Δημ. Στωίδης: Συναισθηματική νοημοσύνη στις διμερείς σχέσεις

Δημ. Στωίδης: Συναισθηματική νοημοσύνη στις διμερείς σχέσεις


Του
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΣΤΩΙΔΗ
Πρεσβευτή ε.τ.


Είναι εφικτή η μετουσίωση του συναισθηματισμού στον χειρισμό των διμερών σχέσεων; Μπορεί το συναίσθημα να θεωρηθεί επικουρικό κριτήριο στην άσκηση ευφυούς διπλωματίας; Το ερώτημα είναι θεμιτό, δεδομένου ότι, όχι σπάνια, υπερισχύει το θυμικό στην έκφραση της διπλωματικής πρακτικής. Ενώ, φυσιολογικά κρίνοντας, αναμένει κανείς ότι ο χειρισμός προτεραιοτήτων της εξωτερικής πολιτικής διέπεται αποκλειστικά από ψύχραιμη συλλογιστική, ενδελεχή έρευνα και αντικειμενική εκτίμηση των συνολικών δεδομένων, προκειμένου να εξάγει αξιόπιστα και απτά συμπεράσματα. Είναι όντως έτσι;

Είναι γεγονός ότι μια αποκρυσταλλωμένη εθνική θέση με συγκεκριμένη επιχειρηματολογία συνάδει με την πρόνοια μεθοδικού και σταθερού σχεδιασμού στη μεσοπρόθεσμη και όχι μακροπρόθεσμη χάραξη του στρατηγικού αφηγήματος. Μεσοπρόθεσμη, διότι η αποκτηθείσα εμπειρία οδηγεί στην πεποίθηση ότι απουσιάζουν τα ενδεδειγμένα εχέγγυα για την επίτευξη μακροπρόθεσμου προγραμματισμού. Τα κατά καιρούς θεσμοθετημένα όργανα της διοίκησης (ΥΠΕΞ), αρμόδια για σχετικές εισηγήσεις, μολονότι εξ ορισμού άρτια, προκύπτει να υπολείπονται, ενίοτε αισθητά, των τεθέντων στόχων της εξωτερικής πολιτικής.

Δηλαδή, διαπιστώνεται δυστοκία στην υιοθέτηση και εν συνεχεία στη δυνατότητα εφαρμογής των σχετικών προτάσεων.

Κρίνεται συνεπώς δόκιμο να επιχειρηθεί να στοιχειοθετηθούν οι λόγοι για τους οποίους δεν διευκολύνεται η διαμόρφωση διαχρονικού πλαισίου συστηματικής και κανονικής ανάπτυξης των διμερών σχέσεων. Έγκειται, άραγε, η δυσκολία σε εγγενή προβλήματα της δεδομένης γραφειοκρατίας (όρα συγκεντρωτισμό) ή μήπως οφείλεται στην ελληνική ιδιοσυγκρασία και το συνεπαγόμενο θυμικό;

Όπως και να είναι, αναγνωρίζεται το γεγονός ότι το επίπεδο των σχέσεων, π.χ., με την Αλβανία εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται ως ασταθές, σύνθετο, νεφελώδες, ανεξαρτήτως της ανά τακτά διαστήματα (ατελέσφορης εν τέλει) προσπάθειας δημιουργίας λειτουργικού πεδίου ουσιώδους συνεννόησης. Τα όποια αποτελέσματα αξιολογούνται εμφανώς πενιχρά.

Παρόμοια δυσκαμψία, με ανυπολόγιστη ανάλωση διπλωματικής φαιάς ουσίας, σε συνδυασμό με άπειρες αναλύσεις, ίσχυσε επί σειρά ετών και με τα Σκόπια (ως πρωτεύουσα), μέχρι την αμφιλεγόμενη «συμφωνία των λιμνών». Αναφορικά και με την Τουρκία, το προβαλλόμενο ρευστό τουλάχιστον κλίμα επιβεβαιώνει την προβληματική (έστω) έκβαση των πολυετών σχεδιασμών, αναλύσεων, εκτιμήσεων κ.λπ.

Το άπλετο ελληνικό μελάνι που έχει χυθεί εν προκειμένω θα έπρεπε φυσιολογικά να έχει αποφέρει προ πολλού γόνιμους καρπούς στη διμερή εποικοδομητική συνεννόηση. Όταν μάλιστα λειτουργεί διμερώς και θεσμική, ανωτάτου επιπέδου διακυβερνητική συνεργασία υπό τη μορφή του λεγόμενου GtoG. Και όμως δίδεται εντούτοις η εντύπωση ότι ενίοτε αυτοσχεδιάζουμε, και όχι αναγκαστικά μόνο σε σχέση με την Άγκυρα.

Δυσκολεύομαι επομένως να ερμηνεύσω τη συλλογιστική που υπαγορεύει τους επίσημους χειρισμούς στην ανάληψη αξιόπιστων πρωτοβουλιών και δράσεων στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής της χώρας μας.

Φοβάμαι να εικάσω ότι η πλέον ανώδυνη και λιγότερο τραυματική εκδοχή στην άσκηση διπλωματίας διευκολύνεται από την υπερίσχυση του θυμικού και της συναισθηματικής νοημοσύνης.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ