«Φίλος μεν Πλάτων, φιλτάτη δ’ αλήθεια»: Ανακριβειών αναίρεση

«Φίλος μεν Πλάτων, φιλτάτη δ’ αλήθεια»: Ανακριβειών αναίρεση


Του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΟΝΟΜΗ
Ακαδημαϊκού


«I always think about the reputation of the Academy, but there are cases that if we remain silent we indeed hurt this historically important institution» «I always think about the reputation of the Academy, but there are cases that if we remain silent we indeed hurt this historically important institution» (1).

Όταν το 1957, με το τέλος της υποτροφίας μου, επρόκειτο να φύγω από το Κέιμπριτζ, επισκέφθηκα τον καθηγητή Sir D. Page για να τον ευχαριστήσω που με βοήθησε στις σπουδές μου. Μου είχε ήδη προ δύο ημερών αποστείλει με δική του πρωτοβουλία δύο συστατικά γράμματα, όπου με επαινούσε για τις επιδόσεις μου και εν γένει για την προσωπικότητά μου. Αποχαιρετώντας με μου είπε, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Μη νομίσεις ότι είσαι ο μόνος έλληνας φοιτητής μου. Είχα πολλούς και στην Οξφόρδη και εδώ, αλλά όλοι τους τα ήξεραν. Μόνο εσύ ήρθες και μου είπες ότι δεν γνωρίζεις τίποτα και ζήτησες να αρχίσουμε εντελώς από την αρχή».

Γενικά έχω πάντοτε την αίσθηση ότι οι Νεοέλληνες είμαστε τυχεροί γιατί οι ξένοι λαοί τρέφουν συνήθως εκτίμηση για μας ως απογόνους κυρίως των αρχαίων Ελλήνων. Το δυστύχημα όμως για μας είναι ότι δεν μπορούμε, εξαιτίας των πολλών ελαττωμάτων μας, να εκμεταλλευθούμε την αναγνώριση αυτή. Ένα από τα μεγαλύτερα ελαττώματά μας είναι ότι νομίζουμε ότι ως απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων μπορούμε να υποτιμούμε τους ξένους λαούς και να υποστηρίζουμε ότι οι αρχαίοι πρόγονοί μας έχουν εφεύρει σχεδόν τα πάντα. Η αδυναμία μας αυτή δεν περιορίζεται δυστυχώς μόνο στα αμόρφωτα στοιχεία της κοινωνίας μας, αφού δεν απουσιάζει και από τη θεωρούμενη πνευματική ελίτ της χώρας. Τα ξέρουμε όλα και αποφαινόμαστε περί παντός επιστητού.

Ένα πρόσφατο παράδειγμα τέτοιας αστήρικτης συμπεριφοράς: Σε συνεδρία της Ακαδημίας Αθηνών στις αρχές του 2019, κατά την παράδοση της προεδρίας στον νέο πρόεδρο, ο απερχόμενος πρόεδρος, μηχανικός την ειδικότητα, επέλεξε ως θέμα της ομιλίας του –παρά την κρατούσα παράδοση να επιλέγει το θέμα του από την ειδικότητά του– την αρχή του ελληνικού αλφαβήτου. Στην ομιλία του αυτή ισχυρίστηκε ότι «ελληνικό το πρώτο αλφάβητο στον κόσμο» και πολλές άλλες υπερβολικές ανακρίβειες. Ουδείς, ούτε από τους Ακαδημαϊκούς, οι οποίοι παρευρίσκοντο στη συνεδρία, ούτε από το νοήμον κοινό της Αθήνας, το οποίο συχνάζει σε τέτοιες συναθροίσεις, διαμαρτυρήθηκε για τη φαντασίωση αυτή του ομιλητή.

Είχα, μερικούς μήνες πριν από την ομιλία του απελθόντος προέδρου, προβεί σε ανακοίνωση στην Ακαδημία Αθηνών για τη γραφή και το αλφάβητο και εξήγησα περιληπτικά εκτός των άλλων και το θέμα του ελληνικού αλφαβήτου, το οποίο παρουσιάζω και στο τελευταίο βιβλίο μου. Στην ανακοίνωσή μου διευκρίνισα εν συντομία τη διαφορά του συλλαβαρίου από το αλφάβητο και ανέφερα ότι, σύμφωνα με τη σχεδόν ομόφωνη επιστημονική άποψη, το πρώτο ατελές αλφάβητο υπήρξε εφεύρεση των Σημιτών (Χερσόνησος Σινά), τον 17ο αιώνα π.Χ. Τόσο στην ανακοίνωση, όσο και ιδιαίτερα στο βιβλίο μου πληροφορούσα τον αναγνώστη ότι το ελληνικό αλφάβητο, σύμφωνα με την κρατούσα επιστημονική άποψη, προήλθε από το σημιτικό αλφάβητο των βορειοδυτικών Σημιτών (Χαναναίων), που μέσω των Φοινίκων(2) έγινε γνωστό στους Έλληνες, και ότι η χρονολογία του δανεισμού που προτιμάται είναι συνήθως ο 9ος ή το πρώτο μισό του 8ου αιώνα, γιατί δεν υπάρχουν ελληνικές αλφαβητικές επιγραφές παλαιότερες του 8ου αιώνα. Τόνιζα επίσης την αξία της ελληνικής συμβολής στην τελειοποίηση του αλφαβήτου ύστερα από τις τροποποιήσεις που επέφεραν οι Έλληνες στο σημιτικό αλφάβητο, ώστε να δημιουργηθεί το πρώτο τέλειο αλφάβητο που επικράτησε στη Δύση και έκανε κατορθωτή την τεράστια πρόοδο που συντελέστηκε παγκόσμια.

Στο σύνολό της, η ομιλία του Ακαδημαϊκού είναι μνημείο αμάθειας και σύγχυσης σχετικά με το θέμα που ανέπτυξε, αφού οι απόψεις του δεν έχουν καμία σχέση με την κρατούσα επιστημονική άποψη για το θέμα του δανεισμού, τον οποίο αρνείται. Και δεν αρκέστηκε ο ομιλητής να μας πληροφορήσει ανακριβώς ότι το πρώτο αλφάβητο στον κόσμο ήταν ελληνικό, αλλά διατύπωσε και τον αστήρικτο ισχυρισμό, χωρίς καμία δικαιολόγηση, ότι δεν υπήρξε ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, την οποία τελικά φαίνεται να αποδέχεται σε άλλο σημείο της ομιλίας του, ενώ σε άλλη αναφορά του στο ζήτημα αυτό μιλά για ινδοευρωπαϊκή φυλή! Την ίδια στιγμή παραπέμπει στον F. R. Adrados, ο οποίος είναι γλωσσολόγος που εργάζεται αποκλειστικά στην ινδοευρωπαϊκή γλώσσα. Εκτός από τα πολλαπλά έργα και άρθρα του, στα οποία αναφέρεται αποκλειστικά στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, ο Adrados συνέγραψε τρίτομο έργο με τη συνεργασία των A. Bernabe και J. Mendoza («Manual de Linguistica Indoeuropea», Madrid, 1995 – 1998), όπου προσπαθούν να ανασυνθέσουν τη μορφή της μητέρας ινδοευρωπαϊκής γλώσσας.

Όσο για την εξεζητημένη αναφορά του ομιλητή στον Πλάτωνα ως πατέρα της συγκριτικής γλωσσολογίας και της συγκριτικής μεθόδου για τις διαλέκτους και την ετυμολογία, αυτό δεικνύει την έλλειψη οικειότητάς του με το έργο του Πλάτωνος, αφού στον «Κρατύλο», εκτός από τα επιχειρήματα των δύο πρωταγωνιστών, Ερμογένη και Κρατύλου, ο Σωκράτης ειρωνικά επιχειρεί αρκετές ετυμολογίες, απόδειξη ότι ο Πλάτων δεν πιστεύει στις θεωρίες των δύο αντιπάλων και γενικότερα σε τέτοιου είδους εργασίες. Ούτε εξάλλου και επανήλθε ποτέ ο Πλάτων σε τέτοια θέματα. Η συγκριτική μελέτη των γλωσσών άρχισε μόνο τον 19ο αιώνα και μάλιστα με τη σύγκριση των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών.

Οι αναφορές του ομιλητή στο Δισπηλιό και στα Γιούρα δεν έχουν καμία σχέση με το αλφάβητο. Δεν φαίνεται να γνωρίζει ότι είναι σύμβολα με τα οποία επικοινωνούσαν μεταξύ τους κυρίως οι εμπορευόμενοι ήδη από το 8.000 π.Χ. στη Μεσοποταμία και αλλού και ότι, αν ό­ντως υπάρχουν τέτοια σύμβολα στο Δισπηλιό και στα Γιούρα, –αμφισβητούνται σήμερα από τους αρχαιολόγους– πρόκειται για σύμβολα επικοινωνίας. Ας σημειωθεί ότι ο ομιλητής έσπευσε να αποστείλει την ομιλία του στην εφημερίδα «Εστία», της οποίας οι ευπαίδευτοι εκδότες, που τόσο αγάπησαν την Ακαδημία, έσπευσαν με τη σειρά τους να την παρουσιάσουν υπερήφανα ολοσέλιδη, χαρακτηρίζο­ντάς τη μάλιστα «εξαιρετική», για να μάθει ο ελληνικός λαός το μεγάλο γεγονός της εύρεσης του πρώτου αλφαβήτου από τους Έλληνες.

Ο ομιλητής δεν προσδιορίζει τη χρονολογία της εύρεσης του ελληνικού αλφαβήτου, επανειλημμένα όμως αναφέρεται στον Τρωικό Πόλεμο (1200 π.Χ.) και ισχυρίζεται ανακριβώς ότι «βάσει ιστορικών δεδομένων […] έχει γίνει δεκτό από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα ότι η ελληνική αλφαβητική γραφή υπήρχε πιθανότατα πριν από την εποχή του Τρωικού Πολέμου», ενώ άλλοτε υποστηρίζει ότι ήταν γνωστή στον Όμηρο, χωρίς να συνειδητοποιεί μαζί με τους Ομηριστές ότι τα σήματα λυγρά του Ομήρου είναι απλώς σύμβολα επικοινωνίας ή σύμβολα της Γραμμικής Β’ για τον ίδιο σκοπό, και χωρίς βέβαια ίχνος υποψίας ότι ο Όμηρος σήμερα προσδιορίζεται ότι έζησε στον 7ο αιώνα π.Χ. Σχετικά με την παραλαβή του φοινικικού αλφαβήτου από τους Έλληνες υποστηρίζει, χωρίς επιχειρήματα, ότι οι σχετικές πληροφορίες «στερούνται αξιοπιστίας» και παρ’ όλα αυτά αφήνει το ζήτημα ανοικτό. Μία φορά στα συμπεράσματά του αναφέρεται στο ελληνικό αλφάβητο του 8ου αιώνα και αμέσως μετά διακηρύσσει μαζί με τον Μιστριώτη ότι το ελληνικό αλφάβητο είναι πολύ αρχαιότερο, πιθανότατα στα χρόνια του Τρωικού Πολέμου.

Συμπερασματικά, πρέπει επιτέλους να α­ντιληφθούμε ότι με τέτοιες φαντασιώσεις και ανακρίβειες όχι μόνο δεν μπορούμε να πείσουμε κανέναν αντικειμενικό μελετητή για ανύπαρκτες πρωτιές των προγόνων μας σε ορισμένα θέματα αλλά και στην προκειμένη περίπτωση αποκρύπτεται δυστυχώς η σημα­ντική συμβολή των αρχαίων Ελλήνων στη διαμόρφωση ενός πλήρους αλφαβήτου. Λίθοι, πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα η ανακοίνωση, που ουδέν νέο προσφέρει, παρά μόνο παραπλάνηση των ανυποψίαστων μαζών και περιφρόνηση των απόψεων των επαϊό­ντων, αφού ο ομιλητής δεν γνωρίζει ούτε ένα σύγγραμμα ειδικού, από τα πάμπολλα που υπάρχουν, και αναφέρεται μονάχα στο λεξικό της Σούδας, στον άσχετο Μιστριώτη του 1900 και στον αρχαιολόγο Αρβανιτόπουλο, που δίδασκε στους φοιτητές του στοιχεία μόνο επιγραφικής.

Τέλος, με τέτοιες ανακοινώσεις, αντί να γίνεται προσπάθεια ανεύρεσης της επιστημονικής αλήθειας, αντίθετα προσβάλλεται η νοημοσύνη του κοινού, αφού διακηρύσσονται ανυπόστατες απόψεις, που αγνοούν παντελώς την υπάρχουσα, τεράστια ειδική βιβλιογραφία, και αυτό παρά την υπόσχεση ότι ο ομιλητής θα παρουσίαζε αυθεντικές γνώμες ειδημόνων και νεότερα ευρήματα(3).

Και το επιμύθιο: Αυτά παθαίνουν όσοι, αντί να περιοριστούν στην ειδικότητά τους, νομίζουν ότι μπορούν να ομιλούν περί παντός επιστητού.
……………………………………………………………..
1. Η περικοπή αυτή προέρχεται από συνάδελφο στην Ακαδημία, του οποίου την κρίση εμπιστεύομαι απολύτως.
2. Για τους Φοίνικες ο ομιλητής ψάχνει ακόμη να βρει πότε οι «φοίνικες μετανάστες» ε­γκαταστάθηκαν στη Φοινίκη, ενώ είναι γνωστό ότι η χρονολογία που επικρατεί είναι το 3.000 π.Χ. Στη συνέχεια, θέματα που έχουν λυθεί, π.χ. η αρχαιότητα των φοινικικών επιγραφών (11ος – 10ος αιώνας), τα παρουσιάζει ως άλυτα και μας πληροφορεί μάλιστα ότι δεν υπάρχουν φοινικικές επιγραφές! Αμφισβητεί τη γνώμη του Ηροδότου για το αλφάβητο, επειδή ο ιστορικός χρησιμοποιεί τη φράση «ως εμοί δοκέει», και χωρίς βέβαια να γνωρίζει ούτε ο ίδιος ο Ακαδημαϊκός ούτε η πηγή του την προγενέστερη του Ηροδότου επιγραφή της πόλης Τέω (SIG 3 38,1.37) «Φοινικήια εκκόψει», που σημαίνει ότι οι Έλληνες πριν από τον Ηρόδοτο πίστευαν ήδη ότι πήραν το αλφάβητο από τους Φοίνικες.
3. Όσο για τις αυθεντικές γνώμες ειδημόνων, μπορώ να αναφέρω ότι αρκετές ανακριβείς γνώμες που αναφέρει ο ομιλητής είναι παρμένες από ιστοσελίδα όπου γράφουν τις απόψεις τους ανεξάρτητοι έλληνες εθνικιστές. Συγκεκριμένα, από τα κείμενα αυτά αναπαράγεται η άποψη για την ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, τα περί ύπαρξης αλφαβήτου στο Δισπηλιό και στα Γιούρα, τα περί Φοινίκων, η απόρριψη της μαρτυρίας του Ηροδότου καθώς και ο τίτλος της ομιλίας, όπου αναφέρεται ότι το πρώτο αλφάβητο στην ιστορία του κόσμου ήταν ελληνικό.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ