Προσοχή στις πιέσεις για ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις

Προσοχή στις πιέσεις για ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις

Η διεθνής κατάσταση σε μεταβατική φάση


Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ


Έγκυροι αναλυτές των διεθνών σχέσεων παρατηρούν ότι η παρούσα διεθνής κατάσταση χαρακτηρίζεται από αστάθεια. Θα μπορούσαμε μάλιστα να τη χαρακτηρίσουμε και ως μεταβατική, γιατί τα σημάδια της μεταβατικότητας είναι ήδη ευκρινή.

Η ρευστότητα που επικρατεί στις διεθνείς σχέσεις επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό και τη χώρα μας, η οποία βρίσκεται σε μία από τις πλέον ευαίσθητες γεωπολιτικά περιοχές του πλανήτη και επιπλέον αντιμετωπίζει συνεχείς προκλήσεις και απειλές από την όμορη Τουρκία, τους στόχους της οποίας στο Αιγαίο, στη Μέση Ανατολή και στην Ανατολική Μεσόγειο έχουμε εκθέσει σε προηγούμενα άρθρα.

Η ρευστότητα των διεθνών εξελίξεων οφείλεται, κυρίως, στο γεγονός ότι οι διεθνείς μηχανισμοί ασφάλειας, όπως ο ΟΗΕ και άλλοι περιφερειακοί και εξειδικευμένοι οργανισμοί, έχουν υποστεί τη φθορά του χρόνου και δύσκολα μπορούν σήμερα να ανταποκριθούν στην αποστολή τους.

Πρόσθετα στοιχεία που συντελούν στη παρατηρούμενη ρευστότητα στις διεθνείς σχέσεις είναι η αμφισβήτηση της παντοδυναμίας και κυρίαρχης δύναμης των ΗΠΑ με ανάδειξη νέων δυνάμεων, όπως η Κίνα, η οποία συνθέτει το πλέον περίεργο πολιτικοοικονομικό σύστημα στον κόσμο. Συγκεντρωτικό κράτος, στα πρότυπα του κομμουνιστικού συστήματος, και καπιταλιστική οικονομία με βασικό μοχλό και εργοδότη το κράτος.

Η Κίνα η σοβαρότερη αντίπαλος των ΗΠΑ

Τα κινεζικά προϊόντα υψηλής τεχνολογίας τείνουν να υποκαταστήσουν τα αντίστοιχα αμερικανικά, γεγονός που προκαλεί έ­ντονες ανησυχίες στην Ουάσινγκτον, που θεωρεί την Κίνα τον σοβαρότερο αντίπαλό της. Ως επακόλουθο, οι ΗΠΑ του Τραμπ έχουν στρέψει την προσοχή τους στην αντιμετώπιση της κινεζικής ανταγωνιστικότητας, με τα υπόλοιπα θέματα διεθνούς ενδιαφέροντος να έχουν περάσει σε δεύτερη μοίρα.

Απόδειξη, οι αδυναμίες που επέδειξε η αμερικανική εξωτερική πολιτική, πέραν της ελλιπούς γνώσης από τον Πρόεδρό τους –κατά μαρτυρία του πρώην Συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας Τζον Μπόλτον– σε θέματα διεθνούς ενδιαφέροντος, όπως το Συριακό, το Παλαιστινιακό, η κρίση στη Λιβύη κ.ά. Σοβαρή κριτική ασκήθηκε στις ΗΠΑ και για την εγκατάλειψη των Κούρδων, των πλέον αξιόμαχων συμμάχων τους στον πόλεμο κατά των τζιχαντιστών και η ανοχή που επέδειξαν προς την Τουρκία τόσο στο Συριακό, όσο και στο Λιβυκό, που μπορεί να καταγραφεί ως ολέθριο λάθος αμφοτέρων, ΗΠΑ και Ρωσίας.

Άνοδος πολιτικών δυνάμεων με ακροδεξιά ιδεολογία,

Αρνητικό στοιχείο στις διεθνείς εξελίξεις αποτελεί και η άνοδος σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και ευρωπαϊκές, μέλη της ΕΕ, πολιτικών δυνάμεων με ακροδεξιά ιδεολογία, γεγονός που συνιστά πολιτική οπισθοδρόμηση. Σε αυτό το θολό διεθνές και ευρωπαϊκό τοπίο, η ελληνική διπλωματία αναζητάει διεθνή ερείσματα ενάντια στην τουρκική προκλητικότητα, χωρίς όμως να έχει, μέχρι στιγμής, ρητή και έμπρακτη υποστήριξη.

Ανατρέχοντας στα ιστορικά παραδείγματα, οι πλέον φερέγγυοι σύμμαχοι είναι εκείνοι με τους οποίους οι χώρες τους και οι λαοί τους μοιράζονται κοινά συμφέροντα ή υφίστανται ίδιες απειλές. Οι ευρύτερες συμμαχίες αποδίδουν μόνο αν εξυπηρετούν κοινά συμφέροντα όλων των μελών. Μία διαφωνία μπορεί να μπλοκάρει την ομαδική δραστηριοποίηση. Η Ελλάδα είναι μέλος του ΝΑΤΟ, αλλά δεν πρέπει να περιμένουμε τίποτα ουσιαστικό από τη Νατοϊκή Συμμαχία. Το ΝΑΤΟ, που κυριαρχείται από τις ΗΠΑ, ακολουθεί πολιτική ίσων αποστάσεων έναντι των ελληνοτουρκικών διαφορών, όπως και των τουρκικών προκλήσεων, γεγονός που ισοδυναμεί με εξομοίωση του παραβάτη με αυτόν που υφίσταται την απειλή. Άρα, το γεγονός της συμμετοχής μας στο ΝΑΤΟ δεν εξασφαλίζει καμιά συμπαράσταση ή ουσιώδη μεσολάβηση.

Δεν πρέπει, επίσης, να περιμένουμε πολλά από την ΕΕ

Δεν πρέπει, επίσης, να περιμένουμε πολλά από την ΕΕ, η οποία έχει επιδείξει κάποια συμπαράσταση προς τη χώρα μας, που όμως περιορίζεται σε φραστικές καταδίκες των τουρκικών προκλήσεων και όχι σε λήψη δραστικότερων μέτρων και επιβολή υπολογίσιμων κυρώσεων. Απομένουν τα κράτη–μέλη ως χωριστές οντότητες, όπως η Γαλλία και –σε μικρότερο βαθμό– η Ιταλία, των οποίων θίγονται ουσιώδη οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα κυρίως στην περιοχή της Βορείου Αφρικής, μετά και την ενεργή ανάμειξη της Άγκυρας στο Λιβυκό.

Τελευταίως συζητείται ευρέως το ενδεχόμενο ενός ελληνοτουρκικού διαλόγου προς επίλυση των διαφορών, με τη μεσολάβηση της Γερμανίας, η οποία ανέλαβε την προεδρία της ΕΕ την 1η Ιουλίου. (Βλέπε την τριμερή συνάντηση Γερμανίας, Ελλάδας, Τουρκίας).

Μεγάλη, επίσης, έκταση έλαβε τοποθέτηση έλληνα ακαδημαϊκού, που είχε χρηματίσει παλαιότερα και υφυπουργός των Εξωτερικών και μέχρι πρόσφατα ήταν πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου στο ίδιο υπουργείο, για περιορισμένα δικαιώματά μας στο Καστελλόριζο, επειδή βρίσκεται πλησιέστερα προς την Τουρκία παρά στην Ελλάδα.

Οι δηλώσεις σχολιάσθηκαν ποικιλοτρόπως και δεν έλειψαν και ερμηνείες που αποδίδουν σκοπιμότητα για παραχωρήσεις από ελληνικής πλευράς. Βέβαια, οι ακαδημαϊκοί έχουν το δικαίωμα να εκφράζουν προσωπικές γνώμες και απόψεις. Όταν όμως μία γνώμη μπορεί να επηρεάσει και αφορά θέμα υποκείμενο σε διαπραγμάτευση, χρειάζεται μεγαλύτερη προσοχή.

Σε ό,τι αφορά μια ενδεχόμενη γερμανική πρωτοβουλία για έναν ουσιώδη ελληνοτουρκικό διάλογο, ασφαλώς και θα ήταν καλοδεχούμενη. Αρκεί το Βερολίνο να ενεργήσει σε ευρωπαϊκή και όχι σε εθνική βάση. Είναι γνωστό ότι η Γερμανία έχει σοβαρά επενδυμένα συμφέροντα στην Τουρκία, ενώ επηρεάζεται και από τα δύο εκατομμύρια περίπου ψηφοφόρους τουρκικής καταγωγής.

Παράλληλα την απασχολούν και οι απειλές του Ερντογάν να πλημμυρίσει την Ευρώπη με εκατομμύρια προσφύγων που είναι εγκλωβισμένοι στην Ανατολική Τουρκία. Εμπρός στο ενδεχόμενο επανέναρξης του ελληνοτουρκικού διαλόγου με γερμανική μεσολάβηση δεν μπορούν να αγνοηθούν και οι επικείμενες αμερικανικές προεδρικές εκλογές του προσεχούς Νοεμβρίου, με τον Πρόεδρο Τραμπ να πλησιάζει, όπως εκτιμάται, προς το τέλος της θητείας του.

Εκείνο που πρωτίστως προέχει και επιβάλλεται από ελληνικής πλευράς είναι η επίδειξη εθνικής ομοψυχίας. Και για να πεισθεί ο ελληνικός λαός ότι όντως υπάρχει, πρέπει οι πολιτικές δυνάμεις να το αποδείξουν είτε με τις συζητήσεις στη Βουλή είτε με συναντήσεις των πολιτικών αρχηγών, που όμως σπανίζουν. Απαραίτητη και η ενίσχυση της αποτρεπτικής δύναμης των ενόπλων δυνάμεων, καθώς οι αναγκαίοι εξοπλισμοί επηρεάσθηκαν από τα Μνημόνια και τους περιορισμούς που μας επιβλήθηκαν, στους οποίους όμως έπρεπε να αντιδράσουμε. Γιατί δεν νοούνται δημοσιονομικοί περιορισμοί σε χώρα που δέχεται απειλές.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ