιοχή του νησιού πυρπολήθηκε από τους Συμμάχους προκειμένου να καλυφθούν οι λεηλασίες. Στην πυρκαγιά καταστράφηκαν 1.400 σπίτια.

To λιμάνι

Το 1945, οι Καστελλοριζιοί επιστρέφουν στην πατρίδα τους σε τρεις αποστολές. Η τελευταία είχε σοβαρές απώλειες, αφού ξέσπασε πυρκαγιά στο πλοίο «Εμπάιρ Πατρόλ», το πλοίο στο οποίο επέβαιναν, με αποτέλεσμα να πνιγούν 33 άνθρωποι και να καούν αρκετοί. Τα ονόματα των απολεσθέντων ατόμων είναι γραμμένα σε ειδικό πίνακα, που βρίσκεται στον καθεδρικό ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.

Το νησί πολλές φορές βομβαρδίστηκε, κάηκε, λεηλατήθηκε και γενικά καταστράφηκε εντελώς. Παρέμεινε υπό συμμαχική στρατιωτική κατοχή, όπως και τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα, μέχρι τις 7 Μαρτίου του 1948, οπότε ενώθηκε επισήμως με την Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια των δύο παγκοσμίων πολέμων το νησί βομβαρδίζεται και υφίσταται μεγάλες καταστροφές, με αποτέλεσμα το μεγάλο μέρος των κατοίκων του να μεταναστεύσει σε άλλους τόπους, ιδίως στην Αυστραλία.

Η Ιστορία του νησιού

Αν και μικρό νησί, το Καστελλόριζο ή Μεγίστη έχει μεγάλη ιστορία, αφού είχε κατοικηθεί ήδη από τη νεολιθική εποχή, ενώ στη συνέχεια αποικίστηκε από τους Δωριείς, όπως και όλα τα Δωδεκάνησα. Αυτοί έδωσαν στο νησί και το όνομα Μεγίστη, όπως ακόμα ονομάζεται επίσημα ο Δήμος. Ένας θρύλος αποδίδει τη βάπτιση στον πρώτο οικιστή που λεγόταν Μεγιστέας, όμως μάλλον οφείλεται στο ότι ξεχωρίζει σε μέγεθος από τις γύρω νησίδες. Ο Στέφανος ο Βυζάντιος την αναφέρει “Πολυΐστωρ”, ενώ ο Στράβων παραθέτει παρά την ονομασία Μεγίστη το όνομα Κισθήνη, που πιθανόν να ήταν όνομα αρχαίας πόλης επί της νήσου. Οι Άραβες την ονόμαζαν «Μαγιάς» και οι οθωμανοί Μεΐς.

Την ονομασία Καστελλόριζο έλαβε περί το τέλος του 14ου αιώνα, από τους Ιωαννίτες Ιππότες, επί του 8ου Μαγίστρου του Τάγματος, όταν έκτισαν επί του κοκκινωπού βράχου παρά την είσοδο του λιμένα, κάστρο υπό το οποίο αναπτύχθηκε η πόλη (στου Καστελίου τη ρίζα) .

Το νησί φέρεται να είχε ανεπτυγμένο πολιτισμό, από την προϊστορική περίοδο αν κρίνει κανείς από τα αρχαία ευρήματα, προϊστορικούς πελέκεις, που οι ντόπιοι αποκαλούν «αστροπελέκια», επιγραφές, μυκηναϊκούς τάφους, τα πολυγωνικά, ισοδομικά και κυκλώπεια τείχη, αλλά και τα ερείπια του ναού του Τριοπίου Απόλλωνα, παρά την «Τριόπια άκρα», σημερινό «Κάβο Κριός», ή Απόλλωνος Μεγιστέως, η λατρεία του οποίου ήταν διαδεδομένη στο νησί, καθώς και στα μικρασιατικά παράλια, όπως στα Πάταρα της Λυκίας.

Το 1913, σε έναν από τους αρχαίους τάφους στο οροπέδιο του Αγίου Γεωργίου αποκαλύφθηκε μαρμάρινη σαρκοφάγος εντός της οποίας φέρονταν μεταξύ άλλων και χρυσός στέφανος μυκηναϊκής εποχής, τον οποίο δώρησε η κοινότητα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας.

Ροδιακή ακμή, ελληνιστικοί και ρωμαϊκοί χρόνοι

Πρώτοι κάτοικοι της Μεγίστης που έλαβε και μέρος στην εκστρατεία της Τροίας μαζί με τ’ άλλα Δωδεκάνησα ήταν οι Δωριείς που είχαν κατοικίσει στη Ρόδο με την οποία συνδέονταν πολιτικά και διοικητικά, και αργότερα υποχρεώθηκε εκ του κινδύνου κατάληψής της να «συμμαχήσει» με τους Αθηναίους, προκειμένου να τους βοηθήσει στους αγώνες εναντίον των Περσών. Στα χρόνια της ροδιακής ακμής, από τα μέσα του 4ου αι. π.Χ., οι Μεγιστείς τέθηκαν υπό τον έλεγχο των Ροδίων. Το νησί διακυβερνήθηκε από ενάρετους και δραστήριους Ρόδιους διοικητές, τους λεγόμενους «Επιστάτες», (αντίστοιχοι με τους αρχαίους Σπαρτιάτες «Αρμοστές».
Λαμβάνοντας όμως υπόψη ότι από το 333 π.Χ. μέχρι το 304 π.Χ. η Μεγίστη έκοβε δικά της νομίσματα, τούτο σημαίνει ότι την περίοδο αυτή ήταν τουλάχιστον αυτόνομη. Πάντως επί Δημητρίου του Πολιορκητού η Μεγίστη επανήλθε στη πλήρη εξάρτηση της Ρόδου ακολουθώντας τη τύχη αυτής.

Τη Ροδιακή εξουσία καταλύει στη συνεχεία ο τύραννος Ιδριεύς της Αλικαρνασσού και τη δική του οι στόλαρχοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου, μετά το θάνατο του οποίου όλα τα νησιά του Αιγαίου περιέρχονται στη δικαιοδοσία του Πτολεμαίου Α’ και κατόπιν καταλαμβάνονται από τους Ρωμαίους.

Ο Λογγίνος Κάσσιος κατέστησε τη Μεγίστη ορμητήριο Ρωμαϊκού στόλου εναντίον των Καρών και Κιλίκων πειρατών, χωρίς να υποψιάζεται πως το διθάλαμο ενάλιο «γαλάζιο σπήλαιο» ήταν χώρος απόκρυψης της πειρατικής λείας. Η Μεγίστη απέκτησε μερική αυτονομία, που καταργήθηκε το 38 π.Χ. από τον Αυτοκράτορα Βεσπασιανό και μετά τη διαίρεση του Ρωμαϊκού κράτους, περιήλθε στο Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

Βυζαντινοί χρόνοι και ξένοι κατακτητές

Κατά τους βυζαντινούς χρόνους, το νησί περιλαμβάνεται στο «Θέμα των Κυβυραιωτών», όπως και η Ρόδος. Το 1306 καταλαμβάνεται από τους Ιωαννίτες Ιππότες της Ρόδου, από τον Μέγα Μάγιστρο Φουλκ ντε Βιλλαρέ. Την περίοδο αυτή, οι ιππότες εξόριζαν στο Καστελλόριζο τους ανεπιθύμητους και γενικότερα όλους εκείνους που ήθελαν να τιμωρήσουν. Ανοικοδόμησαν γι’ αυτό το ψηλό κάστρο του νησιού με τα υπερύψηλα διπλά του τείχη και τις πολεμίστρες, κάνοντάς το ένα από τα δυνατότερα οχυρά του Αιγαίου πελάγους. Από την εποχή αυτή η Μεγίστη αλλάζει το όνομά της με την ξενική λέξη Καστελλόριζο, προερχόμενη, όπως προαναφέρθηκε, από παραφθορά του Καστέλ-Ρόσο, επειδή οι ψηλοί βράχοι που ορθώνεται το κάστρο είναι κατακόκκινοι.

Το 1440 καταλαμβάνεται από τον Αιγυπτιακό Στόλο του Τζελάλ ελ Ντιν, που ερείπωσε την πόλη και μετέφερε τους κατοίκους αιχμάλωτους στην Ανατολή. Το 1461 περιέρχεται στην κατοχή των Καταλανών και το 1470 περνά στο βασιλιά της Νεάπολης. Το 1480, το νησί ερημώνεται και πάλι από τους Τούρκους, ενώ το 1498 το ανακαταλαμβάνει ο βασιλιάς της Νεάπολης. Το 1512, το καταλαμβάνουν οι Ισπανοί και το 1523 ο σουλτάνος Σουλεϊμάν Α΄ ο Μεγαλοπρεπής. Από το 1570 μέχρι το 1659 κυριαρχούν οι Ενετοί και μετά από αυτούς οι Οθωμανοί Τούρκοι υπό το σουλτάνο Σουλεϊμάν Β΄.

Τουρκοκρατία, Ελληνική Επανάσταση και νεότερη ιστορία

Η Μεγίστη υποτάσσεται δίχως αντίσταση στον Τουρκικό ζυγό, πληρώνοντας μόνο έναν ετήσιο φόρο (μακτού) και κατορθώνει να διατηρήσει τα προνόμια της θρησκείας, της γλώσσας και τις εθνικές της παραδόσεις, ενώ ο εμπορικός στόλος της παίρνει περίβλεπτη θέση ανάμεσα στην εμπορική Δωδεκανησιακή ναυτιλία. Κατά την περίοδο αυτή παρουσιάστηκε η ακμή της ναυτιλίας και της οικονομίας γενικότερα. Οι κάτοικοι του νησιού δημιούργησαν αποικίες στα παράλια της Μικράς Ασίας: Καλαμάκι, Αντίφυλλο, Τρίστομη, Κάκαβα, Μύρα, Λιβίσι, Φοίνικα. Οι κάτοικοι του νησιού με ένα στόλο από 500 ιστιοφόρα επιδόθηκαν στο εμπόριο της ξυλείας, του κάρβουνου, των χαλιών και άλλων ειδών, τα οποία αγόραζαν από την Ανατολή και τα πουλούσαν στην Αίγυπτο, στην Παλαιστίνη, στην Κύπρο, στα νησιά του Αιγαίου, ακόμα και στην Ιταλία.

Νέα επιδρομή όμως πάλι ανακόπτει την πρόοδο, καθώς το 1659 κυριεύουν το νησί οι Βενετοί, το ξαναπαίρνουν όμως πάλι πίσω οι Τούρκοι. Τον Ιούλιο του 1788, ο Λάμπρος Κατσώνης με τους άνδρες του πολιόρκησε το νησί. Ύστερα από διήμερη προσπάθεια, οι πολιορκημένοι ύψωσαν λευκή σημαία και παραδόθηκαν, υπό τον όρο να μεταβούν με ασφάλεια στην απέναντι ακτή, για να επιστρέψουν πάλι μόλις αποχώρησε ο Κατσώνης.

Όταν κηρύχτηκε η επανάσταση του 1821, οι κάτοικοι του Καστελλόριζου συμμετείχαν στον αγώνα προσφέροντας τα πλοία τους ενάντια στον τουρκικό στόλο, κατορθώνοντας σημαντικές επιτυχίες και αποκτώντας λάφυρα. Τα γυναικόπαιδα του νησιού είχαν φυγαδευτεί στην Κάρπαθο, την Κάσο και την Αμοργό.

Μετά από την επιτυχή απελευθέρωση της Ελλάδας, το πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830 όριζε στα Δωδεκάνησα να ξαναγυρίσουν υπό την Τουρκική κυριαρχία, ωστόσο το Καστελλόριζο δεν έχασε τη ναυτιλιακή του ζωτικότητα. Το 1841, ο Άγγλος περιηγητής Φέλοους, έγραφε χαρακτηριστικά:

«Βάρκες και πλοία γεμίζουν το λιμάνι. Φτιάχνουν καράβια, χτίζουν σπίτια, οι άνθρωποι εδώ είναι πολύ δραστήριοι και σφύζουν από εμπορικό πνεύμα»

Οι ναυτικοί του νησιού δεν δίστασαν να ριχτούν σε ριψοκίνδυνες μα κερδοφόρες επιχειρήσεις: κατάφεραν να σπάσουν τον αποκλεισμό της Γαλλίας από τον Αγγλικό στόλο, εφοδιάζοντας τους Γάλλους με τροφές και πολεμικό υλικό. Οι Γάλλοι τους ονόμαζαν «Σαν-ντραπό» (γαλλικά: sans-drapeau), δηλαδή χωρίς σημαία.

Οι κάτοικοι του νησιού επέδειξαν ιδιαίτερη μέριμνα και για την πνευματική εκπαίδευση: ιδρύθηκαν σχολεία, όπως η Σαντράπεια Σχολή το 1903 (δαπάνη των ευεργετών Λουκά και Αναστασίας Σαντραπέ), που μαζί με το Παρθεναγωγείο συγκέντρωνε 1000 μαθητές. Χτίστηκαν επίσης εκκλησίες και τέμπλα, όπως ο Μητροπολιτικός Ναός Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, του Αγ. Γεωργίου του Λουκά, Αγ. Γεωργίου Πηγαδιώτου και άλλες μικρότερες, ως πολλά μοναστήρια και εξωκλήσια.

Πηγή πληροφοριών και φωτο wikipedia.org


Σχολιάστε εδώ