Τα «κόκκινα» δάνεια, ο αναβαλλόμενος φόρος, η bad bank και ο τραπεζικός «πίθος των Δαναΐδων»
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Την Πέμπτη 16 Ιουλίου βγήκε στη δημοσιότητα η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Τα στοιχεία της έκθεσης δεν είναι διόλου ενθαρρυντικά για το τραπεζικό σύστημα. Συγκεκριμένα, η έκθεση αναφέρει ότι τα «κόκκινα» δάνεια ανέρχονταν στις 31/3/2020 σε 60,9 δισ. ευρώ ή 25% του συνόλου των δανείων.
Η ανώτατη τιμή του δείκτη, σύμφωνα πάντα με την έκθεση, ήταν τον Μάρτιο του 2016, όταν έφθασε το 36% του συνόλου των δανείων. Όμως η όποια μείωση δεν οφείλεται σε εξυγίανση των δανειοληπτών ή/και σε επιτυχή ρύθμιση των εν λόγω δανείων, αλλά κυρίως σε μεταφορά «κόκκινων» δανείων σε θυγατρικές των τραπεζών (σελ. 7 της έκθεσης).
Στο επίπεδο της κεφαλαιακής επάρκειας η έκθεση επισημαίνει ότι σχετικός δείκτης ανέρχεται στο 16,2%. Ο δείκτης αναπαριστά τα διαθέσιμα κεφάλαια της τράπεζας σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο. Στον αριθμητή του δείκτη βρίσκονται οι ζημίες που μπορεί να απορροφήσει η τράπεζα χωρίς να παύσει να λειτουργεί (tier-1) συν τις επιπλέον ζημίες που μπορεί να απορροφήσει η τράπεζα εάν τεθεί σε εκκαθάριση (tier-2) και στον παρονομαστή το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων των δανείων που είναι σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο. Ο δείκτης λοιπόν μας λέει ότι οι τράπεζες μπορούν να απορροφήσουν το 16% πιθανών ζημιών στο ενεργητικό τους.
Κατά την έκθεση, αυτό συνιστά ένα αξιόλογο μαξιλάρι ασφαλείας απέναντι σε «κόκκινα» δάνεια λόγω COVID-19 ή και νέες ζημίες λόγω της διάθεσης των «κόκκινων» δανείων. Όμως, λίγες γραμμές παρακάτω (σελ. 8) η έκθεση μας επισημαίνει ότι ποσό 15,5 δισ. ευρώ ή 54% των εποπτικών κεφαλαίων (tier-1 + tier-2) είναι αναβαλλόμενος φόρος. Ο αναβαλλόμενος φόρος όμως δεν είναι λεφτά, είναι μια πρόβλεψη μελλοντικού οφέλους από τον συμψηφισμό φόρων από μελλοντικά κέρδη με παρελθούσες ζημίες. Προφανώς είναι ένα κονδύλι στο οποίο δεν μπορεί να υπολογίζει μια τράπεζα σε περίπτωση ανάγκης.
Τα παραπάνω είναι και τα βασικά δεδομένα που εξηγούν την αντιπαράθεση ανάμεσα στις τράπεζες και την Τράπεζα της Ελλάδας για τη λεγόμενη «κακή τράπεζα» (bad bank). Οι τράπεζες αντιδρούσαν στην πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδας για την ίδρυση «κακής τράπεζας», διότι, με αυτήν τη λύση, μαζί με τα «κόκκινα» δάνεια θα μεταφερόταν στη κακή τράπεζα και το κονδύλι των αναβαλλόμενων φόρων. Αυτό θα σήμαινε ότι ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας θα έπεφτε στο μισό και οι «καλές τράπεζες» θα χρειάζονταν αύξηση κεφαλαίου.
Επειδή οι μέτοχοι των τραπεζών ουδεμία διάθεση έχουν να βάλουν λεφτά, θα άφηναν το σύνηθες υποζύγιο (τους φορολογούμενους) να το κάνει και οι πολύτιμοί μέτοχοί τους θα έχαναν τον έλεγχο των ιδρυμάτων. Άσε που η «κακή τράπεζα» θα είναι κρατική και δεν θα μπορέσουν να βγάλουν κέρδη ούτε από τη διάθεση των τίτλων επί των «κόκκινων» δανείων.
Η Τράπεζα της Ελλάδας από την άλλη φοβάται ότι τα «κόκκινα» δάνεια θα αυξηθούν απότομα λόγω της όξυνσης της κρίσης και μέχρι να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες διάθεσης και τιτλοποίησης των «κόκκινων» δανείων η οικονομική θέση των τραπεζών θα έχει χειροτερέψει τόσο, που το όλο εγχείρημα θα είναι δώρον άδωρον.
Επιπλέον, γνωρίζουν πολύ καλά ότι μια νέα επιδείνωση των «κόκκινων» δανείων θα βγάλει στην επιφάνεια τα κρυμμένα προβλήματα των τραπεζών που επισημάναμε παραπάνω και αυτό θα έχει συνέπειες και για τη διοίκηση και για τους υπόλοιπους μηχανισμούς της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας. Δηλαδή, τον ESM και τον SSM. Έτσι, προσπαθεί να χρυσώσει το χάπι για τις τράπεζες, λέγοντας ότι η «κακή τράπεζα» θα είναι προαιρετική και συμπληρωματική στο σχέδιο «Ηρακλής».
Είναι εντυπωσιακό ότι από όλη αυτήν τη συζήτηση απουσιάζουν προκλητικά οι δανειολήπτες. Η κοινωνία παρακολουθεί έναν καυγά μεταξύ επιχειρηματιών και εγχώριων και ξένων γραφειοκρατών, παρόλο που σε όλα τα ενδεχόμενα θα χρειαστεί να σηκώσει το βάρος των επιλογών είτε παρέχοντας κρατικές εγγυήσεις στα κοράκια είτε ζεστό χρήμα στον τραπεζικό «πίθο των Δαναΐδων».
Εξίσου προκλητικά απουσιάζουν από τη συζήτηση και οι ευαίσθητες ομάδες και κυρίως οι δανειολήπτες πρώτης κατοικίας. Τα προβλήματά τους δεν αντιμετωπίζονται στο πλαίσιο αυτού του καυγά, αλλά σε ένα άλλο νομοσχέδιο.
Όπως μας πληροφορεί η ιστοσελίδα banking news, οι δανειολήπτες «κόκκινων» στεγαστικών δανείων θα επιδοτηθούν στις δόσεις των δανείων τους για τους επόμενους εννιά μήνες με ανώτατο ποσό μηνιαίας επιδότησης 300 ευρώ, υπό την προϋπόθεση ότι το οικογενειακό τους εισόδημά είναι μικρότερο από 36.000 ευρώ ετησίως. Κοινώς μιλάμε για κοροϊδία. Από τη μια δισεκατομμύρια για τις τράπεζες και τους μετόχους τους και από την άλλη παράδοση των δανειοληπτών στα «κοράκια».