Οι καταστροφικές πολιτικές του «μέσου όρου» και η κ. Κεραμέως

Οι καταστροφικές πολιτικές του «μέσου όρου» και η κ. Κεραμέως


Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών


Η υπουργός Παιδείας κ. Κεραμέως «τα έσπασε», όπως λένε και οι νέοι, με τη δήλωση περί του μέσου όρου των μαθητών σε κάθε τάξη. Στην προσπάθειά της να απολογηθεί για την απουσία προσλήψεων εκπαιδευτικών και γενικότερα σχεδίου αντιμετώπισης της πανδημίας άθροισε τους 30 και 35 μαθητές ανά τμήμα στο συγκρότημα της Γκράβας, παραδείγματος χάριν, με τους 5 μαθητές στο Καστελλόριζο ή τους 10 στους Φούρνους, μετά διαίρεσε διά 3 και αποφάνθηκε ότι ο μέσος όρος μαθητών ανά τμήμα στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι 17.

Μάλλον θεώρησε ότι έδωσε έτσι αποστομωτική απάντηση στο αίτημα των εκπαιδευτικών για δεκαπενταμελή τμήματα. Αρκετοί θεώρησαν το ατόπημα αποτέλεσμα περιορισμένων επιδόσεων της υπουργού στην αριθμητική. Μάλιστα ο πρώην υπουργός παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ, ο κ. Γαβρόγλου, το τερμάτισε με τη σειρά του, αποδίδοντας τις υποτιθέμενες χαμηλές επιδόσεις της υπουργού στο γεγονός ότι είναι γυναίκα.

Άποψή μου είναι ότι η προσέγγιση της κ. Κεραμέως είναι βαθύτατα πολιτική. Αξιοποιεί μια παλαιά μεθοδολογία των ορθόδοξων οικονομικών και των κοινωνικών επιστημών γενικότερα, με βάση την οποία η οικονομία και η κοινωνία μπορεί να περιγραφεί από τη συμπεριφορά μιας αντιπροσωπευτικής οικονομικής μονάδας. Η μονάδα αυτή μπορεί να είναι ένα άτομο ή μία επιχείρηση. Πρόκειται για τον μέσο όρο ενός ιδιαίτερα ομογενούς, αν όχι ταυτόσημου πληθυσμού. Μάλιστα τα άτομα που απαρτίζουν τον πληθυσμό έχουν την εκπληκτική ιδιότητα να μην επηρεάζουν το ένα το άλλο, ούτε να συγκρούονται μεταξύ τους και γι’ αυτό κάθε μονάδα είναι αντιπροσωπευτική.

Είναι μια προσέγγιση που έχει οδηγήσει σε πολλές οικονομικές και κοινωνικές καταστροφές. Πρώτη φορά τη συνάντησα στην πράξη στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ως μεταπτυχιακός φοιτητής στην Αμερική. Τότε ένας φωστήρας των αγορών ονόματι Michael Milken «έψησε» πολλές ασφαλιστικές εταιρείες να αγοράσουν ομολογίες χωρίς πιστοληπτική διαβάθμιση –ή σκουπιδομολογίες, όπως έχει επικρατήσει να λέγονται– με το σκεπτικό ότι ο ιστορικός μέσος όρος χρεοκοπίας μιας επιχείρησης ήταν τότε 3%. Το επιχείρημά του ήταν ότι λόγω των χαμηλών ποσοστών χρεοκοπίας ο κίνδυνος για τα ταμεία ήταν περιορισμένος, ενώ θα απολάμβαναν υψηλές αποδόσεις.

Έπειτα από μια περίοδο έντονου τζόγου οι χρεοκοπίες των επιχειρήσεων-εκδοτών των ομολόγων εκτινάχθηκαν στα ύψη, η αγορά κατέρρευσε, ο Milken διώχθηκε ποινικά και κατέφυγε στη Βραζιλία και, το κυριότερο, οι ασφαλισμένοι έχασαν τα λεφτά τους. Για την Ιστορία, ο Milken πήρε χάρη από τον Τραμπ στις 18 Φεβρουαρίου του 2020 και οι ασφαλισμένοι έμειναν οριστικά με τον «μουτζούρη». Πάνω σε ανάλογες υποθέσεις στήθηκε και η αγορά των τιτλοποιημένων ενυπόθηκων δανείων μειωμένης εξασφάλισης των ΗΠΑ, που κατέρρευσε το 2008, πυροδοτώντας την τρέχουσα μεγάλη κρίση.

Όμως η πολιτική του μέσου όρου δεν έχει να κάνει μόνο με οικονομικούς πανικούς και κρίσεις. Έχει να κάνει και με φυσικές καταστροφές και επιδημίες. Ο περιβόητος δείκτης «R», που μπήκε στο καθημερινό μας λεξιλόγιο με την πανδημία του Covid-19, είναι μια τέτοια περίπτωση. Ο δείκτης μετρά, κατά μέσο όρο, τον αριθμό των ανθρώπων που μπορεί να μολύνει ένα άτομο που είναι θετικό στον ιό. Τιμές του δείκτη μεγαλύτερες της μονάδας παραπέμπουν σε εκθετική διάδοση της νόσου (ένας άνθρωπος θετικός στον ιό πρόκειται να μολύνει πολλαπλάσιο αριθμό ανθρώπων), ενώ τιμές μικρότερες της μονάδας τον περιορισμό ή και εξάλειψη της διάδοσης.

Επειδή είναι πολύ δύσκολο να υπολογίσει κανείς απευθείας έναν τέτοιον δείκτη, ο υπολογισμός γίνεται έμμεσα με βάση τον αριθμό των διαγνωσμένων περιστατικών, εισαγωγών στο νοσοκομείο και θανάτων. Αυτό είναι και το βασικό μειονέκτημα του «R», δεν δίνει την τρέχουσα εικόνα μιας επιδημίας αλλά την εικόνα πριν από 15 ημέρες, αφού τόσο περίπου χρειάζεται για να διαγνωσθεί η Covid-19 στην περίπτωσή μας.

Η ελληνική κυβέρνηση βασίσθηκε αποκλειστικά στις τιμές του δείκτη και για τον λόγο αυτό δεν είχε εικόνα της τρέχουσας εξέλιξης της νόσου. Επιπλέον, προσπάθησε να περιορίσει τη διάδοση, άρα και το «R», αποκλειστικά με μέτρα κάθετης απομόνωσης και όχι με διαγνωστικά τεστ. Το αποτέλεσμα ήταν να οδηγηθούμε κάποια στιγμή σε αναστολή των προστατευτικών μέτρων και δεύτερο κύμα έξαρσης.

Γενικά, οι πολιτικές του μέσου όρου έχουν χρησιμοποιηθεί για τη χαλάρωση κανονιστικών διατάξεων που μπορεί να αφορούν την οικονομία ή τη δημόσια υγεία και ασφάλεια. Η λογική τους είναι ότι τα μεγέθη, παραδείγματος χάριν οι χρεοκοπίες των επιχειρήσεων ή ο ρυθμός διάδοσης μιας νόσου, θα κινηθούν κοντά στις ιστορικές μέσες τιμές. Αυτός είναι και ο λόγος που έχουν αποδειχθεί ακατάλληλες σε πάρα πολλές περιπτώσεις, ιδιαίτερα σε περιόδους οικονομικών και υγειονομικών κρίσεων.

Σε τέτοιες εποχές ο μέσος όρος γίνεται συχνά παραπλανητικός. Το τελευταίο είναι περισσότερο από σίγουρο στην περίπτωση της κ. Κεραμέως, η οποία έχει κάνει τον σχεδιασμό της με βάση 17μελή τμήματα μαθητείας, που όμως δεν υπάρχουν. Έτσι οι εισηγήσεις της δεν είναι μόνο ανεδαφικές αλλά και επικίνδυνες, όπως και οι περισσότερες φιλελεύθερες και νεοφιλελεύθερες πολιτικές, που, όπως είδαμε, βασίζονται στον μέσο όρο…

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ