Γ. ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ στο “Π”: Στρατηγικό σχέδιο για την αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας, όχι κινήσεις άρον άρον
Του
ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΥ
Τομεάρχη Εξωτερικών του ΣΥΡΙΖΑ
Ο ΣΥΡΙΖΑ πάγια υποστηρίζει την ανάγκη να ξαναβρεί η χώρα ένα συνεκτικό στρατηγικό σχέδιο στην εξωτερική πολιτική, ανάλογο της πολυδιάστατης και ενεργητικής διπλωματίας εξαγωγής σταθερότητας και αναζήτησης λύσεων που εφαρμόσαμε επί της διακυβέρνησής μας.
Είχαμε εξειδικεύσει πλευρές αυτού του σχεδίου ζητώντας από την κυβέρνηση να υιοθετήσει διττή πολιτική απέναντι στην Τουρκία, ώστε να πάψει να αντιδρά αντανακλαστικά στην επόμενη επιθετική της κίνηση: Αφενός να ασκείται με κάθε μέσο πίεση για την ανατροπή των παράνομων μεθοδεύσεών της, ιδανικά πριν εκδηλωθούν, με ισχυρές ευρωπαϊκές κυρώσεις, και αφετέρου να αποκαταστήσει συνθήκες διαλόγου μαζί της, στη βάση του διεθνούς δικαίου και του δικαίου της θάλασσας.
Και όλα αυτά με συνείδηση του γεγονότος ότι η εξωτερική πολιτική της χώρας μας έχει δύο πάγιους πυλώνες: Την προάσπιση της κυριαρχίας μας και τον σεβασμό της διεθνούς νομιμότητας. Για τη διαμόρφωση ενός παρόμοιου σχεδίου και τη διαμόρφωση συνθηκών εθνικής ενότητας υποστήριξής του ζητήσαμε τη σύγκληση Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών.
Η πρόσφατη συμφωνία για την οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας με την Αίγυπτο δεν εντάσσεται σε ένα παρόμοιο συνεκτικό σχέδιο. Εμφανίζει μάλιστα αρκετά προβληματικά σημεία, τα οποία μάλιστα μπορεί να δημιουργήσουν επικίνδυνα προηγούμενα: Η τμηματική οριοθέτηση, η οποία μάλιστα διχοτομεί τη Ρόδο, φαίνεται, από τις κυβερνητικές διαρροές, να συνδυάζεται με μειωμένη επήρεια για το μεγαλύτερο νησί του Αιγαίου, την Κρήτη, και ανάλογα μικρότερη για τα άλλα μας νησιά.
Οι εξηγήσεις που έδωσε σχετικά την Παρασκευή ο υπουργός Εξωτερικών, κατά τις οποίες «η συμφωνία περιέχει επακριβώς το ορθό ποσοστό επήρειας που το διεθνές δίκαιο περιλαμβάνει, όπως και το ορθό ποσοστό χρήσης μήκους ακτών και θαλασσίων εκτάσεων», καθόλου δεν μας έκαναν σοφότερους, ούτε διασκέδασαν τους προαναφερθέντες φόβους. Ποιο είναι το ορθό ποσοστό επήρειας ή χρήσης; Το διεθνές δίκαιο δεν περιλαμβάνει παρόμοιους ορισμούς.
Προφανώς θα τοποθετηθούμε εκ νέου και αναλυτικότερα όταν θα έχουμε το πλήρες κείμενο της συμφωνίας. Παραμένει όμως το κεντρικό ερώτημα: Ποια στρατηγική έχουμε απέναντι στην Τουρκία; Πώς θα αντιμετωπίσουμε την αναμενόμενη κλιμάκωση της επιθετικότητάς της; Πώς έχει σκοπό η κυβέρνηση να αξιοποιήσει την πρόσφατη συμφωνία και σε συνδυασμό με ποια άλλα διπλωματικά μέσα;
Το κενό αυτό στρατηγικής πρέπει άμεσα να καλυφθεί, γιατί η διαιώνισή του υπονομεύει τα εθνικά μας συμφέροντα.