Συρόμαστε σε διάλογο!

Συρόμαστε σε διάλογο!

Δεν ζητήσαμε καν την ακύρωση της NAVTEX για έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα…

Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ


-Δεμένοι στο άρμα της Ουάσινγκτον, εξαρτώμενοι από το Βερολίνο, έχουμε ξεχάσει την Κίνα – Και σύννεφα με το Παρίσι λόγω φρεγατών
-Επικίνδυνη διγλωσσία για την Κύπρο!

Στην παγίδα που έχει στήσει ο Ταγίπ Ερντογάν ετοιμάζεται να μπει η κυβέρνηση για να μη δυσαρεστήσει τη… Γερμανία, ενώ είναι φανερό ότι η συμμετοχή της σε έναν διάλογο με την Άγκυρα, ενώ παραμένει σε ισχύ το τουρκολιβυκό μνημόνιο, συνεχίζονται οι έμπρακτες αμφισβητήσεις της ελληνικής κυριαρχίας και τα τουρκικά ερευνητικά και γεωτρύπανα αλωνίζουν (προς το παρόν) στην κυπριακή ΑΟΖ, οδηγεί τελικά στη νομιμοποίηση των τουρκικών προκλήσεων και διευκολύνει την επιβολή τετελεσμένων από την Τουρκία.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η Αθήνα αρκέστηκε σε μια δήλωση του εκπροσώπου του Ερντογάν, Ιμπραήμ Καλίν, και μπήκε στη διαδικασία συνεννοήσεων για την έναρξη ελληνοτουρκικού διαλόγου, χωρίς καν να απαιτήσει την απόσυρση της περίφημης NAVTEX, η οποία ανήγγειλε την έναρξη σεισμικών ερευνών νότια του Καστελλόριζου, επί της ελληνικής υφαλοκρηπίδας.

Η κατάργηση αυτής της NAVTEX έπρεπε να αποτελεί sine qua non όρο για να υπάρξει η οποιαδήποτε ελληνοτουρκική συζήτηση, καθώς σε διαφορετική περίπτωση η Ελλάδα θα εμφανίζεται να συνομιλεί με την Τουρκία για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας, ενώ είναι σε ισχύ αναγγελία ερευνών του τουρκικού ερευνητικού σε περιοχή ελληνικής υφαλοκρηπίδας, την οποία είχε προσπαθήσει να σφετερισθεί το 2012 η Τουρκία με έκδοση αδειών για έρευνες στην τουρκική κρατική εταιρεία ΤΡΑΟ.

Τότε είχαν υπάρξει διαβήματα σε Άγκυρα και ΟΗΕ, αλλά τώρα η Αθήνα δείχνει να αποστρέφει το βλέμμα και να δέχεται επανέναρξη διαλόγου, ενώ είναι σε ισχύ η συγκεκριμένη NAVTEX. Όμως πλέον αυτή η περιοχή έχει ενταχθεί στη μονομερώς δηλωθείσα στον ΟΗΕ τουρκική υφαλοκρηπίδα, προσδίδοντας έτσι υποτιθέμενη νομιμοποίηση στις τουρκικές παράνομες ενέργειες.

Αυτή είναι η χειρότερη μορφή κατευνασμού, με τον Ταγίπ Ερντογάν να επιχειρεί να εκμεταλλευθεί τη συγκυρία και την ευκαιρία που του προσφέρει η Αθήνα.

Αν και ακόμη είναι πρόωρο για να εξαχθούν συμπεράσματα, προκαλεί πολλά ερωτηματικά το γεγονός ότι ενώ στο επεισόδιο της προηγούμενης εβδομάδας λειτούργησε αποτελεσματικά η προβολή της αποτρεπτικής ισχύος των Ενόπλων Δυνάμεων, με τον σχεδιασμό του Αρχηγού του Στόλου, αντιναυάρχου Παναγιώτη Λυμπέρη (γιου του ναυάρχου Χρήστου Λυμπέρη), που έστειλε το μήνυμα ότι κάθε κίνηση στην ελληνική υφαλοκρηπίδα θα προκαλούσε γενικευμένη αντίδραση και απάντηση της Αθήνας, η κυβέρνηση τώρα σπεύδει να αποδεχθεί την πρόταση (μέσω Γερμανών) για έναρξη διαλόγου.

Η Τουρκία και ο κ. Ερντογάν έχουν συνηθίσει τα τελευταία χρόνια να ρισκάρουν λίγα, κερδίζοντας πολλά. Όταν όμως γνωρίζουν ότι μια απόπειρα σεισμικών ερευνών σε ανοιχτή θάλασσα, που δεν μπορεί να προσφέρει σημαντικά χειροπιαστά αποτελέσματα, μπορεί να προκαλέσει ευθεία πολεμική αντιπαράθεση, γίνονται δεύτερες σκέψεις.

Και αυτή η δεύτερη σκέψη (με τη βοήθεια και τις συμβουλές των Γερμανών) ήταν η προσωρινή αναστολή των ερευνών του «Oruc Reis» και η παγίδευση της ελληνικής πλευράς σε διάλογο, υπό την απειλή ότι εάν δεν ξεκινήσει ο διάλογος αυτός (για τον οποίο η Τουρκία έχει θέσει συγκεκριμένες προϋποθέσεις), η Τουρκία δικαιούται και νομιμοποιείται να προχωρήσει στην υλοποίηση των απειλών της.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, προσδεμένη στο άρμα της Ουάσινγκτον και εξαρτώμενη από το Βερολίνο, δυστυχώς δείχνει αδυναμία να παίξει το χαρτί της πολυεπίπεδης διπλωματίας, διατηρώντας το ψυχρό κλίμα με τη Μόσχα, έχοντας σχεδόν λησμονήσει την ύπαρξη της Κίνας και κάνοντας στραβοτιμονιές με το Παρίσι, με κορυφαίο τον χειρισμό στην υπόθεση των δύο φρεγατών.

Η Ρωσία και ο Πρόεδρος Πούτιν έχουν κάνει τις επιλογές τους και είναι ξεκάθαρο ότι θεωρούν ότι η Τουρκία, υπό πολλές προϋποθέσεις και με πολλούς αστερίσκους, είναι πιο χρήσιμη και εξυπηρετεί περισσότερο από την Ελλάδα τους γεωστρατηγικούς στόχους της Ρωσίας.

Όμως η Αθήνα οφείλει να προσπαθήσει και να μοχθήσει ώστε να αποκατασταθούν οι σχέσεις με τη Ρωσία και τον Προέδρο Πούτιν, καθώς η λυκοφιλία του με τον Ερντογάν έχει ημερομηνία λήξης.

Και η θέση αρχών της Μόσχας, σύμφωνα με την οποία οι διαφορές πρέπει να επιλύονται μέσω του διαλόγου, στη βάση του Διεθνούς Δικαίου, είναι πολύ πιο κοντά στην ελληνική θέση, παρά στην τουρκική.

Και η Αθήνα πρέπει να καλύψει το κενό αυτό και να μη θυσιάζει τις ελληνορωσικές σχέσεις προκειμένου να αποσπάσει μια καλή δήλωση του πρέσβη Πάιατ ή του υφυπουργού Πάλμερ, οι οποίες θα αχρηστευθούν μόλις ο επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ ή / και ο ίδιος ο Λευκός Οίκος εκδώσουν μια διαφορετικού κλίματος ανακοίνωση.

Η εμπλοκή και η ακύρωση, όπως όλα δείχνουν, της προμήθειας των δύο γαλλικών φρεγατών έγινε με παρέμβαση αμερικανικού δακτύλου, αλλά τελικά η όλη εξέλιξη πλήττει το αξιόμαχο της Ελλάδας και την ελληνική αποτρεπτική ικανότητα, μια και οι υποσχέσεις των Αμερικανών πηγαίνουν σε χρονικό ορίζοντα πολύ πιο μακρινό από εκείνον που προβλέπονταν για τις γαλλικές φρεγάτες.

Η κυβέρνηση, η οποία σχεδόν πανηγύρισε για την «υπαναχώρηση» του Ερντογάν και της Τουρκίας, δείχνει να μην α­ντιλαμβάνεται την πραγματικότητα και το γεγονός ότι ο Ερντογάν έπαιξε ένα πονηρό παιγνίδι όχι μόνο απέναντι στην Ελλάδα αλλά και στη διεθνή κοινότητα, επιχειρώντας να αποδυναμώσει τις ελληνικές θέσεις και τα αντίστοιχα επιχειρήματα.

Η Αθήνα πολύ δύσκολα θα μπορέσει να πείσει εταίρους, συμμάχους και επίδοξους μεσολαβητές, όπως η κ. Μέρκελ, ότι δεν μπορεί να ξεκινήσει καν τις διερευνητικές επαφές όταν η Τουρκία θέλει να επιβάλει στην ατζέντα τη συζήτηση θεμάτων όπως οι «γκρίζες ζώνες» και τα… αμφισβητούμενα νησιά του Αιγαίου, ο αφοπλισμός των ελληνικών νησιών αλλά και η απαίτηση για μηδενική επήρεια των ελληνικών νησιών σε θαλάσσιες ζώνες.

Ο διάλογος τον οποίο επιδιώκει η Τουρκία και δείχνουν να ευνοούν αρκετοί εταίροι και σύμμαχοι, είτε λόγω άγνοιας του βάθους και της πολυπλοκότητας των ελληνοτουρκικών είτε επειδή απλώς θέλουν να βοηθήσουν την Άγκυρα, δεν είναι τίποτε περισσότερο από το περιτύλιγμα των τουρκικών διεκδικήσεων και αμφισβητήσεων της ελληνικής κυριαρχίας και των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.

Γι’ αυτό ο Κ. Μητσοτάκης δεν πρέπει να σπαταλήσει σε μια αδιέξοδη διαδικασία το διπλωματικό και πολιτικό κεφάλαιο που κέρδισε η χώρα με τη διαχείριση της κρίσης στον Έβρο αλλά και την υπόθεση της NAVTEX της 21ης Ιουλίου, αλλά με βάση τις εμπειρίες του εξαμήνου να συγκρο­τηθεί ένα διευρυμένο αμυντικό και διπλωματικό μέτωπο αποτροπής. Εάν κριθεί ότι πρέπει να υπάρξουν επαφές με την Τουρκία, ώστε να μην επιρριφθεί στην «αδιαλλαξία» της Αθήνας η ευθύνη για τη μη έναρξη διαλόγου, ας αρκεστούν στις διερευνητικές επαφές. Με πλήρη επίγνωση όμως των παγίδων που κρύβει αυτή η διαδικασία, όχι μόνο τώρα, αλλά στη διάρκεια των σχεδόν 60 γύρων διαπραγματεύσεων από το 2002…

Είναι γνωστό εξάλλου τι εμπόδισε την κατάληξη των διερευνητικών επαφών: Η έγερση θέματος «γκρίζων ζωνών» και η απαίτηση της Τουρκίας να έχει λόγο και να τεθούν υπό την έγκρισή της τα όρια της επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων και φυσικά όλες οι θεωρίες ότι τα νησιά δεν έχουν θαλάσσιες ζώνες.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη τις τελευταίες ημέρες εμφάνισε μια επικίνδυνη διγλωσσία. Έχουμε επισημάνει αρκετές φορές ότι το κλίμα μεταξύ Μεγάρου Μαξίμου και Προεδρικού Μεγάρου στη Λευκωσία δεν είναι το καλύτερο, όμως υπάρχουν συγκεκριμένα όρια, που είναι απαράβατα.

Είχαμε επισημάνει από την προηγούμενη εβδομάδα ότι πρέπει να περιορισθούν οι παράγοντες και σύμβουλοι που συνωστίζονται στο Μαξίμου και προέρχονται από το ιδεολογικό ρεύμα του Ποταμιού και το ΕΛΙΑΜΕΠ και να υπάρξει ισορροπία στη διαμόρφωση των βασικών αξόνων της εξωτερικής πολιτικής.
Τελευταίο κρούσμα η δήλωση του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας του πρωθυπουργού Αλέξανδρου Διακόπουλου (στο Mega), καθώς τόνισε ότι «άλλο το ‘‘Oruc Reis’’ και το Καστελλόριζο και άλλο το ‘‘Barbaros’’ στην Κύπρο». Μια δήλωση που, ανεξαρτήτως προθέσεων του ναυάρχου ε.α., παρέπεμψε στο γνωστό «Η Κύπρος κείται μακράν…».

Θα πρέπει να αντιληφθεί πλέον η ελληνική πολιτική ηγεσία ότι η Τουρκία στήνει και μεθοδεύει με ενιαίο τρόπο τις προκλήσεις της απέναντι στην Ελλάδα και στην Κύπρο και για τον λόγο αυτό η αντιμετώπιση πρέπει να είναι ενιαία και με τη μορφή μετώπου.

Και κάθε λογική του τύπου «μπορούμε να τα βρούμε… εύκολα με τους Τούρκους, αν αφήσουμε στην άκρη το Κυπριακό και κλείσουμε τα μάτια στις τουρκικές προκλήσεις εις βάρος της Κύπρου», είναι τραγική και επικίνδυνη για τη χώρα.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ