Άστοχες προβλέψεις, παλινωδίες και κυρίως αδιέξοδη πολιτική – Του Ν. Στραβελάκη

Άστοχες προβλέψεις, παλινωδίες και κυρίως αδιέξοδη πολιτική – Του Ν. Στραβελάκη


Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών


Το οικονομικό επιτελείο πριν από τη Διεθνή Έκθεση

Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές (Παρασκευή 11/9) επίκειται ένα ακόμη Eurogroup. Σε αυτό η κυβέρνηση θα επιδιώξει να συμφωνήσει ένα πακέτο εξαγγελιών για να διασώσει την εμφάνιση του πρωθυπουργού στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Η διαπραγματευτική της γραμμή στο πλαίσιο του ισχύοντος Μνημονίου ή ενισχυμένης εποπτείας, όπως έχει επικρατήσει να λέγεται, θα είναι η προβολή των τεράστιων ζημιών από την πανδημία και τη συνακόλουθη οικονομική ύφεση.

Πρόκειται για μια στροφή 180 μοιρών και μια παταγώδη αποτυχία του οικονομικού επιτελείου. Συγκεκριμένα, μετά την ανακοίνωση ύφεσης 15,2% για το δεύτερο τρίμηνο του 2020, αλλά κυρίως τα απογοητευτικά έσοδα του τουρισμού, είναι πλέον πέραν αμφιβολίας ότι η ύφεση για το 2020 θα είναι τουλάχιστον διψήφια (η δική μου εκτίμηση είναι ότι θα φτάσει το 13%). Η ύφεση συνοδεύεται από σημαντικά εμπορικά ελλείμματα, πρωτογενές έλλειμμα του προϋπολογισμού 6% – 7% και συνολικό δημοσιονομικό έλλειμμα (συμπεριλαμβανομένων των τόκων εξυπηρέτησης του χρέους) 10%. Για αυτούς τους λόγους το δημόσιο χρέος αναμένεται να ανέβει σημαντικά και να ξεπεράσει το 200% του ΑΕΠ, φτάνοντας γύρω στο 210%. Για την Ιστορία, το βασικό σενάριο του υπουργείου Οικονομικών, στο οποίο βασίσθηκε το ενδιάμεσο πρόγραμμα που κατέθεσε η κυβέρνηση στην Κομισιόν στις 14 Μαΐου του 2020, μιλούσε για ύφεση 4,8%, θεωρούσε ότι η χώρα δεν θα χρειαζόταν επιπλέον χρήματα και μιλούσε για ανάκαμψη το 2021 που θα αντιστάθμιζε την ύφεση του 2020. Την κατάθεση εκείνου του προγράμματος είχε ακολουθήσει, μάλιστα την επόμενη μέρα, η εαρινή έκθεση της Κομισιόν, που, όπως και η αντίστοιχη έκθεση του ΔΝΤ, μιλούσε για ύφεση γύρω στο 10% και δημοσιονομικό έλλειμμα 9%. Ο κ. Σταϊκούρας και κατόπιν ο κ. Σκυλακάκης είχαν πει τότε ότι οι διεθνείς οργανισμοί κάνουν συχνά λάθος και οι εκθέσεις αυτές ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία.

Όμως αυτές οι τεράστιες αστοχίες στις προβλέψεις δεν μαρτυρούν απλά τις ανεπάρκειες του οικονομικού επιτελείου, μαρτυρούν κυρίως τις ανεπάρκειες της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής. Η κυβέρνηση και πριν ακόμα από το ξέσπασμα της πανδημίας θεωρούσε ότι η πανάκεια για την επιστροφή σε ένα καθεστώς βιώσιμης ανάπτυξης (μεγέθυνσης) είναι η μείωση των φόρων στα μεσαία και υψηλά εισοδήματα. Θεωρούσε και, από ό,τι φαίνεται, εν μέρει θεωρεί ακόμη ότι η αύξηση της κατανάλωσης που θα επιφέρουν αυτά τα μέτρα θα είναι εφαλτήριο για την αύξηση της παραγωγής. Επιπλέον, το ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς θα προσέλκυε, υποτίθεται, ξένες επενδύσεις, που διαφορετικά θα πήγαιναν αλλού. Ήταν από την αρχή ένα χρεοκοπημένο μοντέλο και αυτό φάνηκε από την όξυνση της κρίσης, τόσο παγκόσμια όσο και εγχώρια, από τα τέλη του 2019 και το πρώτο τρίμηνο του 2020. Όμως, παρά την πανδημία, η κυβέρνηση συνέχισε την ίδια πολιτική. Δόθηκαν κάποια επιδόματα για να στηριχθεί η κατανάλωση, δεν έπεσε εύρω σε δημόσιες επενδύσεις ή κοινωνικές δαπάνες και παράλληλα δόθηκαν φοροαπαλλαγές ή αναστολή καταβολής φορολογικών υποχρεώσεων.

Φυσικά, όλα αυτά είχαν περιορισμένα αποτελέσματα στην ανάσχεση της ύφεσης και έφεραν την κατάρρευση των φορολογικών εσόδων. Στη συνέχεια η κυβέρνηση το γύρισε, όπως φάνηκε και από την Έκθεση Πισσαρίδη, στα γνωστά περί ελλείμματος ανταγωνιστικότητας, στην ανάγκη συγκέντρωσης (μεγαλώματος) των επιχειρήσεων και στη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών με παράλληλη μετατροπή του ασφαλιστικού συστήματος σε κεφαλαιοποιητικό. Αυτήν την πολιτική εξυπηρετούν το νομοσχέδιο Βρούτση για τις απλήρωτες υπερωρίες και τον περιορισμό του δώρου Χριστουγέννων (για τους ευρισκόμενους σε αναστολή σύμβασης) και το νομοσχέδιο για την υποτιθέμενη δεύτερη ευκαιρία, που επιταχύνει τους πλειστηριασμούς ιδιαίτερα στην πρώτη κατοικία. Παράλληλα δικαιολογεί τον περιορισμό των όποιων χρημάτων εισρεύσουν από το πακέτο Μέρκελ – Μακρόν σε έναν στενό κύκλο «κολλητών», που υποτίθεται ότι αποτελούν τις επιχειρήσεις του μέλλοντος.

Αλλά και η νέα εκδοχή της κυβερνητικής πολιτικής δεν πρόκειται να φέρει την οικονομία σε συνθήκες κανονικής συσσώρευσης, τουλάχιστον βραχυχρόνια. Αυτό που θα επιτύχει είναι να απαξιώσει κεφάλαιο και περιουσιακά στοιχεία, ανοίγοντας το πεδίο του καπιταλιστικού κέρδους για το μέλλον, με τίμημα όμως συνθήκες κοινωνικής έκρηξης στο παρόν. Μάλιστα η έκρηξη δεν θα περιοριστεί μόνο στην εργατική τάξη, αλλά θα συμπεριλάβει και σημαντικά τμήματα των μεσαίων στρωμάτων, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της εκλογικής βάσης της Νέας Δημοκρατίας.
Αυτό το τμήμα του πληθυσμού θέλει να καλύψει επικοινωνιακά ο κ. Μητσοτάκης στη Διεθνή Έκθεση ακολουθώντας την περπατημένη.

Αν είναι ακριβές το ρεπορτάζ της ιστοσελίδας Banking News, θα εξαγγείλει ένα βραχυπρόθεσμο πακέτο φοροαπαλλαγών και μείωσης (ασφαλιστικών) εισφορών που υποτίθεται θα ανακουφίσει τη μεσαία τάξη. Βέβαια από την πλευρά της ΕΕ η ανταπόκριση δεν είναι και τόσο ευνοϊκή, όπως δείχνουν οι δηλώσεις Ρέγκλινγκ για επάνοδο των δημοσιονομικών κανόνων το 2021.
Ανεξάρτητα από την τελική κοπτοραπτική του Eurogroup σε αυτά τα περιστασιακά μέτρα της κυβέρνησης είναι προφανές ότι, σε απουσία άμεσων κρατικών επενδύσεων, η χώρα βαδίζει με μαθηματική ακρίβεια σε νέο Μνημόνιο ή προσφυγή στην πιστωτική γραμμή του ESM, αν προτιμάτε.

Μόλις επανέλθουν οι δημοσιονομικοί περιορισμοί σε ένα υψηλότερο δημόσιο χρέος, που θα περιμένει να χρηματοδοτηθεί από ένα μικρότερο ΑΕΠ, θα ξεκινήσει η επίσημη συζήτηση για το νέο πρόγραμμα και τα νέα μέτρα. Βέβαια η ανεπίσημη συζήτηση έχει αρχίσει ήδη, όπως πιστεύω ότι θα αφήσει να διαφανεί και ο κ. Ρέγκλινγκ στην ομιλία του στο ετήσιο συνέδριο του Economist (14 – 15 Σεπτεμβρίου στο «Lagonissi Resort»).

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ