Χαλί διαλόγου στρώνεται στη βάση των τετελεσμένων που επιβάλλει η Τουρκία

Χαλί διαλόγου στρώνεται στη βάση των τετελεσμένων που επιβάλλει η Τουρκία

-Λάθος μηνύματα στέλνει η Αθήνα, ενώ η Άγκυρα γράφει την ατζέντα

Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ


Σε κατά μέτωπο επίθεση έχει προχωρήσει η Άγκυρα και κάποιοι στην Αθήνα βάζουν το κεφάλι στην άμμο και ονειρεύο­νται… διάλογο με την Τουρκία, τη στιγμή που τα μηνύματα που εκπέμπονται από την Αθήνα είναι συγκεχυμένα και εκλαμβάνονται από την άλλη πλευρά ως σημάδια υποχώρησης.

Οι εξελίξεις και με την Αγια-Σοφιά πρέπει να συνεφέρουν την πολιτική ελίτ της χώρας, η οποία οφείλει να αντιληφθεί ότι απέναντι δεν έχει πλέον τον Ταγίπ Ερντογάν, με τον οποίο συναγελάζονταν όλες οι προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις, με τα «καζάν καζάν» και τα «γιαβάς γιαβάς», αλλά έναν ηγέτη που υλοποιεί το ιμπεριαλιστικό όραμα επέκτασης της επιρροής της χώρας του εις βάρος των γειτονικών χωρών, με πρώτο στόχο φυσικά την Ελλάδα και την Κύπρο.

Υπό αυτούς τους όρους και χωρίς να υπάρξουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις δεν νοείται καν συζήτηση για έναρξη διαλόγου και πολύ περισσότερο διαπραγματεύσεων με την Τουρκία.

Και πρώτη προϋπόθεση είναι φυσικά η εγκατάλειψη της πολιτικής των τετελεσμένων από την Τουρκία, διαφορετικά η κάθε διαπραγμάτευση οδηγεί στη νομιμοποίησή τους. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να σταλεί καθαρό μήνυμα στην Τουρκία, ώστε να διαλυθούν οι όποιες παρερμηνείες και παρεξηγήσεις.

Οι δηλώσεις τόσο του υπουργού Άμυνας Χουλουσί Ακάρ, όσο και του Μεβλούτ Τσαβούσογλου, οι οποίοι τόνισαν ότι «επιστήμονες, ακαδημαϊκοί και πρώην στρατιωτικοί στην Ελλάδα παραδέχο­νται τις θέσεις που προβάλλει η Τουρκία» και αντιλαμβάνονται τις ενστάσεις που εκφράζει η Τουρκία, δείχνουν πόσο λανθασμένη είναι η εσωτερική διαπραγμάτευση, που διεξάγεται με όρους… Facebook και χωρίς καμιά σοβαρότητα.

Γιατί ακόμη κι αν δεχθούμε ότι κάθε άποψη ή θέση είναι σεβαστή, τουλάχιστον όσοι είτε κατέχουν θεσμική θέση είτε έχουν, λόγω προηγούμενης ιδιότητας, βαρύνουσα άποψη δεν μπορούν να εκθέτουν τη χώρα με τη δημόσια αντιπαράθεση. Για παράδειγμα, ο κ. Ροζάκης μπορεί να έχει την οποιαδήποτε άποψη και θέση και να την καταθέτει στις αρμόδιες υπηρεσίες και όργανα όταν του ζητείται και επιβάλλεται να προσφέρει και τις νομικές συμβουλές του, όμως δεν μπορεί –και μάλιστα ως επικεφαλής του Επιστημονικού Συμβουλίου του ΥΠΕΞ– να υιοθετεί δημοσίως τη θέση που αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της αναθεωρητικής πολιτικής της Τουρκίας για την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών με την Ελλάδα.

Οι δηλώσεις Τσαβούσογλου και Ακάρ αλλά και του στενού συμβούλου του Προέδρου Ερντογάν, Ιμπραήμ Καλίν, θα πρέπει να προβληματίσουν την Αθήνα, ιδιαιτέρως εκείνους που φλερτάρουν με την ιδέα ενός διαλόγου υπό την πίεση των Βρυξελλών και του Βερολίνου.

Με μια ομοβροντία δηλώσεων και οι τρεις κορυφαίοι τούρκοι παράγοντες έκαναν «επίθεση διαλόγου» στην Ελλάδα, δηλώνοντας ότι η Τουρκία είναι έτοιμη για διάλογο με την Ελλάδα, παρουσιάζοντας έτσι στους ξένους καλοθελητές διαλλακτικό προσωπείο, που δυσχεραίνει τις προσπάθειες της Ελλάδας και της Κύπρου για λήψη αποφάσεων σε επίπεδο ΕΕ, που θα φθάσουν και μέχρι τις κυρώσεις. Και ακόμη θέτουν και την ατζέντα: Εναέριος χώρος, αποστρατιωτικοποίηση νησιών, «γκρίζες ζώνες», εκ προοιμίου αποδοχή περιορισμένης ή μηδενικής επήρειας των νησιών, ενώ ο κ. Καλίν πρόσθεσε και θέμα «τουρκικής μουσουλμανικής μειονότητας Δυτικής Θράκης».

Είναι προφανές ότι η Τουρκία παίζει επικοινωνιακό παιχνίδι, επενδύοντας στις διαθέσεις των ξένων παραγόντων, οι οποίοι, με πρώτους τους Γερμανούς, που έχουν την προεδρία της ΕΕ, δεν θέλουν προβλήματα στην περιοχή και σε κάθε προοπτική εκτροχιασμού της κατάστασης θα σπεύσουν να υιοθετήσουν την τουρκική πρόταση για διάλογο και διαπραγμάτευση.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο επικεφαλής της Εξωτερικής Πολιτικής της ΕΕ Ζοζέπ Μπορέλ, στην επίσκεψή του στην Άγκυρα, δεν βρήκε να πει μια κουβέντα για τις προκλήσεις και τις παραβιάσεις των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας και της Κύπρου, δύο κρατών-μελών δηλαδή, που υποτίθεται εκπροσωπεί, και απλώς αναλώθηκε σε τρόπους έναρξης του διαλόγου μεταξύ των δύο πλευρών, ακολουθώντας τη γραμμή που έδωσαν με τις δηλώσεις τους οι τούρκοι αξιωματούχοι.

Ο κ. Μπορέλ μάλιστα, λίγες μέρες πριν από τις κρίσιμες Συνόδους της ΕΕ (ΥΠΕΞ και Ηγετών), όπου θα τεθεί το θέμα των τουρκικών προκλήσεων, δέ­χθηκε χωρίς καν να απαντήσει τις προσβλητικές απειλές του κ. Τσαβούσογλου, ο οποίος επισήμανε ότι αν η ΕΕ τολμήσει και αποφασίσει νέες κυρώσεις εναντίον της Τουρκίας τότε η χώρα του θα απαντήσει αναλόγως…

Η στάση του κ. Μπορέλ, όπως και του γερμανού ΥΠΕΞ λίγες μέρες πριν, δείχνει τα όρια της υποστήριξης που μπορεί να έχει η Ελλάδα στην αντιπαράθεση με την Τουρκία. Και πάντως αν αυτά είναι τα όρια τώρα που η υποστήριξη που ζητά η Ελλάδα και η Κύπρος είναι περισσότερο πολιτική και διπλωματική, κανείς δεν θέλει να φανταστεί τι θα συμβεί αν χρειαστούν οι δύο χώρες και στρατιωτική συνδρομή και υποστήριξη στο ενδεχόμενο μιας επιθετικής εις βάρος τους ενέργειας.

Η Γαλλία είναι ίσως η μοναδική χώρα που, λόγω των δικών της επιδιώξεων, τόσο για το μέλλον της Ευρώπης, όσο και για την αποκατάσταση του δικού της ρόλου στην Αφρική και στη Μεσόγειο, μπορεί να σταθεί απέναντι στην Ά­γκυρα. Προφανώς όμως μόνο αν θεωρήσει ότι πλήττονται τα δικά της συμφέροντα και όχι για να προστατεύσει το… Καστελλόριζο ή το Αγαθονήσι…

Εξάλλου και με το Παρίσι έχει διαπιστωθεί ότι όλα είναι «δούναι και λαβείν» και ότι η αγορά των δύο φρεγατών αξίας άνω των 2 δισ. ευρώ είναι το κλειδί για τη «στήριξη» που προσφέρει η Γαλλία.

Όμως και πάλι θα πρέπει να γίνει α­ντιληπτό ότι εν όψει των εξελίξεων, που αναμένονται κυρίως από τον Σεπτέμβριο, ο μεγάλος κίνδυνος για την Ελλάδα δεν είναι η πρόκληση ενός θερμού επεισοδίου, αλλά το τι θα ακολουθήσει, καθώς ο δρόμος του διαλόγου που στρώνεται τώρα είναι αυτός στον οποίο μπορεί να υπάρξουν οι πιο μεγάλες απώλειες…

ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ