Ν. Στραβελάκης: Στην Ελλάδα του 2020 υποφέρουν και οι αριθμοί…

Ν. Στραβελάκης: Στην Ελλάδα του 2020 υποφέρουν και οι αριθμοί…


Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών


Η φράση του Γεωργίου Παπανδρέου «στην Ελλάδα ευημερούν οι αριθμοί και υποφέρουν οι άνθρωποι» σημάδεψε τη συζήτηση για τα δημοσιονομικά τη δεκαετία του 1960. Δυστυχώς, στην αρχή της τρίτης δεκαετίας του νέου αιώνα το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης φροντίζει να μην ταλαιπωρούνται μόνο οι άνθρωποι αλλά και οι αριθμοί.

Πριν από δέκα μέρες περίπου ο υπουργός Οικονομικών κ. Σταϊκούρας διατύπωσε την πρόβλεψη ότι η ύφεση το δεύτερο τρίμηνο του 2020 θα ανέλθει στο 16% σε ετησιοποιημένη βάση. Αμέσως μετά όμως ο υφυπουργός του κ. Σκυλακάκης αλλά και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας κ. Στουρνάρας διατύπωσαν την άποψη ότι η ύφεση θα κυμανθεί μεταξύ 5% – 8% και 6% – 9% αντίστοιχα. Με άλλα λόγια, επανέλαβαν την αρχική άποψη του υπουργείου Οικονομικών και της Τράπεζας της Ελλάδας. Ο συνδυασμός των προβλέψεων όμως είναι αντιφατικός, εκτός αν άλλαξε η αριθμητική και δεν το ξέρουμε.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το πρώτο τρίμηνο του 2020 η οικονομία παρουσίασε ύφεση 1%. Ξέρουμε επίσης ότι το ελληνικό ΑΕΠ δεν παρουσιάζει έντονα στοιχεία εποχικότητας, δηλαδή δεν παρουσιάζει σημαντικές διαφορές από τρίμηνο σε τρίμηνο. Αυτό μας επιτρέπει να υπολογίσουμε την ύφεση ως τον μέσο όρο της ύφεσης των τριμήνων. Έτσι, αν ο κ. Σταϊκούρας έχει προβλέψει ορθώς το -16% που ανακοίνωσε, τότε η ύφεση το πρώτο εξάμηνο του 2020 θα είναι περίπου 8,5% ([-1 + -16] / 2 = -8,5%).

Με την ίδια λογική, αν έχει δίκιο ο κ. Σκυλακάκης και η οικονομία έχει ύφεση 5% στο σύνολο του έτους, όπως λέει το βασικό σενάριο του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, αυτό σημαίνει ότι η ύφεση το δεύτερο εξάμηνο θα πρέπει να είναι -1,5% περίπου (για τον υπολογισμό [-8,5 + -1,5] / 2). Αντίστοιχα, αν ισχύει το καλό σενάριο της Τράπεζας της Ελλάδας (-6%), τότε η ύφεση το δεύτερο εξάμηνο του 2020 θα πρέπει να είναι -3,5% (για τον υπολογισμό [-8,5 + -3,5] / 2).

Εδώ αρχίζουν όμως τα προβλήματα, καθότι βασικός αναπτυξιακός / εξαγωγικός πυλώνας της ελληνικής οικονομίας το δεύτερο εξάμηνο κάθε χρονιάς είναι ο τουρισμός. Ο τουρισμός που, σύμφωνα με τις προβλέψεις όλων των διεθνών οργανισμών, θα είναι μειωμένος κατά 60% – 70%.

Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνονται από τις εκτιμήσεις των παραγόντων της τουριστικής αγοράς αλλά και από το γεγονός ότι δεν θα δε­χθούμε (και σωστά) φέτος τουρίστες από την Αγγλία και τις ΗΠΑ για υγειονομικούς λόγους. Ας βάλουμε αυτά τα δεδομένα σε αριθμούς. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΣΕΤΕ, ο τουρισμός συνεισφέρει άμεσα το 12% του ΑΕΠ και αυτό σημαίνει ότι το 2019 συνεισέφερε 22 δισ. ευρώ περίπου (ΑΕΠ σε σταθερές τιμές 187,5 δισ. x 12% = 22,5 δισ.). Αυτό σημαίνει ότι από τον τουρισμό και μόνο, με 70% μείωση, θα υπάρξει άμεση απώλεια 16 δισ. περίπου ή 8% του ΑΕΠ.

Όμως η ιστορία δεν σταματά εδώ, καθώς σύμφωνα με τις ίδιες μελέτες του ΣΕΤΕ ο κλαδικός πολλαπλασιαστής του τουρισμού είναι περίπου 2. Με απλά λόγια, για κάθε ευρώ εσόδου από τον τουρισμό υπάρχει ένα επιπλέον ευρώ προσθήκη στο ΑΕΠ.

Ο λόγος είναι ότι αποτελεί εξαγωγική δραστηριότητα, συνεισφέρει σημαντικά στην απασχόληση, έστω και σε εποχιακή βάση, ενώ έχει σημαντική επίδραση στον κλάδο των μεταφορών και της εστίασης. Με βάση τα παραπάνω στοιχεία αναμένεται να υπάρξει επιπλέον μείωση του ΑΕΠ κατά 16 δισ. ή 8%. Κοντολογίς, το συνολικό άμεσο και έμμεσο αποτέλεσμα από τη μείωση του τουρισμού είναι 32 δισ. ή 16% του ΑΕΠ. Βέβαια αυτή η μείωση αφορά το εξάμηνο Μάιος – Οκτώβριος. Άρα ένα μέρος των αναμενόμενων απωλειών έχει συντελεστεί ήδη. Παρόλο που η τουριστική δραστηριότητα δεν είναι ισοκατανεμημένη στο εξάμηνο, επειδή Μάιο και Ιούνιο η δραστηριότητα ήταν στην ουσία μηδενική μας κάνει να αφαιρέσουμε τα 2/5 της συνολικής δαπάνης που λογικά έχει συ­μπεριληφθεί ήδη στην ύφεση του πρώτου εξαμήνου. Άρα από τα 32 δισ. οι απώλειες του δευτέρου εξαμήνου αναμένεται να είναι 19 δισ. ή 20% του ΑΕΠ.

Τα παραπάνω σημαίνουν ότι συνυπολογίζοντας την ύφεση από τον τουρισμό και μόνο και την πορεία της οικονομίας το πρώτο εξάμηνο η ύφεση θα φτάσει κάπου στο 14% του ΑΕΠ (για τον υπολογισμό ([-8,5% + -20%) / 2 = -14%). Το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί η κυβέρνηση και η Τράπεζα της Ελλάδας επιμένουν, σε αντίθεση με όλους τους διεθνείς οργανισμούς (ΔΝΤ, Κομισιόν, ΟΟΣΑ κ.λπ.), σε αυτές τις ανεδαφικές προβλέψεις;

Ο λόγος είναι ότι σε διαφορετική περίπτωση θα τεθεί εν αμφιβόλω η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και ίσως και οι διευκολύνσεις που παρέχει αυθαίρετα η ΕΚΤ στα ελληνικά ομόλογα.

Το πρόβλημα είναι ότι στην προσπάθεια να ικανοποιήσει τις γραφειοκρατίες των Βρυξελλών και της Φρανκφούρτης το οικονομικό επιτελείο χάνει και την όποια ευκαιρία να παρέμβει αποτελεσματικά για τον περιορισμό των συνεπειών της ύφεσης.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ