«Ηρακλή ΙΙ» ζητάνε τώρα οι τράπεζες
-Πού θα σταματήσει το κόστος για την κοινωνία;
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Την ώρα που βιώνουμε ένα ακόμα διάστημα έντασης στο Αιγαίο, στο εσωτερικό της χώρας μαίνεται αμείωτος ο πόλεμος ανάμεσα στις εμπορικές τράπεζες και την Τράπεζα της Ελλάδος. Πριν δούμε τις τελευταίες εξελίξεις αξίζει να κάνουμε μια σύνοψη του θέματος.
Από τις αρχές του 2019 οι εποπτικές αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχαν απαιτήσει την απελευθέρωση των πλειστηριασμών και συνακόλουθα την απομάκρυνση των «κόκκινων» δανείων από τους ισολογισμούς των τραπεζών. Θεωρούσαν ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν μπορούσαν να δανείσουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις και παράλληλα να συνεχίσουν να σηκώνουν το διαχειριστικό κόστος και το ρίσκο των «κόκκινων» δανείων.
Το ζήτημα που κυριάρχησε από την πρώτη στιγμή στην εξεύρεση λύσης δεν ήταν φυσικά η προστασία της λαϊκής κατοικίας, αλλά τα συμφέροντα των μετόχων των εμπορικών τραπεζών. Δηλαδή, εκείνων των ιδιωτικών συμφερόντων που απέκτησαν το σύνολο του τραπεζικού συστήματος έναντι 5 δισ. τον Νοέμβριο του 2015, την ίδια ώρα που το Ελληνικό Δημόσιο είχε απολέσει πάνω από 70 δισ. για τη διάσωσή του. Οι μέτοχοι των τραπεζών ανησύχησαν από την πρώτη στιγμή ότι οι ζημιές από τη διάθεση των «κόκκινων» δανείων θα οδηγούσαν σε νέα ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και συρρίκνωση της μετοχικής τους θέσης.
Την αγωνία τους συμμερίσθηκε, όπως ήταν φυσικό, η πρόσφατη έκθεση Πισσαρίδη. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η άντληση νέων κεφαλαίων μπορεί να είναι επώδυνη για τους υπάρχοντες παλαιούς μετόχους (φαινόμενο debt overhang), και έτσι οι τράπεζες προσπαθούν να την αποφύγουν» (σελ. 66).
Για τον λόγο αυτό προκρίθηκε από την παρούσα κυβέρνηση το λεγόμενο σχέδιο «Ηρακλής». Το σχέδιο προωθούσε την τιτλοποίηση των «κόκκινων» δανείων κατά το παράδειγμα των δανείων μειωμένης εξασφάλισης των ΗΠΑ και τη διάθεσή τους σε «κοράκια». Όμως οι διαφορές ανάμεσα στη λογιστική αξία των δανείων και τις τιμές διάθεσης των τίτλων θα επέφεραν σημαντικές ζημίες στις τράπεζες. Ζημίες που θα δημιουργούσαν ανάγκη αύξησης κεφαλαίου και συρρίκνωση των ποσοστών των μετόχων.
Έτσι ήρθε το κράτος να στηρίξει τις τιμές διάθεσης των «κόκκινων» δανείων, εγγυώμενο την αξία του ενυπόθηκου τμήματός τους. Το ύψος των εγγυήσεων αναμένεται να ανέλθει στα 12 δισ. ευρώ, που θα επιβαρύνουν το δημόσιο χρέος. Όμως ούτε αυτό είναι αρκετό για να σωθούν τα ποσοστά των περιούσιων μετόχων των τραπεζών. Για τον λόγο αυτό χρησιμοποιήθηκε ένα επιπλέον τέχνασμα. Οι εμπορικές τράπεζες ίδρυσαν «κακές τράπεζες», όπου μετέφεραν το σύνολο των «κόκκινων» δανείων, στη λογιστική τους αξία.
Στη συνέχεια ίδρυσαν εταιρείες συμμετοχών που έχουν στην κατοχή τους τόσο τις μετοχές της «καλής» όσο και της «κακής» τράπεζας. Οι εταιρείες αυτές δεν είναι τράπεζες, ώστε να υπάγονται στους όρους κεφαλαιακής επάρκειας των εποπτικών αρχών, άρα μπορούν να γράψουν τις όποιες ζημίες χωρίς να χρειασθούν άμεσα νέα κεφάλαια.
Όλα πήγαιναν μια χαρά για τους μετόχους, εις βάρος φυσικά της λαϊκής κατοικίας και του δημόσιου χρέους, μέχρις ότου η νέα όξυνση της κρίσης έφερε μαζί της δυσκολίες διάθεσης των τιτλοποιημένων δανείων αλλά και μια νέα γενιά «κόκκινων» δανείων που επιβαρύνουν τους ισολογισμούς των τραπεζών. Η Τράπεζα της Ελλάδος πρότεινε τη δημιουργία κρατικής «κακής τράπεζας», όπου εκτός από κρατικά λεφτά θα μεταφερθεί και το μεγαλύτερο μέρος του κονδυλίου του αναβαλλόμενου φόρου (15,5 δισ. ευρώ).
Η κεντρική τράπεζα θέλει έτσι και να διαχειρισθεί τα νέα «κόκκινα» δάνεια και να ξεφορτωθεί αυτό το ψεύτικο αποθεματικό (αναβαλλόμενος φόρος) από τον υπολογισμό της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών αντικαθιστώντας το με μετρητά. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός περί τα τραπεζικά για να καταλάβει ότι εάν προκύψει ανάγκη κεφαλαίων στο τραπεζικό σύστημα σήμερα αυτό δεν μπορεί να καλυφθεί από το φορολογικό όφελος μελλοντικών κερδών, γιατί αυτό είναι ο αναβαλλόμενος φόρος. Όμως αυτό θα σημάνει αύξηση κεφαλαίου για τις τράπεζες. Έτσι οδηγηθήκαμε στον λυσσαλέο καυγά ανάμεσα στον κ. Στουρνάρα και τις διοικήσεις των εμπορικών τραπεζών.
Το τελευταίο επεισόδιο της διαμάχης ήρθε με το δημοσίευμα της ιστοσελίδας banking news την Τετάρτη 12/8/2020. Το άρθρο προσπαθεί να καθησυχάσει τον κόσμο για τα προβλήματα της υφής των αποθεματικών κεφαλαίων των τραπεζών λέγοντας ότι ο λόγος μεταβιβάσεων καταθετικών κεφαλαίων (DTC) και των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών είναι στο 55% και αναμένεται να φτάσει το 70%. Το σκεπτικό είναι ότι η κεφαλαιακή επάρκεια είναι τόσο μεγάλη που δεν χρειάζεται αύξηση κεφαλαίου με τίποτα.
Για τη νέα γενιά «κόκκινων» δανείων αυτό που χρειάζεται, σύμφωνα πάντα με το άρθρο, είναι ένας «Ηρακλής ΙΙ», δηλαδή επιπλέον κρατικές εγγυήσεις για τα «κοράκια». Το άρθρο κλείνει ισχυριζόμενο ότι τις απόψεις αυτές συμμερίζεται και η ΕΚΤ, ο ευρωπαϊκός μηχανισμός εποπτείας (SSM) αλλά και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού (Digicomp).
Προφανώς, οι ισχυρισμοί του άρθρου είναι φληναφήματα, που απλά επιδιώκουν να ανακόψουν τον κατήφορο των τραπεζικών μετοχών στο ΧΑ. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο τραπεζικός δείκτης έχει χάσει τα 2/3 της αξίας του από τον Μάρτιο του 2020 μέχρι σήμερα. Το πρόβλημα είναι ότι οι μέτοχοι των τραπεζών έχουν την αμέριστη υποστήριξη της κυβέρνησης, όπως φαίνεται και από το απόσπασμα της έκθεσης Πισσαρίδη που παραθέσαμε αλλά και σειρά δηλώσεων του αρμόδιου υφυπουργού κ. Ζαβού. Το τελευταίο σημαίνει νέα βάσανα για τους εργαζόμενους στις τράπεζες και νέα δυσβάσταχτα κόστη για την κοινωνία. Το ερώτημα είναι: Μέχρι πότε;
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ