Π. Αδαμίδης: Ρατσισμός και πανδημία
Του
ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ ΑΔΑΜΙΔΗ
Δικηγόρου, LL.M (Harvard’ 95), ΔΝ, αν. Καθηγητή
Κοινοτικού Δικαίου, Προμηθειών και Διεθνών Σχέσεων
στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων
Έχει αποδειχθεί ιστορικά ότι οι περίοδοι κρίσης αναδεικνύουν αρετές και φρόνημα αλλά και δημιουργούν το πλαίσιο για να εκδηλωθούν ταπεινά αισθήματα και ειδεχθείς πρακτικές. Μέσα από μια μάλιστα ανάστροφη ανάγνωση του Συνδρόμου της Στοκχόλμης, θιασώτες τους γίνονται αυτοί που κατά τα άλλα θα βίωναν τον στιγματισμό και την απόρριψη.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα στις μέρες μας φαίνεται να είναι η πανδημία του κορονοϊού, που γεννήθηκε στην Κίνα και γιγαντώθηκε λόγω της προβληματικής –τουλάχιστον– διαχείρισης των κινεζικών αρχών. Ακολούθησε μια κολοσσιαία προσπάθεια δημοσίων σχέσεων και επικοινωνιακής ανακατασκευής της πραγματικότητας, για να διασκεδασθούν οι εντυπώσεις και να μετριασθεί η οργή ενάντια στο κινεζικό καθεστώς.
Προβολή της αποστολής υγειονομικού υλικού και μέσων προφύλαξης, φωτογραφικά ενσταντανέ «πατερούληδων» της αχανούς χώρας, που, ως άλλοι Άγιοι Βασίληδες, παρέδιδαν βοήθεια στις πληγείσες χώρες, ενώ τονίζονταν οι σωτήριες γραμμές παραγωγής σε υλικό και αναλώσιμα, που η κοντόφθαλμη δυτική πολιτική είχε σε διάρκεια ετών ξαποστείλει στην αχανή ασιατική χώρα.
Την ίδια στιγμή, αποσιωπούνταν το γεγονός ότι σε πρώτο χρόνο η ίδια η Κίνα είχε λάβει βοήθεια από τη Δύση, ενώ σύντομα εντοπίστηκαν οι βόμβες υγείας, που συνιστούσαν τα αναλώσιμα και ο ελαττωματικός εξοπλισμός που αποστέλλονταν.
Και ενώ περίμενε κανείς πως οι κινεζικές αρχές θα ήταν ευαισθητοποιημένες σε φαινόμενα συλλογικής απόρριψης και ενοχοποίησης πληθυσμιακών και εθνικών ομάδων –δίκην σύγχρονων προπατορικών αμαρτημάτων και απαράδεκτων συλλογικών ευθυνών, αφού κανείς δεν μπορεί να χρεωθεί τη δράση ιών που γεννιούνται στη χώρα του–, ήρθαν στη δημοσιότητα φαινόμενα ρατσιστικής πολιτικής σε βάρος Αφρικανών που διαβιούν στη Νότια Κίνα και ιδιαίτερα στην πόλη Γκουανγκζού, ευρύτερα γνωστή ως Καντόνα.
Στην πόλη αυτή είναι συγκεντρωμένη η μεγαλύτερη αφρικανική κοινότητα στην Ασία, που κατά γενικές εκτιμήσεις αριθμεί περί τις 300.000 και αποτελείται κυρίως από μικρεμπόρους που αγοράζουν φτηνά προϊόντα και τα εισάγουν στην πατρίδα τους καθώς και εργάτες και φοιτητές. Ο ακριβής αριθμός είναι δύσκολο να προσδιοριστεί, κυρίως λόγω της δυσανεξίας των κινεζικών αρχών, όπως λέγεται, στη χορήγηση θεωρήσεων αδειών εισόδου και αδειών παραμονής και περαιτέρω ανανέωσής τους. Ως αποτέλεσμα, πολλοί Αφρικανοί διαβιούν σε συνθήκες παρανομίας και με θεωρήσεις εισόδου που έχουν λήξει.
Κάποια περιστατικά, που κατά τα θρυλούμενα έλαβαν χώρα τον Απρίλιο του 2020 και αφορούσαν την επίθεση αφρικανού μετανάστη σε βάρος νοσοκόμας, στην προσπάθειά του να φύγει από νοσοκομείο στο οποίο νοσηλευόταν για τον κορονοϊό, όπως και ο εντοπισμός τεσσάρων Αφρικανών ως υπαιτίων για τη μόλυνση προσωπικού και πελατών σε εστιατόριο, έδωσαν το έναυσμα για ένα πογκρόμ εξώσεων, υποχρεωτικής καραντίνας και κυριολεκτικού διωγμού, σε βάρος Αφρικανών αλλά και πολιτών δυτικών χωρών με αφρικανική καταγωγή. Θεωρήθηκαν οι ξενιστές της αναζωπύρωσης του ιού, ενώ έφτασε στο σημείο να τους απαγορεύεται η είσοδος ακόμα και στα εστιατόρια.
Την ίδια στιγμή οι αφρικανοί πολίτες αλλά και όσοι, λόγω του χρώματος του δέρματός τους, θεωρούνταν αφρικανικής καταγωγής είχαν την υποχρέωση να καλύψουν με δικές τους δαπάνες τα έξοδα της καραντίνας τους και της θεραπείας τους στο μέτρο που βρίσκονταν θετικοί στον ιό και που σε μηνιαία βάση ανέρχονταν σε 2.500 δολάρια.
Ως αποτέλεσμα δημιουργούνταν ένας φαύλος κύκλος, υγειονομικού αδιεξόδου, αφού οι αφρικανοί πολίτες απέφευγαν να καταφύγουν στα κινεζικά νοσοκομεία, ακόμα και όταν παρουσίαζαν συμπτώματα, ιδίως μέσα σε συνθήκες ουσιαστικού τους διωγμού.
Οι αντιδράσεις ήταν εύλογες και προέρχονταν τόσο από την Αφρικανική Ένωση, που εκπροσωπεί 52 κράτη, όσο και από τις κυβερνήσεις αφρικανικών κρατών, όπως της Νιγηρίας, της Γκάνας, της Κένυας και της Ουγκάντας. Η ειρωνεία της όλης κατάστασης, πέρα από την τραγική ανθρώπινη διάστασή της, εντοπίζεται και στο γεγονός ότι η Κίνα, ειδικά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, είναι ο σημαντικότερος οικονομικός εταίρος πολλών αφρικανικών κρατών.
Πάνω από 150 δισ. ευρώ έχουν επενδυθεί, ιδιαίτερα στο πλαίσιο των κινεζικών φαραωνικών σχεδίων, από το 2005 μέχρι και το 2018 σε υποδομές στην αφρικανική ήπειρο, ενώ το 60% των άμεσων επενδύσεων στην Αιθιοπία, όπως και το 80% του ομολογιακού χρέους της Νιγηρίας φέρεται να είναι σε κινεζικά χέρια. Μέσα σε ένα κρεσέντο αντιφάσεων, η Κίνα βρέθηκε να αμφισβητεί και να απαξιώνει κράτη και πολίτες που κατά τα άλλα θεωρεί εταίρους της και να τους αποβάλει με τη ζέση ιεροεξεταστή, σε ένα σύγχρονο κυνήγι μαγισσών.
Το τελευταίο διάστημα φαίνεται να γίνονται διορθωτικές κινήσεις, μετά μάλιστα τη συντονισμένη διαμαρτυρία των αφρικανικών κρατών. Τα προσωπεία ωστόσο έχουν μετακινηθεί. Και τα μαθήματα έχουν παραδοθεί. Με πρώτο και σημαντικότερο το ότι «αγαθοί γίγαντες δεν υπάρχουν».