Μυστική τριμερής συνάντηση στο Βερολίνο, στον απόηχο της Αγια-Σοφιάς
Του
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΛΑΥΡΕΝΤΖΟΥ
Συμβούλου επιχειρήσεων – Συγγραφέα
-Πώς η Ελλάδα έπεσε στην παγίδα της Άγκυρας, με γερμανική μεσολάβηση
Λίγα 24ωρα μετά την απόφαση Ερντογάν για μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, μια συνάντηση μεταξύ Γερμανίας – Ελλάδας – Τουρκίας έλαβε χώρα στο Βερολίνο. Η συνάντηση αυτή πραγματοποιήθηκε με γερμανική πρωτοβουλία και αποτελεί συνέχεια των ενεργειών της γερμανικής διπλωματίας, που οδήγησαν στην πρόσφατη τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ Μητσοτάκη – Ερντογάν στα τέλη Ιουνίου.
Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον ότι η συνάντηση αρχικά είχε κρατηθεί μυστική από ελληνικής πλευράς, έως ότου την αποκάλυψε ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου. Τη σχετική αποκάλυψη έκανε κατά τη διάρκεια δηλώσεών του στο πλαίσιο της επίσκεψης του μαλτέζου ομολόγου του στην Άγκυρα. Λίγο αργότερα, τη συνάντηση επιβεβαίωσαν και διπλωματικές πηγές των Αθηνών.
Προκαλεί εντύπωση η ευκολία με την οποία η ελληνική πλευρά προσέτρεξε σε μια μυστική (όπως ήλπιζε) συνάντηση με τους Τούρκους, διότι η ηγεσία του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών όφειλε να γνωρίζει ότι, εδώ και δεκαετίες, η πάγια τακτική των Τούρκων ύστερα από κάθε τετελεσμένο που δημιουργούν είναι να προσκαλούν την Ελλάδα σε διάλογο. Με αυτόν τον τρόπο προσπαθούν να αμβλύνουν τις εντυπώσεις και να δώσουν στους τρίτους την εντύπωση ότι «τα συζητάμε». Κάπου εκεί και οι ξένοι –οι οποίοι δεν έχουν πρώτη προτεραιότητα τα δικά μας προβλήματα– θεωρούν ότι αφού τα συζητάνε οι δύο άμεσα ενδιαφερόμενοι, κάπως θα τα βρουν ή μπορεί και να τα βρήκαν ήδη.
Αυτήν την παγίδα έστησαν και πάλι οι Τούρκοι στην ελληνική κυβέρνηση μετά τη μετατροπή της Αγια-Σοφιάς σε τζαμί, επιδιώκοντας να διασκεδάσουν τις (χλιαρές) διεθνείς αντιδράσεις. Και σε αυτήν την παγίδα έπεσε η ελληνική διπλωματία, ως αποτέλεσμα του άγχους που έχει εν όψει των ερευνών που έχει εξαγγείλει η τουρκική πλευρά εντός της ελληνικής ΑΟΖ προσεχώς.
Πρόκειται για μια σπασμωδική ενέργεια, η οποία βασίζεται στη λογική του τύπου «είναι πάντα καλό να υπάρχουν κανάλια επικοινωνίας και πάντα πρέπει να κάνουμε διάλογο». Πράγματι, ο διάλογος είναι γενικά καλός, αλλά δεν μπορείς να προστρέχεις πάντα χαρωπά σε αυτόν, ειδικά όταν ο άλλος σε έχει ποδοπατήσει. Διότι έτσι δίνεις λανθασμένα μηνύματα προς όλους.
Όμως εξίσου επιπόλαιη έως και απλοϊκή ήταν και η άποψη που μάλλον είχαν κάποιοι στο ελληνικό ΥΠΕΞ, οι οποίοι θεωρούσαν ότι η παραπάνω συνάντηση θα έμενε μυστική. Διότι είναι απολύτως βέβαιο ότι ο Τσαβούσογλου θα τα μαρτυρούσε όλα. Αυτός ήταν άλλωστε και ο σκοπός του εξαρχής, να δείξει ότι συζητάει με την Ελλάδα. Μια Ελλάδα η οποία δεν έλαβε καμία πρωτοβουλία για να δείξει τη δυσαρέσκειά της για την απόφαση μετατροπής της Αγια-Σοφιάς σε τζαμί και μετέθεσε το θέμα στην αντίδραση του διεθνούς παράγοντα. Ωστόσο έσπευσε να συμμετάσχει σε μυστική συνάντηση με την τουρκική πλευρά.
Ώρα για επίδειξη αποφασιστικότητας από την ελληνική πλευρά
Ως έναν βαθμό είναι κατανοητή η νευρικότητα της ελληνικής διπλωματίας απέναντι στις εντεινόμενες προκλήσεις της Τουρκίας. Όμως η Ελλάδα δεν μπορεί να πορευτεί χωρίς σαφή στρατηγική στην Ανατολική Μεσόγειο, ούτε μπορεί να θεωρεί πολιτική τις σπασμωδικές αντιδράσεις ή τις κατευναστικές συμπεριφορές απέναντι στις τουρκικές αυθαιρεσίες.
Η Ελλάδα οφείλει σε αυτήν τη φάση να εκπέμψει ένα σαφές μήνυμα αποφασιστικότητας, χωρίς να υποπίπτει σε αντιφάσεις και παλινωδίες. Αυτό το μήνυμα η ελληνική πλευρά έχει προσπαθήσει να το εκπέμψει με διάφορες δηλώσεις της στρατιωτικής και της πολιτικής ηγεσίας. Έως τώρα όμως η Ελλάδα δεν φαίνεται να έχει πείσει την τουρκική πλευρά ότι είναι έτοιμη να υπερασπιστεί ακόμη και διά των όπλων τα κυριαρχικά της δικαιώματα στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η υπόθεση της Αγια-Σοφιάς ήταν μια πρώτης τάξης ευκαιρία για να εκδηλωθεί σαφής ελληνική αντίδραση, εκ παραλλήλου με τις όποιες διεθνείς κυρώσεις μπορεί να δρομολογούνται. Όμως η Ελλάδα για μια ακόμη φορά μετέθεσε την αντιμετώπιση της Τουρκίας στον διεθνή παράγοντα, ουσιαστικά αρνούμενη ή φοβούμενη να αναλάβει τις δικές της ευθύνες. Και αυτό φυσικά το καταλαβαίνει η απέναντι πλευρά. Είναι λοιπόν καιρός να αποτινάξουμε όλες αυτές τις επικίνδυνες αυταπάτες και να αναλάβουμε ενεργητική πολιτική ανάσχεσης της τουρκικής προκλητικότητας. Διότι, προφανώς, κανείς άλλος δεν θα κάνει για εμάς αυτό που δεν κάνουμε εμείς για τον εαυτό μας.