Μέγας Πανηγυρικός Εσπερινός στον ιερό Βράχο του Αρείου Πάγου – Η Εκκλησία της Ελλάδος τίμησε τον ιδρυτή της
Στον ιερό Βράχο του Αρείου Πάγου τίμησε το απόγευμα η Εκκλησία της Ελλάδος τον Απόστολο των Εθνών Παύλο σε ανάμνηση του κηρύγματός του προς τους Αθηναίους.
Στον Μεγάλο Πανηγυρικό Εσπερινό χοροστάτησε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, ενώ λόγω των μέτρων για την αντιμετώπιση του νέου κορονοϊού, τηρήθηκαν όλα τα απαραίτητα μέτρα υγιειονομικής προστασίας, με περιορισμένο αριθμό παρευρισκόμενων. Παρέστησαν Αρχιερείς, εκπρόσωποι της Πολιτείας, των σωμάτων ασφαλείας και των ενόπλων δυνάμεων, κληρικοί και λαϊκοί.
Κατά τον Εσπερινό μίλησε ο Πρωτοσύγκελλος της Αρχιεπισκοπής Αρχιμανδρίτης Βαρνάβας Θεοχάρης, ο οποίος, μεταξύ άλλων, τόνισε ότι «Σήμερα γιά μία ἀκόμη φορά, σεβαστή και ἐκλεκτή ὁμήγυρις, βαδίζουμε κάτω ἀπό τήν σκιά πού μᾶς προσέφεραν καί μᾶς προσφέρουν οἱ σωτηριώδεις καίπατρικοί λόγοι τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου, κάνοντας ἀπόπειρα ταυτοχρόνως νά ἀναμετρήσουμε τό Ἀποστολικό μεγαλεῖο του.
Μεγαλεῖο πού ἔλαμψε μέ τό ὑπερκόσμιο φῶς στίς κοπιώδεις καί ἐξαντλητικές ἀνά τόν κόσμο πορεῖες του, καθώς καί στήν βαθιά ἀληθινή χριστιανική ζωή του. Οἱ θλίψεις, οἱ δοκιμασίες, οἱ διωγμοί, τά ναυάγια, οἱ ραβδισμοί, οἱ λιθοβολισμοί, τά δεσμά του εἶναι κοσμήματα τῆς ψυχῆς του. «Μεταξύ τῆς ἁρπαγῆς του στόν τρίτο Οὐρανό καί τῆς ἁλύσεως του, ἐγώ προτιμῶ τάς ἁλύσεις του», γράφει μέ θαυμασμό ὁχρυσοῦς τήν γλῶτταν, χρυσοῦς καί τήν καρδίαν, Ἱερός Χρυσόστομος.
Ἡ ἀγάπη του γιά τόν Χριστό τόν διακατέχει. Θεῖος Ἔρωτας πού συνεχῶς αὐξάνεται καί «ἐπεκτείνεται ἔμπροσθεν», ἔχοντας τήν πεποίθηση ὅτι σέ ὁλόκληρη τήν κτίση δέν θά βρεθεῖ ὁ,τιδήποτε νά τόν χωρίσει ἀπό αὐτήν τήν πύρινη ἀγάπη «οὔτε θάνατος, οὔτε ζωή, οὔτε ἄγγελοι, οὔτε δυνάμεις, οὔτε ἐνεστῶτα, οὔτε μέλλοντα, οὔτε κτίσις τις ἑτέρα» (Ρωμ. β’ 35 – 39).
Τοῦ ἀρκεῖ νά εἶναι μέ τόν Χριστό, νά τόν ἀγαπᾷ ὡς τήν πρώτη ἀγάπη κι ἄς πεθαίνει καθημερινά μέ μαρτυρικό θάνατο.
Τά Ἀποστολικά του ταξίδια τά ἔχουν ἀποκαλέσει καί χριστιανική Ὀδύσσεια. Ὅλη ἡ ζωή του θά πρέπει νά ἦταν ζωή μεγάλων στερήσεων, ἀφοῦ μποροῦσε νά γράφει στούς Κορινθίους «ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καί πεινῶμεν καί διψῶμεν καί γυμνητεύομεν καί κολαφιζόμεθα καί ἀστατοῦμεν» (Α΄ Κορ. δ΄ 11)».
Σε άλλο σημείο της ομιλίας του ο Πρωτοσύγκελλος υπογραμμίζει ότι «Ὡς σκοπό τῆς ζωῆς του θέτει τόν ἁγιασμό του, τό ξερίζωμα τῶν παθῶν, τήν καλλιέργεια τοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου, ἀρετές καί προτερήματα τά ὁποῖα προσπορίζουν δόξα καί τιμή καί εἰρήνη σέ Ἐκεῖνον πού μέ ὑπομονή καί ἐπιμονή τά κατεργάζεται.
«Δόξα καί τιμή καί εἰρήνη παντί τῷ ἐργαζομένῳ τό ἀγαθόν» (Ρωμ. β’ 10).
Ἡ ψυχή τοῦ «κήρυκα τῆς θείας ζωῆς» φλέγεται ἀπό θερμή ἀγάπη καί λατρεία γιά Ἐκεῖνον « τίς ἡμᾶς χωρίσει τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ θλίψις ἤ στενοχωρία ἤ διωγμός ἤ γυμνότης ἤ κίνδυνος ἤ μάχαιρα;»
Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος καί πάλι τονίζει: « θά γέμιζε ὁ Παῦλος χιλιάδες βιβλία ἄν ἤθελε νά μιλήσει λεπτομερῶς γιά ὅλα, ἄν ἔλεγε γιά τίς Ἐκκκλησίες πούμεριμνοῦσε, ἄν διηγόταν γιά τίς φυλακίσεις, τά μαρτύρια, τά κατορθώματά του κατά τή διάρκειά τους, ἄν μιλοῦσε γιά τίς καθημερινές περιπέτειές του πού συναντοῦσε. Ἀλλά δέν ἤθελε (ΕΠΕ 20,20)
Τό πρότυπο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ὀργανωτῆ, ὁπεφωτισμένος θεολόγος, ὁ Ἅγιος τῆς Ἀναστάσιμης ἀγάπης ἀντιμετώπιζε ὅλες αὐτές τίς κακουχίες καί τίς πολυειδεῖς θλίψεις μέ ὅπλο τήν πίστη, τήν ἀγάπη στόνΘεό καί τόν συνάνθρωπο, τήν προσευχή, τήν λατρεία στό Θεό, καθώς καί τήν μελέτη καί γνώση τῶν θείων Γραφῶν».
Ο π. Βαρνάβας επεσήμανε, ακόμη, ότι «Ὁ Ηolzner ἀναφέρει χαρακτηριστικά πώς τό κελί τοῦ Ἀποστόλου Παύλου μεταβάλλεται σέ ἕναν συμπαθητικό χῶρο μυσταγωγίας, σέ ἕνα οἰκογενειακό παρεκκλήσιο, ὅπου οἱ φίλοι θυμοῦνται τούς ἀπόντας ἀδελφούς στήν προσευχή, στούς ὕμνους καί στή Θεία Εὐχαριστία – «τήν πολυτρόπων νόσων ἀλεξητήριον» .
Ὅλοι αἰσθάνονται πώς ὁ ἄνθρωπος αὐτός πού βασανίζεται στίς φυλακές δέν εἶναι «κανένας ἐπικίνδυνος ἀρχηγός ἐπαναστατικῆς συνωμοτικῆς σπείρας, ἀλλά πνευματικός ἀρχηγός μιᾶς ὀργάνωσης πού προσεύχεται γιά τό καλό τῆς Αὐτοκρατορίας.»
Ὁ ταπεινός Ἀπόστολος, ὁ πραγματικός ἀγωνιστής, μέ τήν βαθιά συναίσθηση τῆς ἀποστολῆς του, αὐτός πού ἐκαυχᾶτο στίς θλίψεις του (Ρωμ. ε΄3), στόν Σταυρό (Γαλ. στ.), στά ἀσθενήματά του (Κορ, β’, 9 ) γιά τούς ἀδελφούς του (Κορ. β΄, 1-2), γνώριζε πώς «πᾶσα γραφήθεόπνευστος καί ὠφέλιμος πρός διδασκαλίαν, πρός ἔλεγχον, πρός ἐπανόρθωσιν, πρός παιδείαν τήν ἐν δικαιοσύνῃ, ἵνα ἄρτιος ᾖ ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος πρός πᾶν ἔργον ἀγαθόν ἐξηρτισμένος» (Β Τιμ. γ΄16-17).
Στήν Ἁγία Γραφή, ἔβρισκε ὁ πολυμαθής καί δεξιοτέχνης ἐρμηνευτής τῶν Γραφῶν παρηγοριά καί σέ αὐτή στήριζε ὅλο τό ποιμαντικό του ἔργο. Ὁ Θεῖος σαγηνευτής τῶν Ἐθνῶν γνωρίζει πώς χωρίς τήν ἑνότητα τῆς πίστεως δέν εἶναι δυνατή ἡ ὕπαρξις ἑνότητος στήν λατρεία καί στήν προσευχή. Ἡ Ἐκκλησία στήν σκέψη τοῦ πολυσόφου στόματος τοῦ Θεοῦ ἦταν ἑνότητα προσευχῆς πού περιλαμβάνει ὅλον τόν κόσμο καί πού γίνεται στό ὄνομα ὅλης τῆς δημιουργίας γιά νά δοξάζεται τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Μιᾶς προσευχῆς πού ἀγκαλιάζει ὅλους « τούς ἐν ἀρχῇ ὄντας» καί τόν εὐλογημένο λαό τοῦ Θεοῦ».
Ανέφερε, άλλωστε ότι «μύστης ὄντας ὁ Ἅγιος στά μυστήρια τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ αὐτή ἐνέπνευσε, γι’ αὐτή συνέγραψε καί αὐτή ἐδίδαξε μέ ὅλη τή δύναμη καί παρρησία του. Ἡ βαθύτερη ἀλήθεια καί ἡ διαχρονικότερη ἐπανάσταση τοῦ χριστιανισμοῦ ἔγινε ἀπό ἀγάπη καί μέ ἀγάπη. Ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Δημιουργοῦ πρός τό δημιούργημά του καί μέ ἀγάπη καί θεῖο ἱεραποστολικό ζῆλο ἀπό τούς Ἀποστόλους πρός τόν τότε γνωστό κόσμο. Γι’ αὐτή την ἀγάπη πού «οὐδέποτε ἐκπίπτει», για την σωτηριώδη αὐτή ἀγάπη ἡ ὁποῖα δενἀλλάζει μορφή ἀλλά παραμένει σταθερά με κέντρο τηςτόν ἄνθρωπο, για τήν ἀγάπη πού εκφράζεται με τό πνεῦμα τῆς ἐνότητος και τῆς ἀλληλεγγύης μίλησε αναλυτικά ὁ θεῖος Ἀπόστολος. Ὁλόκληρη ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου και ἡ ἰστορία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κατά τήνγνώμη του μια πελώρια κίνηση ἀγάπης πού ξεκινάει ἀπό τόν Θεό καί καταλήγει στόν ἄνθρωπο. Κάθε πειρασμός, πρόκληση, στενοχώρια μπορεῖ να ἐξαφανιστεῖ μόνο μετήν ἀγάπη.
«Ὁ παιδευτής ἁγίου βίου» ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ἔμπειρος αὐτῆς τῆς θείας και ἀποκαλυπτικῆς ἀγάπης γράφει πώς «ἡ ἀγάπη πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει». Ὅπου τά πράγματα συμπιέζονται στενά στο χῶρο, ἡ ἀγάπη δημιουργεῖ ἁπλοχωριά.
Αὐτῆς τῆς ἀγάπης τῆς ὁποίας γίνεσθε Ἐσεῖς διαπρύσιος κήρυκας καθημερινά Μακαριώτατε Πάτερ καί Δέσποτα μέ δομές, ὅπως Ἱδρύματα, Γηροκομεῖα, Στέγες κατακοίτων, συσσίτια, παιδικούς σταθμούς,διατρανώνοντας πώς ἡ Ἐκκλησία ἀκολουθώντας τό παράδειγμα τοῦ «ἐκφάντορος τῆς εὐσεβείας», ἦταν, εἶναι καί θά εἶναι πάντοτε στό πλευρό τοῦ λαοῦ. Ἑνός λαοῦ πού ἀγαπάειτόν Χριστό καί τούς Ἁγίους του, ἑνός λαοῦ πού ἀγαπάει τούς ποιμένες του, πού πόνεσε πολύ πρόσφατα μέ ὅσα δύσκολα πέρασε ἀλλά μένει πάντοτε ἀφοσιωμένος στόν «τῆς πίστεως ἀρχηγόν καί τελειωτήν Ἰησοῦν»».
Ολοκληρώνοντας τον λόγο του τόνισε: «Εὐχηθεῖτε Μακαριώτατε Πάτερ καί Δέσποτα, οἱ Ἅγιοι νά μᾶς φωτίζουν μέ τήν χάρη τους, ὥστε νά ἔχουμε «ἐξ ἀποκαλύψεως ἀλήθεια» πού θά μᾶς ὁδηγήσει στήν «δι’ ἀποκαλύψεως πίστι». Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος,λοιπόν, ἄς εἶναι τό πρότυπό μας στήν ἀντιμετώπιση τῶν πάσης φύσεως θλίψεων ἀπό στέρηση ἀναγκαίων, ἀπό ἔχθρες, διωγμούς, ἀδικίες, ἀσθένειες καί ἄλλες αἰτίες. Νά μᾶς καθοδηγεῖ νά ἀντιμετωπίζουμε ὅλα τά θλιβερά τῆς ζωῆς αὐτῆς μέ θάρρος καί πίστη στόν Παντοδύναμο Κύριό μας, μέ προσπάθεια ἐπίμονη καί ἀγῶνα συνεχῆ μέχρι τήν τελική νίκη, μέ ὑπομονή καί δυνατή προσευχή.
Καί νά μή ξεχνᾶμε ὅτι ὁ Θεός δέν θά ἐπιτρέψει νά ὑποφέρουμε θλίψεις πού ξεπερνοῦν τίς δυνάμεις μας· ἀλλά ὅταν ἔρθει ὁ πειρασμός, θά δώσει μαζί καί τή διέξοδο, ὥστε νά μπορέσουμε νά τόν ἀντέξουμε (βλ. Α Κορ. 10,13)».
Πηγή: ecclesia.gr
Ρεπορτάζ για το Ραδιόφωνο της Εκκλησίας: Μάκης Αδαμόπουλος
Φωτογραφίες: Χρήστος Μπόνης