ΜΟΝΟΣ ΚΑΙ ΞΑΠΛΩΜΕΝΟΣ ΣΤΟ ΠΑΓΚΑΚΙ, ΠΕΙΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΝΑ ΠΑΙΖΕΙ ΣΚΑΚΙ
Ήταν η μέρα σκοτεινή
ο γέρος ξαπλωμένος
έλεγε λέξεις μυστικές
ώς κάθε πεινασμένος,
•••
τά δόντια του χτυπούσανε
μά λέξεις δέν νοούσες
η λύπη σέ σκοτείνιαζε
κι άλλα πολλά γροικούσες,
•••
πίστευε ότι άκουγε
ονόματα αρχαία
Ελένη καί Μενέλαο
καί ίσως Οδυσσέα,
•••
ήξερε πώς δέν γνώριζε
τήν πάσαν τήν αλήθεια
– άλλα τά δόντια έλεγαν
καί άλλο η συνήθεια,
•••
– εκείνη πού ερμήνευε
πάσαν αοριστία
καί γέμιζε τό καύκαλο
μέ θλιβερά αστεία,
•••
η νύχτα πιά ερχότανε
μέ κεραυνούς καί φλόγες
ο γέρος δέν κουνιότανε
απ’ τής βροχής τίς ρόγες,
•••
ένιωθε πάντα ευτυχής
καί ονειροπαρμένος
τό δέ μυαλό μου σάλευε
σάν κλάδος χαλασμένος,
•••
– τί διάβολο γινότανε
πάνω είς τό παγκάκι
σέ μία πόλη θλιβερή
κι ένας χωρίς σακάκι,
•••
νά δίνει μιά παράσταση
καί δίπλα εργαλείο
ενός τρελού τό βούισμα
– ω, πόλης μεγαλείο.
•••
είπα νά πάω πιό κοντά
νά δώ ποιός τραγουδούσε
καί έλεγε μουρμουρώντας
σάν νά δολοφονούσε,
•••
κάθε πολίτη δυστυχή
«Κύριε τών θαυμάτων
στήν χώρα όπου έζησα
– χώρα των αποπάτων,
•••
ρίξε χιλιάδες κεραυνούς
επί παντός ή πάντων
νά ησυχάσει η ψυχή
εδώ σ’ αυτή τών γάτων»,
•••
Ύστερα κουκουλώθηκε
μ’ ένα βαρύ σακάκι
ξέροντας ότι έχασε
τήν μοίρα καί τό ΣΚΑΚΙ.
………………………………….
Ίσως ακατανόητο
σάς φαίνεται τό πιό
πάνω κείμενο.
Εξομολογούμαι:
Τό ίδιο καί σέ εμένα.
Αλλά τί νά κάνεις όταν
συνεχώς συναντάς
αναρίθμητα καθ’ οδόν υπνοκρέβατα.
Απολαύστε περισσότερο Φιοράντε ΕΔΩ