Να μην υπάρξει άλλη Ελένη…

Να μην υπάρξει άλλη Ελένη…

Ήταν Νοέμβριος του 2018 όταν οι δύο «νταήδες» της Ρόδου έριξαν στα βράχια ζωντανή ακόμα την Ελένη Τοπαλούδη, αφού προηγουμένως την υπέβαλαν σε βασανιστήρια για να υποκύψει στις «ορέξεις» τους. Η κατάσταση και ο τρόπος που βρέθηκε το πτώμα της πάγωσαν το πανελλήνιο. Στη δίκη που έγινε οι περιγραφές για το τι πέρασε στα χέρια τους ήταν ανατριχιαστικές.

Στη δημοσιογράφο Μαργαρίτα Πουρνάρα, στην «Καθημερινή» της προηγούμενης Κυριακής, έδωσαν συνέντευξη η μητέρα και ο πατέρας της αδικοχαμένης Ελένης.

Από αυτή δημοσιεύουμε δύο μικρά αποσπάσματα:

«Δεν πήραν υπόψη πως πίσω από την Ελένη κρύβονται γονείς. Μια μάνα που τη μεγάλωσε από βρέφος και την έκανε δύο μέτρα κοπελάρα. Από την ώρα που την ένιωσα μέσα στο κορμί μου, ασχολήθηκα μαζί της με νανουρίσματα, με κλασική μουσική, με κείμενα αρχαία. Είχα μανία με το αρχαίο κείμενο, από την εφηβική μου ηλικία σαν μαθήτρια του κλασικού. Και δεν ήμουν και μικρή, ήμουν 34 χρόνων όταν την γέννησα. Ήταν μια συνειδητή γέννα, ήξερα δηλαδή τι ήθελα από αυτό το ανθρωπάκι που έφερνα στην ζωή. Την αγάπησα πιο πάνω από κάθε τι. Τώρα δεν έχω τίποτα. Μόνο αναμνήσεις, φωτογραφίες και τα πράγματά της. Και προσπαθώ με τα μάτια της ψυχής μου να την ονειρευτώ. Και αυτό είναι μια ψευδαίσθηση. Παρακαλώ να έρθει στον ύπνο μου εδώ και 18-19 μήνες, δεν ήρθε ποτέ.

Η νύχτα είναι φοβερή, μεγάλος καημός Δεν μπορώ να κοιμηθώ και έρχομαι εδώ πάντα στην τραπεζαρία και γράφω. Και προσπαθώ μέσα από το γράψιμο που είναι ψυχοθεραπευτικό να πάρω απα­ντήσεις. Ρωτάω, απαντάω εγώ για λογαριασμό της Ελένης. Και περιμένω πότε θα ξημερώσει. Μπαίνω, βγαίνω, μπαλκόνι-τραπεζαρία, μπαλκόνι-έξω, λουλούδια, παρτέρια, ουρανός, κάθε νύχτα, αυτό το ίδιο. Σε τίποτα δεν διαφέρει το ένα βράδυ από το άλλο. Από την πρώτη στιγμή που συνέβη μέχρι και εχθές έτσι θα πάει η ζωή μου».

«Σπάνια θα υπάρξει βραδιά που θα κοιμηθούμε εντάξει», λέει ο Γιάννης Τοπαλούδης. «Μόλις σκέφτομαι τι πέρασε το κορίτσι μου, τι πέρασε το παιδί μας αυτές τις τελευταίες στιγμές αυτομάτως ξυπνάω. Αυτό έρχεται στο μυαλό μας, όπως και η τελευταία εικόνα όταν πήγε ο Αλβανός και την πήρε κάτω από το σπίτι της. Αυτή η τελευταία ζωντανή εικόνα της. Και πιστεύω πως κάθε γονιός αν είχε κάτι τέτοιο να αντιμετωπίσει θα βασανιζόταν κάθε βράδυ με αυτούς τους εφιάλτες».

Αναρωτήθηκα αν μετάνιωσαν για το ότι μεγάλωσαν την κόρη τους με τόση καλοσύνη. Εκπαιδευτικοί και οι δύο στο επάγγελμα, φαίνονται από την πρώτη στιγμή άνθρωποι τρυφεροί και καλοπροαίρετοι. «Αυτό είναι ένα δίλημμα, πολλές φορές το σκέφτηκα», απαντά η Κούλα. «Λέω μήπως έκανα κακό που παρουσίαζα τους ανθρώπους καλούς; Η πολλή αγάπη που της δώσαμε, η αίσθηση ότι γύρω της υπάρχει καλοσύνη των ανθρώπων; Αυτό υπάρχει και μέσα από τη ζωή μας, αυτό της δείξαμε, ότι εμπιστευόμαστε τους ανθρώπους, ότι αγαπάμε, δεν κοροϊδεύουμε, συμβιβαζόμαστε με το διαφορετικό».

Για να συμπληρώσει: «Η Ελένη ήξερε πράγματα, ήξερε ότι δεν είναι τόσο αγγελικά πλασμένος όλος ο κόσμος». Ο πατέρας της πήρε τον λόγο: «Ο ρόλος του γονιού είναι να μιλάει στο παιδί για τις κακοτοπιές. Αλλά όμως δεν μπορείς να του πεις: “Κοίταξε αυτόν που θα κάνεις παρέα μπορεί και να είναι δολοφόνος”. Δεν μπορείς να το πεις αυτό διότι δεν θα ήμασταν κοινωνία ανθρώπων, θα ήμασταν ζούγκλα. Υπάρχουν τέρατα γύρω μας που είναι ντυμένα με άλλη προβιά καλοπροαίρετη, επιφανειακή, δεν μπορεί εύκολα να τα διακρίνει δυστυχώς κάποιο παιδί της ηλικίας των 20 ετών. Αυτά τα άτομα πάντα και παντού θα υπάρχουν.

Πρέπει όμως εμείς ως κοινωνία, ως γονείς, ως σχολείο να μαθαίνουμε τα παιδιά μας να γίνονται κακοπροαίρετα; Να βλέπουν ένα ποτήρι μισοάδειο και όχι μισογεμάτο; Εμείς πάντα και την Ελένη και το δεύτερο παιδί μας, τον Πέτρο, τον συμβουλεύουμε να βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο. Με την έννοια ότι πρέπει να προσέχει μεν αλλά να κάνει φιλίες, να σέβεται τους διπλανούς του, να σέβεται το διαφορετικό».

«Πιστεύω στον Χριστό και στον Θεό, όμως η πίστη μου κλονίστηκε. Σκέφτομαι καμιά φορά ότι αν το κύμα ή ο άνεμος ήταν αλλιώς, τότε το σώμα της Ελένης δεν θα βρισκόταν ποτέ. Ίσως ήταν θέλημα Θεού, να φυσήξει, να αλλάξει, να γυρίσει προς τα μέσα και να βρουν το άψυχο σώμα της, να φτάσουμε να κάνουμε και την κηδεία της, να φτάσουμε στα δικαστήρια, να ανακαλύψουμε τους δράστες. Είμαι χριστιανός, αλλά το να είμαι σωστός χριστιανός είναι πάρα πολύ δύσκολο. Το πιο εύκολο που προσπαθούμε και οι δύο είναι να είμαστε σωστοί άνθρωποι», λέει ο πατέρας της Ελένης.

Η Κούλα λέει ότι πηγαίνει στην εκκλησία κάθε Παρασκευή αλλά αισθάνεται οργή: «Εγώ είμαι θυμωμένη με τον Θεό, δεν προσεύχομαι. Επιλεκτικός είναι ο Θεός; Άλλα πλάσματά του τα αγαπάει και τα πονάει και άλλα δεν τα αγαπάει και δεν τα πονάει; Γιατί ενώ ήξερε τις βουλές των δύο βιαστών –αυτός δίνει μυαλό τους ανθρώπους– ήξερε τους σκοπούς αυτών των δύο τεράτων, γιατί δεν δημιούργησε ένα ατύχημα εκείνο το βράδυ; Όταν ο Λουτσάι και του Κούκουρα ο γιος πηγαίνανε το παιδί μου στους Πεύκους; Γιατί δεν δημιούργησε ένα ατύχημα, σακατεμένα να τα πηγαίνανε στο νοσοκομείο της Ρόδου; Μου λένε και το άλλο το οικτρό, ότι τη διάλεξε ο Θεός γιατί αυτή ήταν η αποστολή της Ελένης τελικά, να δείξει πόσο σαθρή είναι η κοινωνία μας και πόσο σάπια».

ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Φωτό: kathimerini.gr


Σχολιάστε εδώ