Οι ελληνοτουρκικές διαφορές μέσα από το Ανατολικό Ζήτημα
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
– Μια αδιέξοδη και επικίνδυνη οπτική
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, η ένταση Τουρκίας – Ελλάδας, σχετικά με την πρόθεση της πρώτης να πραγματοποιήσει γεωτρήσεις σε περιοχές της υφαλοκρηπίδας του Καστελλόριζου και της Κρήτης, δείχνει να έχει εκτονωθεί.
Η Τουρκία φαίνεται πως κέρδισε τη δέσμευση της Ελλάδας για διμερείς διαπραγματεύσεις και η Ελλάδα φαίνεται ότι απέτρεψε τουρκικές γεωτρήσεις και έρευνες σε ζώνες δικού της ενδιαφέροντος. Θυμίζω, για την Ιστορία, ότι πριν από το τελευταίο εικοσαήμερο εντάσεων η θέση της Ελλάδας ήταν οι πολυμερείς διαπραγματεύσεις για τον ορισμό ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο με συμμετοχή της Αιγύπτου, του Ισραήλ, της Λιβύης. Αντίθετα, η Τουρκία επέμενε σε διμερείς διαπραγματεύσεις. Αντίστοιχα, στο θέμα της ΑΟΖ της Κρήτης, η Τουρκία έμοιαζε να θεωρεί ότι αυτή είχε καθοριστεί οριστικά με το μνημόνιο που έχει υπογράψει με την κυβέρνηση της Τρίπολης (θεωρώντας ότι εκπροσωπεί τη σπαρασσόμενη από εμφύλιο πόλεμο Λιβύη), ενώ η
Ελλάδα δεν αναγνώριζε το εν λόγω έγγραφο.
Στις εξελίξεις καθοριστικό ρόλο φέρεται να έπαιξε η Γερμανία, που εκμεταλλεύθηκε τόσο την προεκλογική περίοδο στις ΗΠΑ, όσο και το γεγονός ότι βρισκόταν στην προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για να αναβαθμίσει τον ρόλο της στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Δεν μπορώ να εκτιμήσω αν η εκτόνωση της έντασης είναι σημάδι αμοιβαίων υποχωρήσεων, αφού λίγες ώρες μετά τη δήλωση της Τουρκίας για αναστολή των ερευνών ο εκπρόσωπος του Ερντογάν ανακοίνωνε ότι οι συνομιλίες δεν θα περιοριστούν στο ζήτημα της υφαλοκρηπίδας. Ανάφερε ότι στο πλαίσιο των διμερών επαφών θα συζητηθεί το θέμα της στρατιωτικοποίησης των νησιών του Αιγαίου και σειρά θεμάτων που είναι διευθετημένα εδώ και χρόνια. Αντίστοιχα, το επικοινωνιακό επιτελείο των ελληνικών καναλιών προσπάθησε να εμφανίσει την όλη εξέλιξη ως υποχώρηση του Ερντογάν «μπρος στην ελληνική αποφασιστικότητα». Πάντως, η εμπλοκή των Γερμανών στα ελληνοτουρκικά, η σημαντική αμερικανική στρατιωτική παρουσία στην Κρήτη, η γαλλική ναυτική παρουσία στη Λιβύη, οι δηλώσεις Μόρσι για επέμβαση στη Λιβύη, τα ρωσικά γυμνάσια νοτίως της Κύπρου και οι τουρκικές γεωτρήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ δείχνουν ότι το μέλλον είναι ιδιαίτερα ρευστό. Με άλλα λόγια, οι τελικές διευθετήσεις, εάν υπάρξουν, θα εξαρτηθούν από παράγοντες πολύ διαφορετικούς από τις επιδιώξεις της ελληνικής και τουρκικής αστικής τάξης.
Το τελευταίο δεν μοιάζει να το συμμερίζεται ούτε ο αποκλεισμένος από όλα τα διεθνή φόρουμ (βλέπε σύσκεψη του Βερολίνου) κ. Μητσοτάκης ούτε ο μεγαλομανής κ. Ερντογάν. Μάλιστα στην Αθήνα αρκετοί προχωρούν τον συλλογισμό παραπέρα και βλέπουν τον Ερντογάν ως κάποιον που επιδιώκει την ανασύσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, προσπαθώντας να ερμηνεύσουν την τουρκική στάση κάτω από αυτό το πρίσμα. Είναι μια αδιέξοδη οπτική, που περιορίζει τις ελληνοτουρκικές διαφορές σε ένα διμερές ζήτημα, που πηγάζει μάλιστα από την επιδίωξη των ισλαμιστών της Τουρκίας να ανασυστήσουν το δίπολο των δύο εθνών (πιστοί – άπιστοι) που χαρακτήριζε το θεοκρατικό καθεστώς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτές οι ιδέες έφτασαν στο αποκορύφωμά τους μετά την απόφαση Ερντογάν να επαναλειτουργήσει την Αγια-Σοφία ως τζαμί. Στη σκοταδιστική εικόνα των προσευχόμενων μουσουλμάνων σε έναν χώρο όπου είχαν καλυφθεί έργα τέχνης τεράστιας αισθητικής και ιστορικής αξίας, απλά επειδή ήταν χριστιανικές εικόνες και ψηφιδωτά, ήρθαν να προστεθούν ανόητες δηλώσεις για τη δεύτερη άλωση της Κωνσταντινούπολης από τη δική μας πλευρά.
Στην πραγματικότητα, όλα τα παραπάνω δεν είναι παρά μια καρικατούρα μιας άλλης εποχής, που η προσπάθεια αναβίωσής της απευθύνεται σχεδόν αποκλειστικά στο ακροδεξιό ακροατήριο σε Ελλάδα και Τουρκία. Οι ακρότητες όμως το μόνο που εξυπηρετούν είναι η δικαιολόγηση συμβιβασμών, που εντέλει θα αφήσουν ικανοποιημένους τους επιδιαιτητές της διένεξης. Αυτοί δεν είναι άλλοι από τις ΗΠΑ και την ΕΕ κατά κύριο λόγο. Βέβαια υπάρχει και η Ρωσία, που προσπαθεί να έχει λόγο στα πράγματα, αξιοποιώντας περιόδους αντιπαραθέσεων των επιδιαιτητών με την Ελλάδα ή την Τουρκία, όμως σίγουρα δεν έχει τον πρώτο λόγο.
Επειδή η αλληλουχία εντάσεων και υφέσεων στην περιοχή του Αιγαίου δεν θα σταματήσει εδώ, πρέπει να καταλάβουμε ότι η βάση τους δεν είναι κάποιοι θρησκευτικοί ή εθνικοί φανατισμοί, που ανήκουν σε άλλες εποχές. Μπορεί οι κυρίαρχες τάξεις και στις δύο πλευρές του Αιγαίου να βολεύονται με αυτήν την οπτική, όμως στην ουσία αυτό που θα καθορίσει τις εξελίξεις είναι η θέση των ιμπεριαλιστικών κέντρων σε μια συνολική διευθέτηση των συμφερόντων τους σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου. Επειδή όμως τα συμφέροντα είναι πολλά και συγκρουόμενα, το πιθανότερο είναι η παράταση της αβεβαιότητας, με θύμα τους λαούς της περιοχής. Δηλαδή, θα συνεχίσουμε να ζούμε δράματα όπως αυτό των Σύριων, των Κούρδων και των Λίβυων. Είναι το τίμημα της πρόσδεσης στα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, που μπορεί να αποφευχθεί μόνο με την προσέγγιση των λαών στις δύο πλευρές του Αιγαίου.