Το Καστελλόριζο δεν είναι μακριά
Του
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΛΑΥΡΕΝΤΖΟΥ
Συμβούλου επιχειρήσεων – Συγγραφέα
Η Ελλάδα είναι ίσως η μόνη χώρα στον κόσμο, όπου η υπεράσπιση των εθνικών δικαιωμάτων της που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο θεωρείται μαξιμαλισμός. Αντίστοιχα, «κανονικό» θεωρείται το να μη διεκδικούμε όλα όσα μας ανήκουν, γιατί αυτό μπορεί να ερεθίσει την Τουρκία, «που έχει και αυτή τα δικά της ζωτικά συμφέροντα». Επίσης «προοδευτικό» και «συνετό» είναι «να δεχτούμε να χάσουμε μερικά, γιατί έτσι θα εξασφαλίσουμε τα υπόλοιπα».
Αυτές είναι οι απόψεις που εκφράζει μεγάλη μερίδα του ελληνικού πολιτικού κόσμου αλλά και της επίσημης διανόησης, όπως αυτή εκπροσωπείται από καθηγητές και ειδικούς που στελεχώνουν τις τεχνοκρατικές θέσεις του συστήματος εξουσίας.
Σε αυτό το γνώριμο πλαίσιο κινήθηκαν οι τοποθετήσεις του μέχρι πρότινος επικεφαλής του Επιστημονικού Συμβουλίου του ΥΠΕΞ κ. Ροζάκη σε τηλεοπτική εκπομπή. Σε συνέντευξή του προς τον δημοσιογράφο Γ. Σαχίνη, ο κ. Ροζάκης διατύπωσε την άποψη ότι το Καστελλόριζο είναι αποκομμένο και πολύ μακριά ακόμη και από τη Ρόδο. Άρα, κατά την άποψη αυτή, δεν μπορεί να έχει δικαιώματα ΑΟΖ (εν μέρει ή καθόλου) απέναντι στην Τουρκία.
Ο κ. Ροζάκης έσπευσε επιπλέον να πει ότι οι ακτές της Τουρκίας είναι πολύ μεγαλύτερες από τις ακτές της Κύπρου. Για αυτόν τον λόγο, κατά τον ίδιο, «η Τουρκία τράβηξε μια οριοθετική γραμμή που είναι πιο κοντά στις ακτές της Κύπρου παρά στις δικές της». Το «επιχείρημα» της μεγάλης τουρκικής ακτογραμμής ο κ. Ροζάκης το προέβαλε ως βάσιμο. Όμως δεν υπάρχει σχετική πρόνοια στο Δίκαιο της Θάλασσας, το οποίο ορίζει την ΑΟΖ των παρακτίων κρατών. Ομοίως δεν υπάρχει κάποια ρητή αναφορά για περιορισμό των δικαιωμάτων των νήσων που βρίσκονται κοντά σε άλλες χώρες. Αντιθέτως αναφέρεται ότι δικαιώματα ΑΟΖ έχουν τα νησιά που ιστορικά είναι κατοικημένα και έχουν οικονομική ζωή.
Ο κ. Ροζάκης αναφέρθηκε και στο εύρος των ελληνικών χωρικών υδάτων. Σχετικά προέκρινε ότι «το ιδανικό θα ήταν να επεκταθούν στα 10 ν.μ.» και όχι στα 12 ν.μ., όπως προβλέπει το Διεθνές Δίκαιο. Το σκεπτικό του ήταν ότι στη δεύτερη περίπτωση το Αιγαίο θα γίνει μια θάλασσα κλειστή για τη διεθνή ναυσιπλοΐα.
Πρόκειται για μια τοποθέτηση μάλλον αυθαίρετη, αφού και με 10 ν.μ. τα πλοία που θα διασχίζουν το Αιγαίο θα πρέπει να ακολουθούν δαιδαλώδεις διαδρομές για να παραμένουν σε διεθνή ύδατα. Εξάλλου, ακόμη και στα 12 ν.μ., όπως και τώρα, προβλέπεται η έννοια της αβλαβούς διέλευσης και μπορούν να ορισθούν διάδρομοι ελεύθερης ναυσιπλοΐας. Πρόκειται λοιπόν για μια καθαρά προσχηματική επιχειρηματολογία, η οποία προσφέρει δικαιολογητική βάση στις παράλογες τουρκικές αξιώσεις.
Το πρόβλημα με τις παραπάνω απόψεις δεν είναι τόσο το αν είναι σωστές ή λανθασμένες, αλλά το ότι στην Ελλάδα ένα ολόκληρο σύστημα είναι έτοιμο να κάνει οικειοθελώς και προληπτικά εκπτώσεις στα δικαιώματα που αναγνωρίζει στη χώρα το Διεθνές Δίκαιο. Σε μια χώρα μάλιστα η οποία έχει ως σημαία το Διεθνές Δίκαιο.
Η κατάσταση θα ήταν διαφορετική, βεβαίως, αν ο κ. Ροζάκης ήταν απλώς ένας πανεπιστημιακός που διατυπώνει την άποψή του. Όμως ο κ. Ροζάκης υπήρξε υφυπουργός επί κυβερνήσεων Σημίτη και έχει λειτουργήσει ως εμπειρογνώμων του ελληνικού ΥΠΕΞ σε πολλές άλλες ελληνικές κυβερνήσεις. Στο πλαίσιο αυτό, έχει διαδραματίσει πρωτεύοντα ρόλο στη διαμόρφωση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Τι επιδιώκει η Ελλάδα στη Μεσόγειο;
Το βασικό ερώτημα λοιπόν είναι: Ποια ακριβώς είναι η ελληνική πολιτική στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο; Είναι, άραγε, μια στάση αναμονής μέχρι να ωριμάσουν οι συνθήκες και να πειστεί ο ελληνικός λαός για τις κυοφορούμενες υποχωρήσεις; Έχει η Ελλάδα γεωπολιτικές φιλοδοξίες σε αυτήν τη νευραλγική περιοχή; Ή μήπως η πολιτική της περιορίζεται στο «να υποχωρούμε κάθε φορά και σε κάτι, προκειμένου να έχουμε την ησυχία μας για μερικά χρόνια»; Αν πράγματι ισχύει κάτι τέτοιο, τότε πρόκειται για μια πολύ επικίνδυνη αυταπάτη, που ουδέποτε δικαιώθηκε ιστορικά. Και είναι πραγματικά απορίας άξιο πώς τέτοιες απόψεις διατυπώνονται και από πανεπιστημιακούς καθηγητές, οι οποίοι τουλάχιστον οφείλουν να έχουν διαβάσει Θουκυδίδη.
Όμως δεν χρειάζεται να έχεις διαβάσει Θουκυδίδη για να καταλάβεις ότι δεν μπορείς να ταΐζεις συνεχώς τον λύκο με την ελπίδα ότι κάποτε θα γίνει χορτοφάγος. Επίσης, δεν χρειάζεται να έχεις διαβάσει Θουκυδίδη για να καταλάβεις ότι καμία χώρα δεν επιβίωσε παραιτούμενη ιστορικά. Διότι μια κανονική χώρα θα επιζητούσε να προεκτείνει τη γεωπολιτική της παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο. Έτσι, ακόμη κι αν δεν υπήρχε το ελληνικό Καστελλόριζο, θα έπρεπε να το είχαμε «εφεύρει».
Ακόμη κι αν η Κύπρος δεν ήταν ένα ελληνικό νησί, κατεχόμενο κατά το ήμισυ από ξένες δυνάμεις, θα έπρεπε να μας νοιάζει πάρα πολύ. Και το Καστελλόριζο δεν είναι βεβαίως ένα ατύχημα, αλλά ένα δώρο της γεωγραφίας. Είναι ο στρατηγικός κρίκος που εξασφαλίζει τη συνέχεια της ελληνικής και της κυπριακής ΑΟΖ, συγκροτώντας έναν ενιαίο οικονομικό και αμυντικό χώρο. Η διατήρηση αυτού του χώρου θα έπρεπε να είναι βασική προτεραιότητα του ελληνικού σχεδιασμού.