Έφη Αχτσιόγλου στο «Π»: Εργασιακός Μεσαίωνας υπό άκρα αλαζονεία

Έφη Αχτσιόγλου στο «Π»: Εργασιακός Μεσαίωνας υπό άκρα αλαζονεία


Της
ΕΦΗΣ ΑΧΤΣΙΟΓΛΟΥ
Βουλευτή Επικρατείας ΣΥΡΙΖΑ
– πρώην Υπουργού Εργασίας


Τα δεδομένα είναι πια μπροστά μας. Την προηγούμενη εβδομάδα ανακοινώθηκε ότι η ύφεση στη χώρα μας έφτασε στο 15,2% το δεύτερο τρίμηνο του έτους – πρόκειται για τη χειρότερη επίδοση ιστορικά στον τομέα της οικονομίας.

Η ανεργία έχει αυξηθεί κατά τέσσερις μονάδες από τον Μάρτιο στον Ιούνιο, περίπου 200.000 περισσότεροι είναι ήδη οι άνεργοι στη χώρα. Ξέρουμε πολύ καλά ότι αυτό το νούμερο δεν ανταποκρίνεται απολύτως στην πραγματικότητα γιατί οι άνθρωποι που βρίσκονται σε αναστολή εργασίας δεν καταγράφονται ως άνεργοι, παρότι με μαθηματική ακρίβεια θα καταστούν άνεργοι.

Οι επενδύσεις καταρρέουν, η κατανάλωση καταρρέει, όλοι οι θεμελιώδεις δείκτες της οικονομίας βρίσκονται σε καθίζηση. Το πιο σοβαρό είναι ότι η ελληνική οικονομία είχε εισέλθει σε υφεσιακή τροχιά ήδη από τα τέλη του 2019, πολύ πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας.

Αυτή είναι πια η πραγματικότητα στην ελληνική κοινωνία, είναι μία απτή, υλική πραγματικότητα. Δεν είναι προβλέψεις.

Απέναντι σε αυτήν την υλική πραγματικότητα ποια είναι η στάση της κυβέρνησης; Η κυβέρνηση είτε επιχειρεί να διασκεδάσει τις εντυπώσεις λέγοντας ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι, είτε λέει ότι οι πολιτικές που εφαρμόζει δεν συνδέονται με αυτήν την κατάσταση. Το ακούσαμε πρόσφατα στη Βουλή από τον κ. Μητσοτάκη.

Το να αρνείται κανείς τη σύνδεση των εφαρμοζόμενων πολιτικών με την κατάσταση στην οικονομία και στην αγορά εργασίας είναι σαν να αρνείται την ίδια την έννοια της πολιτικής. Δεν έχει κανένα νόημα να ασχολούμαστε με την πολιτική αν πιστεύουμε ότι οι πολιτικές που εφαρμόζονται δεν έχουν καμία αποτύπωση και καμία συνέπεια στην αγορά εργασίας ή στην οικονομία. Τούτο συνιστά την άρνηση της πολιτικής. Διότι πολιτική είναι ο μετασχηματισμός της συγκυρίας. Προφανώς υπάρχει αιτιακή σχέση ανάμεσα στην πολιτική που εφαρμόζει η κυβέρνηση και στη ζοφερή κατάσταση στην οικονομία και την αγορά εργασίας, που είχε ήδη αρχίσει να εκδηλώνεται πολύ πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας του κορονοϊού.

Την περίοδο της πανδημίας η πολιτική της κυβέρνησης διαπνέεται από δύο βασικά χαρακτηριστικά. Το πρώτο είναι η επιμονή της, η εμμονή της σχεδόν, σε συνταγές που αποδεδειγμένα όχι απλώς δεν αναστέλλουν τον οικονομικό και κοινωνικό κατήφορο, αλλά, αντίθετα, διογκώνουν το κοινωνικό πρόβλημα.

Το δεύτερο είναι μια αλαζονική άρνηση της πραγματικότητας. Μια υποτίμηση του τι πραγματικά συμβαίνει στην καθημερινότητα των πολιτών της χώρας και δι’ αυτού μια απαξίωση τελικά των ίδιων των κοινωνικών αναγκών.

Και τα δύο αυτά χαρακτηριστικά, η εμμονή σε αποτυχημένες συνταγές που ενισχύουν τον κοινωνικό κατήφορο και η αλαζονική άρνηση και απαξίωση των κοινωνικών αναγκών, εκδηλώνονται με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο και στο νομοσχέδιο που συζητείται αύριο στην Ολομέλεια της Βουλής και ιδιαίτερα στις εργασιακές διατάξεις του.

Ο κατάλογος είναι μακρύς. Η εμμονή στις αναστολές συμβάσεων εργασίας, η εμμονή δηλαδή στην επιδότηση της ανεργίας, αντί για την επιδότηση της εργασίας και την αναπλήρωση του μισθού. Την ώρα μάλιστα που έχει αποδειχθεί απολύτως ψευδές αυτό που ισχυριζόταν για καιρό ο υπουργός Εργασίας, ότι τάχα αυτά τα μέτρα λαμβάνονται για να προστατέψουν τις θέσεις εργασίας. Οι απολύσεις γίνονται κανονικά και μάλιστα πολλαπλασιάζονται με την απόλυτη έγκρισή του.

Η κυβέρνηση εμμένει, παράλληλα, και στο αποτυχημένο πρόγραμμα «Συν-Εργασία», δηλαδή τη μισή δουλειά για μισό μισθό, την ώρα που και οι ίδιες οι επιχειρήσεις αρνούνται συστηματικά να κάνουν χρήση αυτού.

Δεν είναι όμως μόνο η εμμονή στα δύο αυτά καταστροφικά μέτρα, αλλά επιπλέον οι πολύ σοβαρές αρνητικές ενέργειες εις βάρος των εργαζομένων που υλοποιούνται αυτές τις μέρες από την κυβέρνηση και υπονομεύουν κάθε δυνατότητα κοινωνικής ανάκαμψης: Η μείωση του δώρου Χριστουγέννων, η επέκταση της υπερωριακής εργασίας μονομερώς από τον εργοδότη, χωρίς την άδεια και τον έλεγχο του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας, πράγμα που σημαίνει πολύ περισσότερες και φθηνότερες υπερωρίες, η εκ νέου αναβολή της αύξησης του κατώτατου μισθού. Πρόκειται για εμμονή σε μια σχεδόν εκδικητική αντεργατική πολιτική.

Σήμερα όμως, εκτός από την εμμονή σε όσα βλέπαμε το προηγούμενο διάστημα, επιχειρείται και μια επικίνδυνη στροφή. Μια αλλαγή παραδείγματος. Η κυβέρνηση νομοθετεί την απλήρωτη εργασία. Υπό το πρόσχημα της πανδημίας και της υποχρεωτικής καραντίνας, η κυβέρνηση νομοθετεί την υποχρέωση του εργαζόμενου να παρέχει εργασία χωρίς αμοιβή. Πλέον, εδώ δεν μιλάμε για μια ακόμη αντεργατική ρύθμιση, για την κατάργηση ενός επιμέρους κεκτημένου, μιλάμε για την πλήρη κατεδάφιση της έννοιας της μισθωτής εργασίας. Την πλήρη κατεδάφιση της μισθωτής εργασιακής σχέσης. Και αυτή η εικόνα πολύ φοβάμαι ότι δεν είναι εικόνα από το παρελθόν, αλλά εικόνα από το μέλλον για την κυβέρνηση της ΝΔ.

Το βήμα που επιχειρεί αύριο η κυβέρνηση της ΝΔ επιβεβαιώνει ότι έχουμε μπροστά μας μια επικίνδυνη κυβέρνηση. Οι αλλαγές πια δεν μπορούν να είναι σημειακές, χρειάζεται συνολική ανατροπή αυτής της πολιτικής.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ