Π. Αδαμίδης: Το σκληρό πρόσωπο της Κίνας
Του
ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ ΑΔΑΜΙΔΗ
Δικηγόρου, LL.M (Harvard’ 95), ΔΝ, αν. Καθηγητή
Κοινοτικού Δικαίου, Προμηθειών και Διεθνών Σχέσεων
στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων
Στη ζωή, όπως και στην Ιστορία, τίποτα δεν είναι τυχαίο. Και το μέταλλο μιας αυτοκρατορίας τη χαρακτηρίζει, πέρα από πρόσωπα και πολιτικά συστήματα. Κυρίαρχο στοιχείο του είναι η σκληρότητα και η αποφασιστικότητα.
Κανείς δεν χαρίζει τίποτα, ιδιαίτερα μάλιστα στον ανταγωνιστικό κόσμο των διεθνών σχέσεων. Από κει και πέρα είναι θέμα προσαρμοστικότητας και φλέγματος. Οι Κινέζοι, ως αντιπροσωπευτική δύναμη της Ανατολής, έχουν δείξει ότι ξέρουν να περιμένουν. Να σωρεύουν δύναμη και όταν αισθανθούν σίγουροι ή πιεσμένοι, χρησιμοποιούν την πειθώ της ισχύος τους. Αυτό βιώνουμε και σήμερα.
Ο «ήρεμος γίγαντας», που έκανε πράξη τον «κομμουνιστικό καπιταλισμό», σε μια εκδοχή φολκλόρ, ειδικά για όσους δεν είχαν την ατυχία να εκφράσουν τις διαφωνίες τους με την «απόλυτη αλήθεια» του κόμματος ή δεν βρέθηκαν στη λάθος πλευρά της «πολιτιστικής επανάστασης», δείχνει έντονα σημάδια εκνευρισμού. Αλλά και προκλητικότητας. Σε σημείο που θέλει να πείσει για τα προφανή. Και να αλλάξει και αυτήν ακόμα την πραγματικότητα. Που δεν είναι άλλη από το ότι η ανθρωπότητα ζει σήμερα έναν διαρκή εφιάλτη, που αποτελεί μια βραδυφλεγή βόμβα στην προοπτική της, έναν βιασμό του τρόπου ζωής μας. Κατά ειρωνεία της τύχης, βλέπουμε να συντελείται, από μια άλλη οδό, ο κίνδυνος που στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου αντιπροσώπευε ο «ερυθρός ολετήρας». Γυρίσματα και δικαίωση της Ιστορίας.
Οι Κινέζοι όμως δεν δείχνουν καμία διάθεση να συμβιβαστούν με τις ευθύνες τους. Αισθάνονται εξαιρετικά άβολα με τη διαπίστωση ότι η πανδημία ξεκίνησε από την αχανή χώρα τους και έλαβε διαστάσεις χιονοστιβάδας όταν απέτυχαν ή ολιγώρησαν ή ακόμα χειρότερα επιχείρησαν να συγκαλύψουν το μέγεθος του προβλήματος. Η κατακριτέα αντίδρασή τους έφτασε στο σημείο να αποτελέσει για αυτούς μέτρο κύρους και επιρροής. Πέτυχαν, εκμεταλλευόμενοι, προφανώς, δομές και σχέσεις –που σε πρώτο χρόνο θα πρέπει να διερευνηθούν–, να μετριάσουν τις σε βάρος τους εύλογες διαπιστώσεις της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας για τις Εξωτερικές Σχέσεις και να επιβάλουν, κατά τρόπο ατιμωτικό και αδιανόητο, την παράλειψη αναφορών στη χώρα τους και κατ’ επέκταση τις ευθύνες τους από τη σχετική επιστολή των ευρωπαίων πρεσβευτών στην Κίνα.
Οι κινήσεις τους αυτές γίνονται πάνω σε έναν δρόμο στρωμένο. Εδώ και χρόνια η Δύση κλείνει τα μάτια στα ενοχλητικά για τους Κινέζους ζητήματα της παραβίασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Υπήρχε αδικαιολόγητα ανοχή, ένα κοινό μυστικό και ενοχή για τη σκληρότητα της κινεζικής στάσης στο Θιβέτ. Και ούτε λόγος να γίνεται για τις αρχές του κράτους δικαίου. Ας ρωτήσει κανείς όσους επιχείρησαν να δραστηριοποιηθούν στην Κίνα και υποχρεώθηκαν να μεταφέρουν την τεχνογνωσία τους. Κατά τα άλλα και μπροστά στους κοντόφθαλμους υπολογισμούς για την αχανή αγορά των προϊόντων τους, τα κράτη της ελεύθερης οικονομίας έκαναν δεκτή την Κίνα στους κόλπους του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Τη βουλιμία αυτή εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο οι Κινέζοι. Πάνω σε αυτήν έχτισαν και γιγαντώθηκαν.
Δεν θα πρέπει, κατά τούτο, να μας ξενίζει η επαμφοτερίζουσα θέση ισχυρών ευρωπαϊκών κρατών. Συντεταγμένα, μέσω των κολοσσών της, όπως η Cosco και η Ηuawei, η Κίνα πραγματοποιεί επενδύσεις σε Ιταλία και Γαλλία, ενώ η Γερμανία δεν μπορεί να αγνοήσει ότι είναι η σημαντικότερη εμπορική της εταίρος μετά τις ΗΠΑ. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια έχει πενταπλασιάσει τον όγκο των συναλλαγών της με την Κίνα, που πλέον ανέρχεται στα 100 δισ. δολάρια, ενώ και η αγορά αυτοκινήτου εξακολουθεί να της παρέχει ελπιδοφόρες προοπτικές. Τον Ιούνιο, για τρίτο συνεχόμενο μήνα, η σχετική κινεζική αγορά παρουσίασε άνοδο, που έφτασε σε ποσοστά της τάξεως του 11%. Μέσα σε συνθήκες απόλυτης οικονομικής ύφεσης και ζόφου, η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία κάθε άλλο παρά θα παραμείνει ασυγκίνητη.
Η κινεζική όμως πρακτική, στο πλαίσιο μια συνολικής εκκαθάρισης, δείχνει να ανυπομονεί να εξαλείψει και κάθε εστία αντίστασης στο Χονγκ Κονγκ. Εξ ου και οι νόμοι που πνίγουν στην πράξη το πολυδιαφημιζόμενο καθεστώς της «Μίας Χώρας με δύο Οικονομικά Συστήματα». Και όλα αυτά σε μια περιοχή που, κατά τα άλλα, έχει την αυτονομία της. Μια έννοια που αν μη τι άλλο ξυπνά πικρές αναμνήσεις για τον Ελληνισμό και τις κατά τα άλλα αυτόνομες Βόρειο Ήπειρο, Ίμβρο και Τένεδο. Βουβοί και άτολμοι παρακολουθήσαμε τον στραγγαλισμό τους. Και η «πολιτισμένη ανθρωπότητα» παρέμεινε σε ρόλο θεατή. Όπως και τώρα. Τελικά δεν είμαστε οι μόνοι.