ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΤΑ
Συγγραφέας
ΒΙΛΛΗ ΣΤΕΛΛΑΚΟΥ
Δύο οικογένειες.
Ο Άλκης, ο στοχαστικός αλλά απόμακρος δημοσιογράφος, που έχει κάνει τη ζωή του μαντάρα. Η Έλενα, η πρώην σύζυγος και μητέρα του παιδιού του, που τον κατηγορεί για όλα. Ο Ιάσονας, ο γιος τους, που σπουδάζει στο εξωτερικό και δεν μιλάει με τον πατέρα του.
Η κυρία Όρσα, η μυστηριώδης άγνωστη που ζει στο απέναντι διαμέρισμα. Η Βέρα, η γοητευτική κόρη της, που ξενιτεύτηκε για να γλιτώσει από την τρέλα της μάνας της.
Δύο οικογένειες, δύο διαφορετικές ιστορίες με ελάχιστα κοινά μεταξύ τους. Ή μήπως όχι;
Όταν ο Άλκης απολύεται από την εφημερίδα στην οποία εργαζόταν για πολλά χρόνια, αποφασίζει να βάλει τη ζωή του σε τάξη. Όμως η παράλογη εμμονή του με την άγνωστη γειτόνισσα τον οδηγεί σε ένα αγωνιώδες ταξίδι στον τόπο καταγωγής του. Εκεί ζωντανεύουν φαντάσματα και μύθοι του παρελθόντος.
Μια ιστορία στην Αθήνα του σήμερα για τη μοναξιά και τα ματαιωμένα όνειρα. Ένα ταξίδι στα χρόνια του Εθνικού Διχασμού. Μια αναζήτηση που οδηγεί στη διάλυση των ψευδαισθήσεων, στην οδύνη και τελικά στην ελπίδα.
Ένα βιβλίο για τη μνήμη, την απώλεια και τα θαμμένα μυστικά που μας στοιχειώνουν.
Απόσπασμα βιβλίου
1.
Ο Άλκης, ο δημοσιογράφος
Το λεωφορείο ανέβαινε μια ανηφόρα και όταν έφτανε στο πλάτωμα έβλεπες τα κυπαρίσσια. Διέσχιζες έναν στενό πλακόστρωτο δρόμο, που στα δεξιά του είχε δυο τρία λουλουδάδικα, και στο τέλος του δρόμου μια φαρδιά, μαύρη σιδερένια εξώπορτα σε οδηγούσε στο νεκροταφείο.
Όταν ήμουν μικρός, μπαίνοντας άρχιζα να μετρώ φωναχτά τα κυπαρίσσια. Στο όγδοο έστριβες δεξιά και συναντούσες τον τάφο του κουρέα. Πλάι του ακριβώς ήταν ο δικός μας. Ο παππούς μου και η θεία μου μας κοίταζαν χαμογελαστοί μέσα από τις φωτογραφίες τους. Εγώ στεκόμουν απέναντί τους, κρατώντας σφιχτά στο ένα χέρι δύο κεριά και στο άλλο ένα μπουκέτο, άλλοτε με νεραγκούλες, άλλοτε με χρυσάνθεμα, καμιά φορά με πανσέδες, από τα παρτέρια του κήπου μας.
Θυμάμαι η μαμά μου έλεγε «Αύριο θα πάμε στα μνήματα» και μετά άρχιζε η προετοιμασία για τα κόλλυβα: το βρασμένο σιτάρι απλωμένο σε άσπρη πετσέτα να στεγνώνει, η μυρωδιά από το καβουρντισμένο αλεύρι, τα βαμμένα κόκκινα χέρια της από το καθάρισμα των ροδιών. Οι αναμνήσεις μου δεν είναι στενάχωρες. Ακόμα θυμάμαι το κοντό μου παντελόνι με την τσάκιση και το κάτασπρο πουκάμισο που μου φορούσαν. Μου έβαζαν δηλαδή τα καλά μου για να πάω εκεί. Αυτό σήμαινε, πάνω απ’ όλα, γιορτή. Και έτσι, σαν γιορτή μου έρχονται στο μυαλό οι επισκέψεις αυτές. Βλέπω, λοιπόν, τον εαυτό μου, να πατάω πάνω στο μάρμαρο και να τεντώνομαι για να φιλήσω τις φωτογραφίες. Μετά να ανάβω δύο κεριά και να βάζω τα λουλούδια στους μαρμάρινους αμφορείς που έστεκαν σαν παραστάτες δεξιά κι αριστερά του τάφου. Η μαμά μου έριχνε νερό στο μάρμαρο, λέγοντάς μου πάντα «Πρόσεχε, Άλκη!» μη και βραχούν τα παπούτσια μου, και μετά άναβε κι αυτή κεριά κι έβαζε στο θυμιατό εκείνα τα χαρακτηριστικά καρβουνάκια που τσιτσίριζαν καθώς καίγονταν. Ήταν μια διαδικασία, πάντα η ίδια, συνηθισμένη και αγαπητή.
Πολύ αργότερα προστέθηκε και ο πατέρας μου και ύστερα η μητέρα μου, κι έτσι τώρα έχω τέσσερις να επισκέπτομαι. Ο αριθμός των κεριών αυξήθηκε, έγιναν τέσσερα κι αυτά. Ο κήπος μας δεν υπάρχει πια και τις πιο πολλές φορές λουλούδια δεν πηγαίνω. Κάθομαι όμως και κοιτάζω τις φωτογραφίες των δικών μου, φέρνω στο μυαλό μου στιγμές από τη ζωή τους, βλέπω τις φωτογραφίες των γειτόνων τους και τριγυρίζω στους τάφους. Οι ηλικίες ποικίλλουν. Σκαλώνω πάντα στους νέους και αναγνωρίζω στον εαυτό μου ένα συναίσθημα που δεν είναι μόνο θλίψη αλλά και θυμός, όταν η επιγραφή κάτω από τη φωτογραφία φανερώνει την αποκοτιά τους. Καμιά φορά αναγνωρίζω παλιούς γείτονες εκεί, όχι από το όνομα αλλά από τη φωτογραφία, και παραξενεύομαι που ποτέ δεν είχα μάθει τα ονόματά τους. Όταν βρίσκομαι στα μνήματα, αισθάνομαι τους δικούς μου πιο κοντά μου. Δεν μπορώ να εξηγήσω αυτό το μεταφυσικό συναίσθημα που με κατακλύζει και που με τα χρόνια δεν θέλω καν να το εξηγήσω. Αφήνομαι να νιώσω τη στοργή, γιατί αυτό αισθάνομαι μέσα μου, στοργή, και την εκφράζω με ένα τρυφερό χαμόγελο. Τους λέω αντίο και φεύγω.
Σχεδόν πάντα θυμάμαι τον άλλο παππού, τον άγνωστο, αυτόν που μόνο στα όνειρά μου έρχεται καμιά φορά και μου δίνει μια άπλετη ελευθερία να τον φαντάζομαι όπως εγώ θέλω. Μιά τέτοια στιγμή θα ήταν που αποφάσισα να κάνω ένα ταξίδι στο χωριό. Συχνά μου έρχεται στο μυαλό, σαν να συμβαίνει τώρα, η θλίψη που ένιωσα όταν μικρός, σε κάποιο καλοκαιρινό μου ταξίδι στο χωριό του πατέρα μου, είδα τον οικογενειακό τάφο. Όλοι οι άλλοι νεκροί μας φανεροί και τακτοποιημένοι, με τα ονόματα και τις φωτογραφίες τους, με τις χρονολογίες γέννησης και φευγιού τους, με τις αναμνήσεις που μου ξανάρχονταν στον νου από τότε που ζούσαν, με τα χούγια τους, τα λόγια τους, τα γέλια τους. Όλα τα θυμόμουν.
Μόνο ο παππούς μου έλειπε…
Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Βίλλη Στελλάκου γεννήθηκε το 1951 στην Καβάλα. Σπούδασε αρχιτεκτονική στη Φλωρεντία και είναι διδάκτωρ της Σχολής Κοινωνικών και Περιβαλλοντικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Εργάστηκε ως αρχιτέκτονας, καθηγήτρια στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και ερευνήτρια στο Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας στην Αθήνα. Έχει εκδώσει τις νουβέλες Το ξύπνημα (Νησίδες, 2012) και Σηκώθηκε και άναψε όλα τα φώτα (Γαβριηλίδης, 2013) και το μυθιστόρημα Τα μυστικά του Ευρώτα (Κέδρος, 2020). Διηγήματά της έχουν εκδοθεί στους συλλογικούς τόμους Έλα στη θέση μου. 20 ιστορίες για την αλληλεγγύη (Ταξιδευτής, 2015) και 9 ήρωες, 8 ιστορίες (Εύμαρος, 2018).
Κατηγορία: Ελληνική Πεζογραφία
ISBN: 978-960-04-5101-6