Απόσπασμα βιβλίου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΑΠΛΩΣ ΤΟ ΞΕΡΕΙΣ
Συνήθως, όταν οι άνθρωποι έρχονταν για πρώτη φορά εδώ, άρχιζαν να κλαίνε, κι αυτή η νεαρή γυναίκα, προφανώς, δεν θα αποτελούσε εξαίρεση. Με τον χαρτοφύλακα παραμάσχαλα, μπήκε μέσα με ύφος υπεροπτικό κι έσφιξε το χέρι της Γκρέις σαν απόμακρη επαγγελματίας που ήταν ή που θα επιθυμούσε να είναι. Ύστερα κάθισε στο ντιβάνι και σταύρωσε τα μακριά της πόδια, που ήταν φυλακισμένα σε ένα σερζ παντελόνι. Και τότε, εντελώς ξαφνικά, φάνηκε να συνειδητοποιεί πού βρισκόταν.
«Ω!» είπε η νεαρή γυναίκα, της οποίας το όνομα –όπως είχε διαπιστώσει πριν από λίγα λεπτά η Γκρέις– ήταν Ρεβέκκα Γουάιν. «Έχω να μπω σε γραφείο ψυχοθεραπευτή από το πανεπιστήμιο».
Η Γκρέις κάθισε στη συνηθισμένη πολυθρόνα της, σταύρωσε τα πολύ πιο κοντά πόδια της κι έγειρε μπροστά. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.
«Είναι πολύ παράξενο! Με το που μπαίνεις εδώ, σου ’ρχεται να βάλεις τα κλάματα».
«Έχω μπόλικα χαρτομάντιλα» είπε η Γκρέις χαμογελώντας.
Πόσες φορές δεν είχε καθίσει σ’ αυτή την πολυθρόνα, σταυροπόδι, όπως αυτή τη στιγμή, ακούγοντας το δωμάτιο να γεμίζει από λυγμούς; Οι άνθρωποι έκλαιγαν τόσο συχνά, που καμιά φορά φανταζόταν το γραφείο να πλημμυρίζει, όπως σε κάποια από τις μαγικές ιστορίες της Μπέτι Μακ Ντόναλντ*, που τόσο της άρεσαν όταν ήταν μικρή, στις οποίες η ηρωίδα δεν έπαυε να κλαίει, μέχρι που η λίμνη από δάκρυα της έφτανε ως το πιγούνι. Όταν οι άνθρωποι ήταν πολύ θυμωμένοι και είτε ούρλιαζαν είτε σιωπούσαν, φανταζόταν τους τοίχους του γραφείου της (που ήταν βαμμένοι σε ένα ουδέτερο κρεμ χρώμα) να γίνονται μαύροι από την οργή. Όταν οι πελάτες της ήταν ευτυχισμένοι ή κατάφερναν να φτάσουν σε μια κοινή συμφωνία, είχε την εντύπωση ότι μύριζε τη γλυκιά ευωδιά του πεύκου, όπως στην όχθη μιας λίμνης στο τέλος του καλοκαιριού.
«Στην πραγματικότητα, είναι ένα απλό δωμάτιο» είπε χαρούμενα. «Με βαρετά έπιπλα».
«Αυτό είναι αλήθεια».
Η Ρεβέκκα έριξε μια ματιά τριγύρω, σαν να ήθελε να το επιβεβαιώσει. Το δωμάτιο όπου δεχόταν τους πελάτες της η Γκρέις ήταν φτιαγμένο με πολύ μεγάλη προσοχή, ώστε να είναι πολλά πράγματα συγχρόνως: άνετο αλλά όχι ιδιαίτερα φιλόξενο, ζεστό χωρίς να επιβάλλει ωστόσο τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του, διακοσμημένο με πράγματα οικεία στον καθένα, όπως εκείνο το πόστερ με τις σημύδες του Έλιοτ Πόρτερ που είχε δίπλα στην πόρτα –ποιος δεν είχε ζήσει με αυτή την εικόνα κάποια στιγμή είτε στο δωμάτιο της εστίας του πανεπιστημίου του είτε σ’ ένα σπίτι που είχε νοικιάσει για το καλοκαίρι;– ένα κόκκινο κιλίμι, ένα ντιβάνι εκρού και την εργονομική δερμάτινη πολυθρόνα της. Υπήρχε ένα χαμηλό γυάλινο τραπέζι, πάνω στο οποίο είχε ένα κουτί με χαρτομάντιλα σε δερμάτινη θήκη, και ένα ρουστίκ γραφείο από ξύλο πεύκου, που τα συρτάρια του ήταν γεμάτα σημειωματάρια, καταλόγους ειδικών στην ψυχοφαρμακολογία, παιδοψυχιάτρων, υπνοθεραπευτών ειδικευμένων στη διακοπή του καπνίσματος, κτηματομεσιτών, ταξιδιωτικών πρακτόρων, μεσιτών, συμβολαιογράφων και δικηγόρων διαζυγίου. Πάνω στο γραφείο, στιλό προεξείχαν από ένα άχαρο κεραμικό κύπελλο που είχε φτιάξει ο γιος της, ο Χένρι, στην πρώτη δημοτικού (ένα αντικείμενο που με τα χρόνια είχε προκαλέσει έναν μεγάλο αριθμό σχολίων και είχε ανασύρει πολλές καταχωνιασμένες αναμνήσεις πελατών), ενώ μια άσπρη κεραμική λάμπα με αμπαζούρ από λινάτσα σκορπούσε το διακριτικό φως της κατά τη διάρκεια των συνεδριών. Το μοναδικό παράθυρο έβλεπε σ’ ένα δρομάκι στο πίσω μέρος του κτιρίου και δεν υπήρχε τίποτα να δεις, παρά τη φιλότιμη προσπάθεια πριν από μερικά χρόνια να τοποθετήσουν εκεί μια μεγάλη ζαρντινιέρα με λουλούδια – γεράνια, για την ακρίβεια, και κισσό. Ο επιστάτης είχε εγκρίνει αυτό το σχέδιο, αν και ο ενθουσιασμός του είχε χαθεί τη στιγμή που τη βοηθούσε να μεταφέρει την ξύλινη ζαρντινιέρα από το φορτηγάκι στο σημείο που είχε επιλεγεί. Δυστυχώς, τα λουλούδια είχαν μαραθεί λόγω έλλειψης φωτός, ενώ η ζαρντινιέρα είχε εξαφανιστεί λίγο αργότερα, αφήνοντας ένα ανεξίτηλο σημάδι πάνω στο τσιμέντο. Δεν το είχε με τα φυτά, αυτό ήταν γεγονός…
* Η Betty MacDonald (1907-1958) ήταν Αμερικανίδα συγγραφέας γνωστή για τις χιουμοριστικές αυτοβιογραφικές ιστορίες της και τις ιστορίες για παιδιά. (Σ.τ.Μ.)
Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Jean Hanff Korelitz (Τζιν Χανφ Κόρελιτζ) γεννήθηκε το 1961 στη Νέα Υόρκη. Σπούδασε στο Κολέγιο Ντάρμουθ αγγλική φιλολογία και συνέχισε τις σπουδές της στο Κολέγιο Κλερ και στο Κέιμπριτζ. Έχει γράψει 6 μυθιστορήματα, μεταξύ των οποίων το “Admission” (2009), το οποίο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 2013 με πρωταγωνιστές τους Τίνα Φέι και Λίλι Τόμλιν.
Έχει εκδώσει, επίσης, ένα μυθιστόρημα για αναγνώστες 8-12 ετών, “Interference Powder” (2003), και μια ποιητική συλλογή, “The Properties of Breath” (1989). Με τον σύζυγό της, τον Ιρλανδό ποιητή Paul Muldoon, διασκεύασαν και ανέβασαν σε θεατρική παράσταση το διήγημα “Ο νεκρός” του Τζέιμς Τζόις.
Έχει ιδρύσει ακόμα την υπηρεσία ΒOOKTHEWRITER, με την οποία δίνει την ευκαιρία στους αναγνώστες να συζητούν βιβλία με τους συγγραφείς τους.
Μένει στη Νέα Υόρκη με τον σύζυγό της και τα δύο τους παιδιά.
Πηγή βιογραφικού: biblionet.gr