Εξωτερική πολιτική και τουρκικές προκλήσεις: Ο ρόλος και η συμπαράσταση του Αποδήμου Ελληνισμού
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
H Ελλάδα αντιμετώπιζε ανέκαθεν, για γεωπολιτικούς και ιστορικούς λόγους, πολλαπλές προκλήσεις και έξωθεν απειλές και βρισκόταν συνεχώς σε πολέμους με γειτονικούς λαούς ή εισβολείς από άλλες γεωγραφικές περιοχές. Παρά τις μεγάλες αλλαγές που έχουν επέλθει στον κόσμο, ιδιαίτερα μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και εντεύθεν, τα πράγματα για τη χώρα μας δεν φαίνεται να έχουν αλλάξει και πολύ.
Η Ελλάδα ως κράτος και ο ελληνικός λαός εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν έξωθεν απειλές και αμφισβητήσεις κυριαρχικών δικαιωμάτων όσο καμία άλλη ευρωπαϊκή και κοινοτική χώρα, γεγονός που επιβάλλει μεγίστη δραστηριοποίηση της εξωτερικής μας πολιτικής και πλήρη ετοιμότητα με αποτελεσματική αποτρεπτική ισχύ των ενόπλων δυνάμεων όλων των κλάδων. Οι Έλληνες είναι φιλειρηνικός λαός και η χώρα μας δεν είναι υπερδύναμη, ώστε να μπορεί εύκολα και από μόνη της να αποτρέψει κάθε εξωτερική απειλή.
Χρειάζεται και η πολιτική και διπλωματική συμπαράσταση άλλων φίλιων και συμμάχων χωρών και ασφαλώς όχι με τη μορφή προστασίας. Πώς όμως εξασφαλίζεται αυτή η συμπαράσταση; Ασφαλώς με διπλωματική δραστηριοποίηση στα πλαίσια μιας πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, με τη σύναψη συμμαχιών και τη συνεργασία με φίλιες χώρες και χώρες που αντιμετωπίζουν παρόμοιες ή παραπλήσιες καταστάσεις ή θίγονται στρατηγικά και οικονομικά τους συμφέροντα.
Οι εξωτερικές προκλήσεις και απειλές που δέχεται σήμερα η Ελλάδα προέρχονται εξ Ανατολών, από την Τουρκία, η οποία αμφισβητεί κυριαρχικά μας δικαιώματα αναγνωρισμένα από το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας. Τι ακριβώς επιδιώκει η Άγκυρα, που παραβιάζει συνεχώς τον εναέριο και θαλάσσιο χώρο στο Αιγαίο και τελευταίως απειλεί με διεξαγωγή ερευνητικών γεωτρήσεων εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας; Κάπως σχηματικά, οι τουρκικές προκλήσεις και παραβατικές συμπεριφορές αποσκοπούν αφενός στην αλλαγή του status quo στο Αιγαίο και αφετέρου στην καθιέρωσή της –εφόσον το επιτύχει– ως αδιαμφισβήτητης περιφερειακής δύναμης στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Η συνεκμετάλλευση ενδεχόμενων ενεργειακών πόρων ασφαλώς και συμπεριλαμβάνεται στις επιδιώξεις της Άγκυρας, αλλά έπεται ή είναι επακόλουθο του γενικότερου στόχου να καταστεί και να αναγνωρισθεί ως κυρίαρχη δύναμη της περιοχής. Οι τουρκικές φιλοδοξίες ενισχύθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τη στάση των ΗΠΑ και της Ρωσίας έναντι της Άγκυρας στο Συριακό, αφού ανέχθηκαν την τουρκική εισβολή και έκτοτε κατοχή συριακών εδαφών με το επιχείρημα ή πρόσχημα ότι θα απέτρεπε δράση των Κούρδων σε βάρος των όμορων τουρκικών επαρχιών. Η στάση των ΗΠΑ δεν εκπλήσσει και πολύ, αν ληφθεί υπόψη η συμπεριφορά τους έναντι των πρώην συμμάχων τους, των Κούρδων, που χαρακτηρίσθηκε προδοσία από τους δημοκρατικούς και άλλους παράγοντες. Δεν είναι αμελητέες και οι πρόσφατες αποκαλύψεις του πρώην Συμβούλου Ασφαλείας Τζον Μπόλτον για συναλλαγές μεταξύ των γαμπρών των δύο Προέδρων, Τραμπ και Ερντογάν.
Ανάλογη ανοχή επέδειξαν και στο θέμα της τουρκικής ανάμειξης στη Λιβύη, με την ενεργή συμπαράσταση στον Σάρατζ, ενώ ουδεμία ουσιαστική αντίδραση και καταδίκη σημειώθηκε για το τουρκολιβυκό μνημόνιο για οριοθέτηση των μεταξύ των δύο χωρών θαλασσίων ζωνών, που παραβιάζει κατάφωρα τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα ανατολικά και νοτίως της Κρήτης. Πιθανό να υπολογίζουν ότι αν η Τουρκία αναδειχθεί περιφερειακή δύναμη της περιοχής θα συμβάλει στη σταθερότητά της. Μια τέτοια υπόθεση θα ήταν όχι μόνο λανθασμένη αλλά και επικίνδυνη. Τόσο για τις χώρες της περιοχής, Ελλάδα, Αίγυπτο, Ισραήλ, Λίβανο, όσο και για την Ευρώπη και τούτο γιατί η Άγκυρα σκέφτεται και ενεργεί με νοοτροπία Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ο Ερντογάν ως νεοσουλτάνος. Απορίας άξιον είναι ότι ακόμα δεν το έχει αντιληφθεί η πολύπειρη ρωσική διπλωματία, η οποία είμαι βέβαιος ότι γνωρίζει καλά το ιστορικό συγκρουσιακό παρελθόν μεταξύ των δύο χωρών και το τουρκικό πολιτικό ενδιαφέρον για τις μουσουλμανικές περιοχές του Καυκάσου, όπως και της Κριμαίας.
Για τους Έλληνες η Τουρκία είναι μια όμορη χώρα και σε πολλούς τομείς τα συμφέροντα συμπίπτουν, όπως στον τουρισμό, την οικονομική και πολιτιστική συνεργασία κ.ά. Τα περιθώρια συνεργασίας, λόγω της τουρκικής συμπεριφοράς, έχουν στενέψει, αλλά δεν αρνούμεθα τον διάλογο. Στην αντιμετώπιση των τουρκικών προκλήσεων δεν χρειάζονται παλικαρισμοί, ούτε ενδοτισμοί, ούτε, ασφαλώς, πολεμοχαρή συνθήματα, στα οποία ορισμένοι επιδίδονται ανέξοδα και αστόχαστα…
Η εξωτερική πολιτική απαιτεί σύνεση και γνώση του αντιπάλου. Κυρίως πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η παρούσα περίοδος παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με εκείνη μεταξύ του Α’ και του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, όταν η ατολμία και η ανοχή των τότε δύο μεγάλων δυνάμεων, Γαλλίας και Μεγάλης Βρετανίας, οδήγησε στη Γερμανία του Χίτλερ. Τηρουμένων των αναλογιών, ανάλογες καταστάσεις ζούμε και σήμερα, με την ανοχή που επιδεικνύεται έναντι των παραβατικών συμπεριφορών της Τουρκίας.
Ο ελληνικός λαός στους αγώνες του είχε πάντοτε τη συμπαράσταση του Ελληνισμού της Διασποράς. Ο Ιωάννης Καποδίστριας, με την ιδιότητα του υπουργού των Εξωτερικών του τσάρου, ενίσχυσε διπλωματικά τον αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία και ο Γεώργιος Αβέρωφ υλικά, με τεράστιες δωρεές, μεταξύ των οποίων και τη κατασκευή του θωρηκτού που φέρει το όνομά του, που συνέβαλε αποφασιστικά στον έλεγχο του Αιγαίου κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους αλλά και αργότερα, σε άλλες θαλάσσιες περιοχές, στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Απόδημος Ελληνισμός, παρά το γεγονός ότι η σύνθεση και η έννοιά του έχει αλλάξει σημαντικά σε σύγκριση με το παρελθόν, μπορεί και σήμερα να συμβάλλει στο θέμα της προάσπισης των ελληνικών συμφερόντων με παρεμβάσεις και ενημέρωση των πολιτικών και άλλων παραγόντων των χωρών στις οποίες διαμένει. Αυξημένος είναι ο ρόλος του Ελληνισμού των ΗΠΑ, καθώς είναι πολίτες μιας μεγάλης χώρας, με πρωταγωνιστικό ρόλο στα διεθνή θέματα και τις αντίστοιχες εξελίξεις. Μέγιστος είναι και ο ρόλος της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας στη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας και θρησκείας και των επαφών του Ελληνισμού με την πατρίδα καταγωγής.
Συγκινητικά ήταν τα μηνύματα του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Αμερικής κ. Ελπιδοφόρου, ο οποίος επισήμανε ότι ο Ελληνισμός των ΗΠΑ τρέφει αισθήματα αγάπης προς τη χώρα των προγόνων του και ότι από τους κόλπους του εξακολουθούν να αναδεικνύονται προσωπικότητες που διαπρέπουν στον κοινωνικό και πολιτικό βίο. Η διαπίστωση προσλαμβάνει ιδιαίτερη σημασία, εν όψει και των αμερικανικών προεδρικών εκλογών τον προσεχή Νοέμβριο.