Η ελληνοϊταλική συμφωνία για τις θαλάσσιες ζώνες στο Ιόνιο και στη Νότια Αδριατική
Υπό του
Δρος ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΓΟΥΝΑΡΗ
Εμπειρογνώμονος, Πρεσβευτού ε.τ.,
Διδάκτορος του Πανεπιστημίου του Βερολίνου (FU Berlin)
Η ελληνοϊταλική συμφωνία της 10ης Ιουνίου 2020 αφορά την οριοθέτηση των μεταξύ των δύο κρατών θαλασσίων ζωνών, τις οποίες νομιμοποιούνται να έχουν αμφότερα τα κράτη.
Η οριοθετική γραμμή όλων των θαλασσίων ζωνών μεταξύ Ελλάδος – Ιταλίας συμφωνείται να είναι πάντα η μέση γραμμή της αρχής της ίσης απόστασης, με βάση την οποία έχει οριοθετηθεί η υφαλοκρηπίδα των δύο κρατών στο Ιόνιο και στη Νότια Αδριατική στις 24/5/1977.
Η εφαρμογή της μέσης γραμμής για την οριοθέτηση όλων των κλασικών θαλασσίων ζωνών, όπως είναι η αιγιαλίτιδα ζώνη, η συνορεύουσα ζώνη, η υφαλοκρηπίδα και η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ), είναι η πιο συχνή μέθοδος για την οριοθέτηση των θαλασσίων αυτών ζωνών.
Στην αιγιαλίτιδα ζώνη το παράκτιο κράτος ασκεί κυριαρχία στη συνορεύουσα ζώνη των 24 ν.μ., ενώ έχει αποκλειστική αρμοδιότητα ελέγχου για φορολογία, για τελωνειακές υποθέσεις, για υγειονομικό έλεγχο και για αρχαιολογικά και ιστορικά αντικείμενα.
Στην υφαλοκρηπίδα και στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη το παράκτιο κράτος έχει ειδικά αποκλειστικά κυριαρχικά δικαιώματα για την εξερεύνηση και εκμετάλλευση των βιολογικών και ορυκτών πόρων, όπως επίσης των κυμάτων, των ρευμάτων και του υπερκείμενου της θαλάσσιας επιφάνειας ανέμου για παραγωγή αιολικής ενέργειας και για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος.
Στις λεγόμενες «μοντέρνες θαλάσσιες ζώνες», όπως η αρχαιολογική ζώνη, η ζώνη οικολογικής προστασίας, η ζώνη διενέργειας θαλασσίων επιστημονικών ερευνών, το παράκτιο κράτος ασκεί δικαιώματα ή αρμοδιότητες που απορρέουν από τις διατάξεις των ζωνών αυτών, εφόσον η θέσπιση ΑΟΖ ή άλλων θαλασσίων ζωνών της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της θάλασσας του 1982 θα δημιουργούσε πολιτικά και νομικά προβλήματα.
Οι ζώνες αυτές αποκαλούνται «αποσπασματικές» και προβληματικές, δημιουργοί σύγχυσης και αβεβαιότητας κυρίως ως προς τις υποχρεώσεις τρίτων κρατών. Χαρακτηριστικά, ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών αποκαλεί αυτές δημιουργούς de facto καταστάσεων, για τον λόγο αυτό ζητά από τα παράκτια κράτη να αποφεύγουν τη δημιουργία τέτοιων ζωνών και να εφαρμόζουν μόνο εκείνες που αναφέρονται στη Σύμβαση Δικαίου Θαλάσσης των Ηνωμένων Εθνών του 1982.
Η συμφωνία της 10ης Ιουνίου 2020 επιβεβαιώνει το δικαίωμα των νησιών να έχουν θαλάσσιες ζώνες, γνωστοποιώντας την πρόθεση της Ελλάδος για επέκταση της αιγιαλίτιδος ζώνης της από 6 και 10 ν.μ. σε 12 ν.μ.
Βέβαια, η συμφωνία αναγνωρίζει ορισμένα ιστορικά αλιευτικά δικαιώματα για τους ιταλούς αλιείς έξω από τα 6 ν.μ. της θαλάσσιας αιγιαλίτιδος ζώνης της Ζακύνθου και της Κεφαλονιάς, τα οποία θα συνεχίσουν να ισχύουν και μετά την επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδος ζώνης μέχρι τα 12 ν.μ.
Τις σχετικές συντεταγμένες της συμφωνίας της 10ης Ιουνίου και την ίδια τη συμφωνία καλό είναι να αποστείλουν η Ελλάδα και η Ιταλία –αφού γίνει προηγουμένως η ανταλλαγή των οργάνων επικύρωσης– στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, για καταχώρηση και αποστολή αυτών σε όλα τα κράτη-μέλη του διεθνούς οργανισμού.
Όταν ένα εκ των δύο συμβαλλομένων μερών λάβει πρωτοβουλία για ανακήρυξη μιας θαλάσσιας ζώνης, θα πρέπει εγκαίρως να ειδοποιεί το άλλο μέρος για την ανακήρυξη της ζώνης αυτής.
Η συμφωνία, σύμφωνα με το άρθρο 3 αυτής, δεν θίγει τους κανόνες και κανονισμούς του άρθρου 56 της Σύμβασης Δικαίου Θαλάσσης του 1982 για τα δικαιώματα και τις διαδικασίες και υποχρεώσεις του παρακτίου κράτους στην ΑΟΖ. Η αναφορά της ΑΟΖ στον τίτλο της συμφωνίας αυτής θα μπορούσε να είχε προστεθεί, διαφορετικά κανείς πρέπει να μαντέψει τι αφορά η συμφωνία αυτή.
Διαφορές που μπορούν να προκύψουν αναφορικά με τη συμφωνία θα επιλύονται διά της διπλωματικής οδού μέσα σε τέσσερις μήνες. Διαφορετικά, με αίτημα ενός μέλους θα υποβάλλονται προς επίλυση από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ή δι’ ενός άλλου οργάνου που θα έχει διαμορφωθεί από τα δύο κράτη-μέλη. Μαζί με τη συμφωνία έχει υπογραφεί και από τα δύο κράτη κοινή δήλωση για τους έμβιους πόρους. Στη δήλωση αυτή σύμφωνα με πληροφορίες αναφέρεται, μεταξύ άλλων, η προσήλωση των δύο μερών στα κοινοτικά δεδομένα και στις διατάξεις περί αλιείας της Σύμβασης Δικαίου Θαλάσσης του 1982. Στη δήλωση αυτή περιλαμβάνονται και άλλα στοιχεία τα οποία μέχρι σήμερα δεν έχουν γνωστοποιηθεί.
Ως προς το ελληνικό ευχολόγιο για μια αναμενόμενη σύντομη επίλυση της οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών με την Αίγυπτο και την Αλβανία, μάλλον κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να είναι εύκολο. Όσον αφορά την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ της Κύπρου με την Ελλάδα, η οποία είναι και η πιο σοβαρή από όλες τις οριοθετήσεις, δεν φαίνεται να είναι εύκολο να πραγματοποιηθεί λόγω Τουρκίας.
Βέβαια, οποιαδήποτε τουρκική στρατιωτική ενέργεια σε περιοχή που υπάρχει σύνορο ελληνικής και κυπριακής ΑΟΖ θα μπορούσε να είναι αιτία πολέμου μεταξύ Ελλάδος – Τουρκίας, με τη συμμετοχή και άλλων κρατών.
Πάντως ο τίτλος της συμφωνίας είναι μάλλον ατυχής, σωστό θα ήταν η συμφωνία να ονομαστεί «Οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης Ελλάδος – Ιταλίας».
Άλλες ζώνες, εκτός της υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, μεταξύ των δύο κρατών δεν υφίστανται, λόγω γεωγραφίας. Η χρησιμοποίηση πληθυντικού όσον αφορά τις ζώνες στον τίτλο της συμφωνίας αφήνει να εννοηθεί ότι οι Ιταλοί θέλουν να εφαρμόσουν στην περιοχή της ΑΟΖ και αποσπασματικές ζώνες, κάτι που δημιουργεί συγχύσεις και καλό είναι, όπως έχει πει ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, τα κράτη να υιοθετούν μόνο ζώνες που περιέχονται στη Σύμβαση Δικαίου Θαλάσσης του 1982 και όχι αποσπασματικές και προβληματικές ζώνες.