Έκθεση Πισσαρίδη – Τα Μνημόνια έχουν πολλά πρόσωπα αλλά σταθερή στόχευση τους μισθούς και τις συντάξεις
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Την περασμένη εβδομάδα βγήκε στη δημοσιότητα η έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη. Η Επιτροπή είναι το think tank που συνέστησε η κυβέρνηση για να προσδώσει, υποτίθεται, επιστημονικό κύρος σε νέες αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις, κυρίως στην εργασία και την κοινωνική ασφάλιση. Αυτός είναι και ο λόγος που, πέραν του Χριστόφορου Πισσαρίδη, ως μέλη της επιτροπής επελέγησαν διαπρύσιοι υποστηρικτές των Μνημονίων, όπως ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Γέιλ Κώστας Μεγήρ, ο επικεφαλής οικονομολόγος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Νίκος Βέτας και ο υπουργοποιηθείς στον πρόσφατο ανασχηματισμό καθηγητής της ΑΣΟΕΕ Πάνος Τσακλόγλου. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, το πόνημα υπήρξε αντάξιο των συντακτών του.
Το κείμενο ξεκινά με τη διαπίστωση ότι η «χαμηλή παραγωγικότητα» και η «εσωστρέφεια» είναι οι βασικές αιτίες της κακοδαιμονίας της ελληνικής οικονομίας. Όμως οι συντάκτες του φαίνεται να ξεχνούν ότι στις ίδιες ακριβώς διαπιστώσεις βασίσθηκαν και τα Μνημόνια. Υποτίθεται ότι για να τις επιλύσουν προχώρησαν στη διάλυση των εργασιακών σχέσεων, μείωσαν μισθούς και συντάξεις, περιέκοψαν τις δαπάνες στο δημόσιο σύστημα υγείας, όπως και στην παιδεία και τις κοινωνικές παροχές εν γένει. Παρ’ όλα αυτά, έντεκα χρόνια αργότερα διαγιγνώσκουν τα ίδια προβλήματα και –το χειρότερο– προτείνουν τις ίδιες αδιέξοδες και οδυνηρές λύσεις.
Οι οπαδοί των ορθόδοξων οικονομικών αδυνατούν να κατανοήσουν πώς «παρά την ανελλιπή συμμετοχή της στους κεντρικούς ευρωπαϊκούς οικονομικούς θεσμούς (Ευρωπαϊκή Ένωση και Ευρωζώνη), η ελληνική οικονομία χαρακτηρίζεται τις τελευταίες δεκαετίες από υστέρηση στην παραγωγικότητα όσο και από χαμηλή συμμετοχή των παραγωγικών συντελεστών, εργασία και κεφάλαιο, στην οικονομία» (σελ. 7 της έκθεσης). Βλέπετε, σε ένα καθεστώς ελευθέρου εμπορίου και ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων και εργαζομένων, οι ορθόδοξοι οικονομολόγοι περιμένουν, εδώ και κοντά δύο αιώνες, ότι οι εθνικές οικονομίες θα συγκλίνουν.
Αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα, βέβαια, είναι το ακριβώς αντίθετο, τόσο οι εθνικές οικονομίες, όσο και τα εισοδήματα παγκοσμίως αποκλίνουν, οδηγώντας στην έξαρση της ανισότητας που χαρακτηρίζει την εποχή του νεοφιλελευθερισμού. Ο λόγος είναι ότι στον καπιταλιστικό ανταγωνισμό υπάρχουν νικητές και ηττημένοι και η ελληνική αστική τάξη ανήκει αναμφίβολα στους ηττημένους. Η ιστορία του καπιταλισμού μάς διδάσκει ότι τόσο η Μεγάλη Βρετανία τον 19ο αιώνα όσο και οι ΗΠΑ τις αρχές του 20ού απελευθέρωσαν τις εμπορικές τους σχέσεις αφού είχαν καταστεί ανταγωνιστικές και όχι νωρίτερα. Μέχρι τότε προστάτευαν την εγχώρια παραγωγή.
Για τους συντάκτες της έκθεσης αυτές οι διαπιστώσεις δεν έχουν αξία. Δεν μπορεί να φταίει η θεωρία τους για την αποτυχία των πολιτικών τους, φταίνε συνήθως οι «στρεβλώσεις της εγχώριας αγοράς» και κυρίως της «αγοράς εργασίας». Έτσι στρώνεται το έδαφος για αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις. Η έκθεση λοιπόν μας λέει, νωρίς νωρίς, ότι παρόλο που «στους περισσότερους τομείς έχει υπάρξει ευθυγράμμιση του τυπικού θεσμικού πλαισίου με αυτό της ΕΕ», στην πράξη… «το υπέρμετρο διοικητικό και ρυθμιστικό βάρος που επιβάλλει η λειτουργία της δημόσιας διοίκησης είναι ένας από τους παράγοντες που συμβάλλουν στον κλειστό χαρακτήρα των αγορών και τη χαμηλή ένταση ανταγωνισμού και καινοτομίας».
Σε απλά λόγια, το κράτος από τη μία δεν δίνει αφειδώς άδειες για εκτρώματα, όπως του Ελληνικού ή της Ακαδημίας Πλάτωνος, και από την άλλη, όταν το κάνει, το περιορίζει σε έναν κλειστό κύκλο ημετέρων με όρους αδιαφάνειας (κοινώς, τα παίρνει). Δηλαδή, δεν φταίει η ελληνική αστική τάξη για την αποτυχία της, αλλά το κράτος και ιδιαιτέρως οι δημόσιοι υπάλληλοι. Λίγο παρακάτω όμως, όταν η συζήτηση φτάνει στα « αδύναμα νοικοκυριά», που βρίσκονται στα «όρια της φτώχειας», οι ευθύνες αλλάζουν. Εδώ φταίει «η χαμηλή παραγωγικότητα» των εργαζομένων για τις χαμηλές αμοιβές. Κοντολογίς, για την αποτυχία του κεφαλαίου φταίει το κράτος, ενώ για την κακοδαιμονία των εργαζομένων φταίνε οι ίδιοι.
Το τελευταίο είναι και το βασικό συμπέρασμα της έκθεσης και η αιτιολογική βάση των αντιδραστικών μέτρων που εισηγείται. Πριν προχωρήσουμε σε αυτά, αξίζει να μνημονεύσουμε ένα στοιχείο που υπάρχει στην έκθεση και αφορά τους λεγόμενους «μικρομεσαίους». Η έκθεση αναφέρει ότι το μέγεθος της ελληνικής επιχείρησης είναι μικρό και αυτός είναι ο βασικός λόγος της χαμηλής της παραγωγικότητας.
Είναι μια διαπίστωση που σε οικονομικό επίπεδο αναγνωρίζει αύξουσες οικονομίες κλίμακας. Δηλαδή, ο διπλασιασμός των μηχανών και του εργατικού δυναμικού οδηγεί, κατά την έκθεση πάντα, σε υπερδιπλάσια αύξηση της παραγωγής. Αυτή η διαπίστωση αντιβαίνει τις παραδοχές των ορθόδοξων οικονομικών, που, σε θεωρητικό επίπεδο τουλάχιστον, αναγνωρίζουν ότι οι αποδόσεις κλίμακας είναι σταθερές σε μια ανταγωνιστική αγορά.
Το εύλογο ερώτημα είναι: «Γιατί το επικαλείται η έκθεση;». Υποπτεύομαι ότι η αναφορά έρχεται να δικαιολογήσει την επιτάχυνση των πλειστηριασμών σε επιχειρήσεις, κυρίως μικρομεσαίες, που αντιμετωπίζουν προβλήματα και την ευνοϊκή μεταχείριση μεγάλων ομίλων στο πλαίσιο του «αναπτυξιακού πακέτου» της ΕΕ, όταν και εάν και εφαρμοστεί. Τα πρόσφατα ομολογιακά δάνεια σε ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ και Lamda Development ενισχύουν τις υποψίες.
Όμως το βασικό υποζύγιο του νέου Μνημονίου, που σκιαγραφείται στην έκθεση, δεν είναι οι μικρομεσαίοι, αλλά οι εργαζόμενοι. Ξεκινά με τη μείωση του εργατικού κόστους μέσω μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών (σελ. 10), για να έρθει αμέσως μετά να εισηγηθεί «κεφαλαιοποιητικό σύστημα επικουρικής σύνταξης για τους νεοεισερχόμενους».
Με άλλα λόγια, εισηγείται την κατάργηση της αλληλεγγύης των γενεών, κάτι που θα σημάνει νέες μειώσεις τόσο των τρεχουσών όσο και των μελλοντικών συντάξεων. Από κοντά έρχεται βεβαίως η ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης, που δεν θα είναι πλέον θέμα της επιχείρησης αλλά θα αφορά «ιδιωτικές αποταμιευτικές αποφάσεις».
Το πακέτο των μονομερών μέτρων κλείνει με τη μείωση του ανώτερου ορίου ασφαλιστικών εισφορών αλλά και ενιαίους φορολογικούς συντελεστές, ανεξαρτήτως της πηγής του εισοδήματος. Κοντολογίς, είναι ένα σύστημα εύνοιας των λίγων σε βάρος των πολλών, όπως ήταν και τα Μνημόνια μέχρι σήμερα. Όπως και τα Μνημόνια, θα οδηγήσει σε συνέχιση της ύφεσης και αύξηση των ανισοτήτων. Οι εργαζόμενοι πρέπει να απορρίψουν αναφανδόν αυτές τις άδικες και αναποτελεσματικές πολιτικές.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ