Και το όνομα του νέου Μνημονίου: Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Πολλοί πίστεψαν ότι η Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ (17 – 20 Ιουλίου) δεν θα κατέληγε σε συμφωνία. Είχαν πάρει, βλέπετε, στα σοβαρά τις δηλώσεις Ιταλών, Ισπανών και Ελλήνων, που τόνιζαν ότι δεν θα δέχονταν τους μνημονιακούς όρους των Βορείων στην εκταμίευση και αξιοποίηση του πακέτου Μέρκελ – Μακρόν. Ως συνήθως… βγήκαν γελασμένοι.
Ο φόβος κλυδωνισμών στα χρηματιστήρια και τις αγορές ομολόγων οδήγησε τους Γερμανούς να επιμείνουν στο να παρθεί απόφαση και οι Νότιοι αποδείχθηκαν εύκολη λεία για μια ακόμη φορά. Στην Αθήνα, κατά την πάγια τακτική όλων των ελληνικών κυβερνήσεων την τελευταία δεκαετία, προσπάθησαν να πανηγυρίσουν με την κωλοτούμπα του κ. Μητσοτάκη αυτήν τη φορά. Στόχος τους είναι να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις για αυτά που λαμβάνουν χώρα στο Αιγαίο και να προσφέρουν κάποια ελπίδα απέναντι στην κρίση και την οικονομική ανέχεια που μαστίζει τους εργαζόμενους και την κοινωνία γενικότερα. Από αυτήν τη σκοπιά, αξίζει να δούμε τα κυβερνητικά μυστικά και ψέματα γύρω από τη συμφωνία που επετεύχθη.
Το πρώτο και μεγαλύτερο ψέμα αφορά το ύψος της συμφωνίας. Από το Μαξίμου ισχυρίσθηκαν ότι η συμφωνία αφορά τη συνολική εκταμίευση ενισχύσεων ύψους 72 δισ. ευρώ μέχρι το 2029. Ήταν μια προσπάθεια να καλύψουν την κωλοτούμπα του κ. Μητσοτάκη, ο οποίος στις 5 Ιουλίου έλεγε στους «Financial Times» ότι «η Ελλάδα δεν θα υποκύψει στους όρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης», αλλά στη Σύνοδο είπε αδιαμαρτύρητα… ναι σε όλα. Τα 72 δισ. που επικαλέστηκαν όμως είναι στην πραγματικότητα άμεσες επιδοτήσεις μόλις 13,6 δισ., όπως μας πληροφορεί και η ιστοσελίδα euro2day την Τετάρτη 22 Ιουλίου. Βλέπετε, οι επικοινωνιολόγοι του Μαξίμου ξέχασαν να αφαιρέσουν από τα 72 δισ. τα 20 δισ. που θα εισφέρει η Ελλάδα στον κοινοτικό προϋπολογισμό και άλλα 20 δισ. των διαρθρωτικών ταμείων, που θα εισπράτταμε ούτως ή άλλως. Έτσι φτάνουμε στα περιβόητα 32 δισ. που συζητάγαμε όλο το προηγούμενο διάστημα, από τα οποία 20 δισ. περίπου είναι επιχορήγηση από το «Ταμείο Ανάκαμψης» και 12 δισ. δάνεια που θα αναζητήσει στις αγορές το Ελληνικό Δημόσιο. Όμως και από αυτά τα 20 δισ. των επιχορηγήσεων σίγουρο είναι το 70% περίπου, δηλαδή τα 13,6 δισ. που αναφέρει το euro2day (20 x 0,7). Το υπόλοιπο 30% θα εκταμιευθεί μετά το 2023, εάν και εφόσον δικαιολογείται από την οικονομική ύφεση το 2020 και το 2021.
Όμως τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα, γιατί κάπου εδώ αρχίζουν οι μνημονιακοί όροι. Η χορήγηση ακόμη και αυτών των 13,6 δισ. θα λάβει χώρα κατόπιν υποβολής σχεδίου «ανάκαμψης και ανθεκτικότητας» από τις χώρες-μέλη. Αυτό είναι το όνομα του νέου Μνημονίου. Όπως μας πληροφορεί το bankingnews (21/7), για την Ιταλία αυτό θα σημάνει τη μεταρρύθμιση –δηλαδή το πετσόκομμα– του ασφαλιστικού της συστήματος, ενώ για την Ελλάδα την εγκατάλειψη των όποιων φοροελαφρύνσεων και την επιβολή πακέτου μέτρων λιτότητας.
Το νέο Μνημόνιο φέρνει μαζί του και μια νέα εποπτεύουσα αρχή. Είναι οι χώρες-μέλη της ΕΕ, που μπορούν ανά πάσα στιγμή να μπλοκάρουν τις εκταμιεύσεις μιας άλλης χώρας. Συγκεκριμένα, μια χώρα θα έχει το δικαίωμα να καταγγείλει τις αποκλίσεις άλλης χώρας από το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Η καταγγελλόμενη χώρα θα έχει την υποχρέωση να πείσει την Κομισιόν ότι έχει εφαρμόσει τα μνημονιακά μέτρα. Διαφορετικά θα παγώνουν οι εκταμιεύσεις, έως ότου συμμορφωθεί, ή ακόμη και θα αποπέμπεται από το πρόγραμμα. Αυτός θα είναι και ο μηχανισμός εκβιασμού των χωρών του νότου από τις εξαγωγικές χώρες του Βορρά. Θα σου λένε ότι εάν δεν διαθέσεις ένα σημαντικό μέρος των ενισχύσεων για την επιδότηση των ηλεκτρικών αυτοκινήτων που λανσάρει η Γερμανία, παραδείγματος χάριν, τότε θα φας καταγγελία στην Κομισιόν.
Αλλά και τα όποια χρήματα θα διατεθούν για την ελληνική οικονομία μη νομίζετε ότι θα έχουν καλύτερη τύχη. Καταρχάς, το κράτος, λόγω των πρωτογενών πλεονασμάτων, που θα ισχύουν κανονικά όλο το επόμενο διάστημα, είναι στην ουσία αποκλεισμένο από την αξιοποίηση των κονδυλίων μέσω δημοσίων επενδύσεων. Βλέπετε, το «Ταμείο Ανάκαμψης» προβλέπει ιδία συμμετοχή 50% για την επιχορήγηση τόσο ιδιωτικών, όσο και δημόσιων επενδύσεων. Πώς μπορεί να συμμετάσχει λοιπόν σε αυτό ένα κράτος με δέσμευση 3,5% σε πρωτογενή πλεονάσματα; Είναι αδύνατον.
Το ίδιο ισχύει και για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που δεν έχουν ούτε ίδιους πόρους ούτε πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό. Ποιοι μένουν; Μα, ποιοι άλλοι, οι διαπλεκόμενοι κυβερνητικοί «φίλοι», που έσπευσαν το προηγούμενο διάστημα να εκταμιεύσουν ομολογιακά δάνεια από το κρατικά επιδοτημένο και διαρκώς επιχορηγούμενο τραπεζικό σύστημα. Αυτοί θα πάρουν το μεγαλύτερο μέρος των ενισχύσεων, για έργα που δεν προσφέρουν τίποτα στις τοπικές κοινωνίες και καταστρέφουν και το περιβάλλον. Η κοινωνία θα υποστεί το βάρος των μέτρων, των νέων κοινοτικών φόρων και των δανείων για τη χρηματοδότησή τους. Το θέμα είναι μέχρι πότε θα ανεχόμαστε την ανακύκλωση αυτού του αδιεξόδου.