ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΠΡΟΔΟΣΙΑΣ ΤΟΥ 1974: Δεν ηττηθήκαμε, προδοθήκαμε…
Το «ΠΑΡΟΝ» ρίχνει άπλετο φως στα σχέδια που άνοιξαν την πόρτα στην Τουρκία…
Του
ΜΑΡΙΝΟΥ ΣΙΖΟΠΟΥΛΟΥ
Προέδρου του Κ.Σ. ΕΔΕΚ και
τ. Προέδρου της Επιτροπής της Κυπριακής Βουλής για τον Φάκελο της Κύπρου
-Ήταν το αποκορύφωμα μιας δεκαετούς συνωμοσίας, με στόχο την απομάκρυνση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου
-Όλα σχεδιάσθηκαν την άνοιξη του 1965 στην Αθήνα, με την ανατροπή του Γεωργίου Παπανδρέου
-Τα τρία σχέδια για την ανατροπή του Μακαρίου
Η επέτειος του προδοτικού πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής, εκτός από τα μνημόσυνα και τις επετειακές εκδηλώσεις, πρέπει να αποτελεί ημέρα προβληματισμού και αυτοκριτικής. Ημέρα ανασύνταξης των δυνάμεων και επανασχεδιασμού της στρατηγικής μας. Ημέρα επιβεβαίωσης της ορθότητας –ή μη– της ακολουθούμενης πορείας.
Σε στιγμές κρίσιμες για τον Ελληνισμό, σε περιόδους ασύμμετρων απειλών για το έθνος και την πατρίδα μας η ιστορική αυτογνωσία αποτελεί βασικό στοιχείο επιβίωσης. Η αναφορά στο παρελθόν δεν αποσκοπεί στην αναμόχλευση παθών ή στην υπονόμευση της ενότητας, αλλά στον παραδειγματισμό για αποφυγή των ίδιων ή παρόμοιων λαθών. Η λήθη θα πρέπει επιτέλους να αντικατασταθεί από την αλήθεια, η οποία, όπως είπε και ο ήρωας ποιητής Δώρος Λοΐζου, είναι πιο καυτή και από τη μήτρα του ήλιου.
Η ορθολογική ανάλυση του χρονικού της προδοσίας και το πώς φτάσαμε στο 1974 είναι αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε.
Το 1974 δεν ηττηθήκαμε. Προδοθήκαμε.
Το 1974 ο Ελληνισμός έχασε μια σημαντική μάχη. Δεν χάθηκε όμως ο πόλεμος. Δεν πρέπει να παραδοθούμε. Πρέπει να ανασυντάξουμε τις δυνάμεις μας και να αγωνιστούμε για να διασφαλίσουμε και να προστατεύσουμε τη φυσική, θρησκευτική και εθνική επιβίωση του Ελληνισμού στην Κύπρο, τη Θράκη, το Αιγαίο.
Η 15η και η 20ή Ιουλίου 1974 δεν ήταν δύο τυχαία γεγονότα. Ήταν το αποκορύφωμα μιας δεκαετούς, τουλάχιστον, συνωμοσίας, που αποσκοπούσε στην απομάκρυνση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου από την πολιτική ζωή της Κύπρου και την επιβολή διχοτομικής λύσης. Σε αυτήν την πορεία αξιοποιήθηκαν πολιτικοί και στρατιωτικοί στην Ελλάδα και οι συνοδοιπόροι τους στην Κύπρο.
Με τις συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου, τον Φεβρουάριο του 1959, και την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, η Τουρκία επέστρεψε για πρώτη φορά νόμιμα σε εδάφη της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και μάλιστα με εγγυητικά δικαιώματα και παρουσία τουρκικού στρατού.
Με βάση το σχέδιο «επανάκτησης της Κύπρου», που εκπόνησε το 1957 το Γραφείο Ειδικού Πολέμου του Τουρκικού Στρατού, η Τουρκία με την ένοπλη ανταρσία που υποκίνησε το 1963 – 1964 έθεσε σε υλοποίηση τη δεύτερη φάση του σχεδίου της. Τον γεωγραφικό διαχωρισμό του λαού στη βάση εθνοτικής και θρησκευτικής προέλευσης, για να χρησιμοποιηθούν οι Τουρκοκύπριοι ως στρατηγικό προγεφύρωμα για την υλοποίηση του επεκτατικού της στόχου. Ο στόχος τελικά, παρά τη βοήθεια των Βρετανών, δεν υλοποιήθηκε στον επιθυμητό βαθμό.
Γι’ αυτό και τον Αύγουστο του 1964 ακολούθησε το σχέδιο Άτσεσον, το οποίο ουσιαστικά κατέλυε την Κυπριακή Δημοκρατία και παραχωρούσε μεγάλη έκταση εδάφους στην Τουρκία για τη δημιουργία στρατιωτικής βάσης. Για την απόρριψή του από τους αμερικανονατοϊκούς κύκλους θεωρήθηκε υπεύθυνος ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Γι’ αυτό αποφασίστηκε η απομάκρυνσή του από την πολιτική ζωή, για να καταστεί δυνατή η επιβολή της διπλής ένωσης ως λύσης του Κυπριακού.
Το πρώτο πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου σχεδιάσθηκε στην Αθήνα την άνοιξη του 1965. Ως συντονιστής του εγχειρήματος αναφέρεται ο πρέσβης Ιωάννης Σωσίδης, άτομο το οποίο διαδραμάτισε ιδιαίτερο ρόλο και στο πραξικόπημα του 1974.
Η ΚΥΠΡΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΡΟΚΕΧΩΡΗΜΕΝΟ ΦΥΛΑΚΙΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΑΛΛΑ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ…
Μετά την ανατροπή του Γεωργίου Παπανδρέου τον Ιούλιο του 1965, οι ΗΠΑ, με αιχμή του δόρατος αρχικά τις κυβερνήσεις των αποστατών και στη συνέχεια τη χούντα, επιχείρησαν την ανατροπή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, τη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τον διαμελισμό της ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, για να αποφευχθεί δήθεν η κουβανοποίησή της.
Η τουρκική κυβέρνηση, τόσο στη συνάντηση του Παρισιού τον Δεκέμβριο του 1966, όσο και στη συνάντηση του Έβρου τον Σεπτέμβριο του 1967, ξεκαθάρισε ότι απορρίπτει τόσο τη διχοτόμηση όσο και τη διπλή ένωση και ότι η λύση που προκρίνει είναι η ομοσπονδία με γεωγραφικό διαχωρισμό, δηλαδή, αυτό που προωθείται σήμερα ως λύση διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας.
Στη συνάντηση μάλιστα του Έβρου τον Σεπτέμβριο του 1967, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, ο τούρκος πρωθυπουργός Ντεμιρέλ πρότεινε:
– η τουρκοκυπριακή κοινότητα να ελέγχει περίπου το 36% της επικράτειας,
– να γίνει ανταλλαγή πληθυσμού και περιουσιών,
– στην τουρκοκυπριακή περιοχή οι Ελληνοκύπριοι να μην ξεπερνούν το 10%,
– οι δύο περιοχές να απολαμβάνουν πλήρη νομοθετική, διοικητική και δικαστική εξουσία,
– τον καθορισμό πενταετούς μεταβατικής περιόδου για την υλοποίησή της.
Οι προσπάθειες διάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας απέτυχαν λόγω της σθεναρής στάσης του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Η διορατικότητα σε συνδυασμό με τη διεθνή αποδοχή του συνέβαλαν στην αποτελεσματική προστασία της. Αυτό οδήγησε σε εντατικοποίηση των σχεδιασμών πραξικοπηματικής ανατροπής του, για να δοθεί στην Τουρκία η νόμιμη δικαιολογία για εισβολή και κατάληψη κυπριακών εδαφών, ώστε να επιβληθεί ντε φάκτο η λύση της διχοτόμησης.
Έπρεπε να αποχωρήσει από την Κύπρο η Ελληνική Μεραρχία, να αποδυναμωθεί η άμυνα της Κύπρου για να διευκολυνθεί η εισβολή και να αποφευχθεί ο ελληνοτουρκικός πόλεμος. Υλοποιήθηκε με αφορμή την επιχείρηση εκκαθάρισης του τουρκοκυπριακού θύλακα στην Κοφίνου, τον Νοέμβριο του 1967.
Ακολούθησε η πρόκληση διχόνοιας ανάμεσα στον λαό με την καλλιέργεια, από τους ελλαδίτες αξιωματικούς που υπηρετούσαν στην Κύπρο, ενός ακραίου αντι-Μακαριακού κλίματος. Στην Εθνική Φρουρά κυριαρχούσε το σύνθημα «εχθρός είναι ο Μακάριος και όχι η Τουρκία».
Παράλληλα επιχειρήθηκε η πολιτική και εκκλησιαστική αποδυνάμωσή του. Οι προεδρικές εκλογές του Φεβρουαρίου του 1968 όχι μόνο δεν αποδυνάμωσαν τον Μακάριο, όπως ήταν η προσδοκία, αλλά το 97% του λαού που τον ψήφισε έφερε ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα.
Ακολούθησε η εκκλησιαστική κρίση, με καθοδηγητή και συντονιστή τον τότε πρέσβη της χούντας στη Λευκωσία Κωνσταντίνο Παναγιωτάκο, και η προσπάθεια καθαίρεσης του Αρχιεπισκόπου. Τελικά η προσπάθεια έπεσε στο κενό και αντί του Μακαρίου καθαιρέθηκαν οι τρεις μητροπολίτες.
Επόμενη ενέργεια ήταν η δολοφονία του Μακαρίου σε συνδυασμό με πραξικόπημα. Το 1969 ιδρύθηκε η παράνομη οργάνωση Εθνικό Μέτωπο, με καθοδήγηση του διοικητή των ΛΟΚ Δημήτρη Παπαποστόλου και του υπασπιστή του Μακαρίου Αθανάσιου Πουλλίτσα.
Τον Μάρτιο του 1970 σχεδιάστηκε η απόπειρα δολοφονίας του Αρχιεπισκόπου στο ελικόπτερο, σε συνδυασμό με την πραγματοποίηση του δεύτερου πραξικοπήματος με κωδική ονομασία «ΕΡΜΗΣ», με τη συμμετοχή μονάδων της Εθνικής Φρουράς και του Εθνικού Μετώπου. Απέτυχε λόγω της διάσωσης του Αρχιεπισκόπου.
Μετά τις συνεχείς αποτυχίες, η χούντα αποφάσισε να παίξει το τελευταίο της χαρτί. Να αξιοποιήσει τον στρατηγό Γρίβα.
Η προετοιμασία μυστικής καθόδου του Γρίβα στην Κύπρο άρχισε το 1970. Όπως δήλωσε στην Επιτροπή για τον Φάκελο της Κύπρου στενός του συνεργάτης, τον Αύγουστο του 1971, όταν έφτασε παράνομα στην Κύπρο για να ιδρύσει την ΕΟΚΑ Β΄, υπήρχε έτοιμη στρατιωτική οργάνωση η οποία αριθμούσε 650 ένοπλους ικανούς να αναλάβουν στρατιωτικές επιχειρήσεις και ένα ευρύ δίκτυο πληροφοριοδοτών.
Στενοί συνεργάτες του Γρίβα για την κάθοδό του στην Κύπρο ήταν πρόσωπα του στενού περιβάλλοντος του δικτάτορα Ιωαννίδη, όπως ο εφοπλιστής Ανδρέας Ποταμιάνος, ο Κοσμάς Μαστροκόλιας και ο ταγματάρχης Αθανάσιος Σκλαβενίτης που είχε διατελέσει και υπασπιστής του Γρίβα.
Στις 14 Φεβρουαρίου του 1972 η χούντα επιχείρησε να υλοποιήσει το τρίτο πραξικόπημα σε βάρος του Μακαρίου. Ματαιώθηκε λόγω διαρροής της πληροφορίας, της λαϊκής κινητοποίησης και του ογκώδους συλλαλητηρίου που ακολούθησε στην πλατεία της Αρχιεπισκοπής με κύριο ομιλητή τον Βάσο Λυσσαρίδη.
Συντονιστής του πραξικοπήματος ο πρέσβης Κωνσταντίνος Παναγιωτάκος.
Τρία σχέδια πραξικοπηματικής ανατροπής του Μακαρίου σχεδίασε και ο Γρίβας ως αρχηγός της παράνομης εγκληματικής οργάνωσης ΕΟΚΑ Β΄:
• Το πρώτο με ονομασία «ΣΦΕΝΔΟΝΗ» τον Δεκέμβριο του 1971.
• Το δεύτερο με ονομασία «ΑΠΟΛΛΩΝ» τον Μάρτιο του 1972.
• Το τρίτο με ονομασία «ΝΙΚΗ» τον Ιούλιο του 1973.
Τον Αύγουστο του 1973 ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος κάλεσε τον Γρίβα να διαλύσει την ΕΟΚΑ Β΄ και να επιστρέψει στην Αθήνα. Σταμάτησε τη χρηματοδότηση της οργάνωσης και την υποστήριξη προς τους τρεις έκπτωτους μητροπολίτες.
Με την ανατροπή του Παπαδόπουλου τον Νοέμβριο του 1973 και την ανάληψη της ηγεσίας της χούντας από τον Δημήτριο Ιωαννίδη, η πολεμική εναντίον του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου έγινε ακόμα πιο έντονη.
Τον Φεβρουάριο του 1974, σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, ελήφθη η απόφαση για την πραξικοπηματική ανατροπή του Μακαρίου. Σε αυτήν έλαβαν μέρος οι Ιωαννίδης, Γκιζίκης, Ανδρουτσόπουλος και Μπονάνος.
Τον Απρίλιο του 1974, σε νέα σύσκεψη, η απόφαση επαναβεβαιώθηκε και καθορίστηκε ως ημερομηνία η 15η Ιουλίου. Σε αυτήν έλαβαν μέρος οι τέσσερις προαναφερθέντες και ο Αρχηγός του Στρατού Γαλατσάνος.
Στις 2 Ιουνίου 1974 πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα σύσκεψη υπό τον Ιωαννίδη και τον Μπονάνο. Σε αυτήν παραβρέθηκαν οι Μιχάλης Γεωργίτσης και Κωνσταντίνος Κομπόκης, αρχηγός και υπαρχηγός του πραξικοπήματος. Καθορίστηκαν η μέρα και η ώρα πραγματοποίησης του πραξικοπήματος, η μορφή της επιχείρησης και τα συνθηματικά έναρξης και θετικής ή αρνητικής εξέλιξής του.
Από τα παραπάνω επιβεβαιώνεται ότι το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου δεν ήταν αποτέλεσμα της γνωστής επιστολής Μακαρίου προς Γκιζίκη, όπως κάποιοι διατείνονται. Η επιστολή έφερε ημερομηνία 2 Ιουλίου, αλλά ο Γκιζίκης την παρέλαβε στις 4 Ιουλίου.
Την Τρίτη 9 Ιουλίου 1974, μετά την επιστροφή τους στην Κύπρο, οι Γεωργίτσης και Κομπόκης κάλεσαν σύσκεψη για τον καθορισμό των λεπτομερειών αναφορικά με την υλοποίηση του πραξικοπήματος. Σε αυτήν παραβρέθηκαν οι:
– Παναγιώτης Γιαννακοδήμος, ταξίαρχος, επιτελάρχης του ΓΕΕΦ.
– Κωνσταντίνος Παπαγιάννης, αντισυνταγματάρχης, υποδιοικητής της ΕΛΔΥΚ.
– Γεώργιος Παπαγιάννης, αντιπλοίαρχος, διοικητής Ναυτικής Δύναμης Κύπρου.
– Γρηγόρης Λαμπρινός, αντισυνταγματάρχης, διοικητής της 23ης ΕΜΑ.
– Περικλής Κορκοντζέλος, επίλαρχος, διοικητής της 21ης ΕΑΝ.
– Κωνσταντίνος Κοντώσης, ταγματάρχης, σύνδεσμος με το ΑΕΔ.
– Κωνσταντίνος Ραφτόπουλος, ταγματάρχης, διοικητής της 31ης ΜΚ.
– Ναπολέων Δαμασκηνός, ταγματάρχης, διοικητής της 32ας ΜΚ.
– Παναγιώτης Λάμπρου, ταγματάρχης, διοικητής της 185 ΜΠΠ.
– Κωνσταντίνος Ιωαννίδης, ταγματάρχης, διοικητής της 195 ΜΕΑ/ΑΠ.
– Ελευθέριος Ζήδρος, ταγματάρχης Διαβιβάσεων.
Στις 11 Ιουλίου 1974, ο πρωθυπουργός της χούντας Ανδρουτσόπουλος συγκάλεσε σύσκεψη στην Αθήνα για το Κυπριακό. Σε αυτήν κλήθηκαν να παραβρεθούν ο πρέσβης στη Λευκωσία Ευστάθιος Λαγάκος, ο Α/ΓΕΕΦ Γεώργιος Ντενίσης και ο διοικητής της ΕΛΔΥΚ Νικολαΐδης. Όπως αποδείχτηκε, η σύσκεψη ήταν παραπλανητική και στόχος ήταν η απομάκρυνση από την Κύπρο των ανωτέρω, οι οποίοι αντιτίθεντο στην πραγματοποίηση του πραξικοπήματος.
Η Τουρκία άρχισε τις προετοιμασίες για την εισβολή στην Κύπρο από τον Απρίλιο του 1974, μετά την επιβεβαίωση της ημερομηνίας πραγματοποίησης του πραξικοπήματος. Η ηγεσία της χούντας, παρά το γεγονός ότι γνώριζε τις προετοιμασίες, δεν έλαβε κανένα μέτρο. Αντίθετα, όλες οι ενέργειές της ήταν προς την κατεύθυνση διευκόλυνσης της εισβολής και κατάληψης κυπριακών εδαφών.
Από τα πρακτικά της συνάντησης χούντας – αμερικανικής αντιπροσωπείας, υπό τον Σίσκο, στις 19 Ιουλίου 1974, στην Αθήνα, επιβεβαιώνεται η συγκατάθεση της χούντας για κατάληψη από την Τουρκία κυπριακών εδαφών, ώστε η τουρκοκυπριακή κοινότητα να αποκτήσει έξοδο προς τη θάλασσα.
Μετά την εισβολή του 1974 και την κατοχή του 37% του κυπριακού εδάφους καταβάλλονται συνεχείς προσπάθειες για την επίλυση του προβλήματος. Η Τουρκία, ως πολιτικά και στρατιωτικά κυρίαρχη, απορρίπτει κάθε λογική λύση.
Συστηματικά προωθεί, με την ανοχή των κύκλων που προκάλεσαν την κρίση στην Κύπρο, το σχέδιό της για την επιβολή αρχικά της λύσης της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας με στόχο τον πολιτικό και στρατιωτικό έλεγχο ολόκληρης της Κύπρου, μέχρι να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για πλήρη ενσωμάτωσή της στην Τουρκία, για να ελέγχει την Ανατολική Μεσόγειο, μια περιοχή με ιδιαίτερη γεωστρατηγική σημασία λόγω των ενεργειακών πηγών της Μέσης Ανατολής και της Βορείου Αφρικής και των θαλασσίων συγκοινωνιών λόγω της διώρυγας του Σουέζ.
Σήμερα, με την ανεύρεση φυσικού αερίου αλλά και την πιθανή διέλευση αγωγών μεταφοράς φυσικού αερίου από την Ευρασία προς την Ευρώπη, η σημασία της Ανατολικής Μεσογείου αναβαθμίζεται ακόμα περισσότερο.
Η θαλάσσια επέκταση της Τουρκίας στο πλαίσιο του δόγματος της «γαλάζιας πατρίδας» και ο έλεγχος της Ανατολικής Μεσογείου θα την καταστήσει ισχυρή περιφερειακή δύναμη με παγκόσμια εμβέλεια.
Για την επιτυχία αυτού του στόχου βασική προϋπόθεση είναι η συρρίκνωση των κυριαρχικών δικαιωμάτων Ελλάδας και Κύπρου στη θαλάσσια περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και η αποτροπή οριοθέτησης της ΑΟΖ των δύο χωρών.
Με βάση τα δεδομένα που υπάρχουν αυτήν τη στιγμή, η διαμόρφωση ενιαίας πολιτικής Κύπρου – Ελλάδας είναι αναγκαία και απαραίτητη. Οι δύο χώρες επιβάλλεται να επικεντρώσουν την προσπάθειά τους στην αναβάθμιση του γεωστρατηγικού τους ρόλου στην περιοχή.
Η αναβάθμιση μπορεί να στηριχθεί σε τρείς βασικούς πυλώνες:
Τον πολιτικό
Με επικέντρωση των προσπαθειών κυρίως στην ΕΕ αλλά και τον ΟΗΕ.
Τον ενεργειακό
Η προσεκτική και πολυεπίπεδη αξιοποίησή του θα υποβοηθήσει στη μερική εξισορρόπηση των συμφερόντων των δυνάμεων που εμπλέκονται στην περιοχή. Κεντρικό στοιχείο του πυλώνα πρέπει να είναι η θετική ολοκλήρωση των ενεργειακών προγραμμάτων.
Τον στρατιωτικό
Η υλοποίηση των δύο προηγούμενων πυλώνων θα ενισχυθεί σημαντικά εάν υπάρχει και η ανάλογη στρατιωτική υποστήριξη, η οποία θα προσδώσει και την απαραίτητη αξιοπιστία. Η Κύπρος αδυνατεί να την υλοποιήσει από μόνη της. Σε συνεργασία όμως με την Ελλάδα τα δεδομένα αλλάζουν σημαντικά.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι σημαντικό, πέρα από την αναβάθμιση της επιχειρησιακής ικανότητας των Ενόπλων Δυνάμεων Ελλάδας και Κύπρου, να ενεργοποιηθεί το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου και να ενισχυθεί η παρουσία του Ελληνικού Στρατού στην Κύπρο, τόσο αριθμητικά, όσο και επίπεδο οπλικών συστημάτων.
Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ο αγώνας αντιμετώπισης του τουρκικού επεκτατισμού είναι κοινός. Η Κύπρος δεν είναι το προκεχωρημένο φυλάκιο του Ελληνισμού, αλλά το τελευταίο. Εάν χαθεί η μάχη της Κύπρου, θα χαθεί και η μάχη της Θράκης και του Αιγαίου και η συρρίκνωση του Ελληνισμού θα είναι αναπόφευκτη.
Σήμερα οφείλουμε, όσοι πραγματικά νοιαζόμαστε για μέλλον του Ελληνισμού, να στείλουμε ένα σαφές μήνυμα. Δεν θα επιτρέψουμε τη συρρίκνωσή του έναντι οποιουδήποτε τιμήματος.