Γ. Ποταμιάνος: Τα μυστικά της διαπραγμάτευσης για το Ταμείο Ανάκαμψης
Του
ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ
Μετά τη Σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Παρασκευής, ο Σαρλ Μισέλ δήλωσε χαρακτηριστικά ότι πλέον η Ευρωπαϊκή Ένωση περνά στη φάση της διαπραγμάτευσης. Η Σύνοδος είχε χαρακτήρα χαρτογράφησης των απόψεων των ευρωπαίων ηγετών και δεν αναμένονταν αποφάσεις. Υπάρχουν όμως μεγάλες διαφορές απόψεων μεταξύ των χωρών-μελών αναφορικά με το Ταμείο Ανάκαμψης και τον πολυετή Προϋπολογισμό.
Αυτό τόνισε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ στη Συνέλευση των Προέδρων των Πολιτικών Ομάδων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που πραγματοποιήθηκε μερικές μέρες νωρίτερα… Υπάρχουν διαφορές, όχι μόνο για το μέγεθος του Ταμείου, αλλά ακόμη και για το μέγεθος του ίδιου του Προϋπολογισμού.
Ο Σαρλ Μισέλ, στο πλαίσιο των υποχρεώσεών του, ενημέρωσε τις πολιτικές ομάδες πως υπάρχουν δομικές διαφωνίες, που περιλαμβάνουν ακόμη και βασικά ζητήματα, όπως ο τρόπος χορήγησης της βοήθειας, αν δηλαδή θα χορηγηθούν επιχορηγήσεις ή δάνεια. Αυτό αναμένεται να ξεπεραστεί μόνο με τη χορήγηση ανταλλαγμάτων στις χώρες που το αρνούνται, όπως η Αυστρία.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι χώρες-μέλη αναμένουν τις επίσημες απαντήσεις της Κομισιόν σε πολλές τεχνικές ερωτήσεις, που όμως αφορούν την ουσία της πρότασης. Μία από αυτές είναι η κλείδα κατανομής, με βάση την οποία θα διανεμηθούν τα ποσά στις χώρες-μέλη.
Ο Μισέλ φαίνεται πως διαπίστωσε μεγάλη πολιτική δυσκολία και ότι δεν υπάρχει σύγκλιση προς το παρόν, γιατί πολλοί ηγέτες διαμαρτύρονται έντονα, καθώς ένα από τα προτεινόμενα κριτήρια κατανομής βασίζεται σε δεδομένα που δεν σχετίζονται με την κρίση του κορονοϊού, όπως τα ποσοστά ανεργίας της προηγούμενης πενταετίας 2015 – 2020. Οι βόρειες χώρες, που αποτελούσαν τους συνήθεις συμμάχους της Γερμανίας, επιθυμούν αλλαγή των κριτηρίων, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν και οι ίδιες.
Αν προσθέσουμε στις τεχνικές ερωτήσεις τις πολιτικές ασυμφωνίες αλλά και τις προϋπάρχουσες διαφορές σχετικά με επιλογές του προϋπολογισμού, καταλαβαίνουμε ότι οι πολιτικοί ηγέτες έχουν μπροστά τους έναν μεγάλο και δύσκολο δρόμο για την επίτευξη ενός συμβιβασμού. Η Κριστίν Λαγκάρντ προσέφερε τη χρονική άνεση με την πρόσφατη διεύρυνση των αγορών ομολόγων από την ΕΚΤ.
Αυτό βέβαια ήταν γνωστό πριν επιβληθεί η ένταξη του Ταμείου Ανάπτυξης στον Προϋπολογισμό και για τον λόγο αυτό θεωρήθηκε πως η επιμονή της Γερμανίας έκρυβε σκοπιμότητες. Είναι αλήθεια πως η Γερμανία, μέσω των προδιαγραφών και των επιλογών, που εμπεριέχονται στην πρόταση Φον ντερ Λάιεν, επιδιώκει να προκαθορίσει την κατεύθυνση των δαπανών που θα χρηματοδοτήσουν τομείς και περιφέρειες των κρατών-μελών.
Το γεγονός αυτό φαίνεται πως παρακάμπτεται από κυβερνήσεις που, καθώς βρίσκονται σε δύσκολη οικονομική θέση, κλείνουν τα μάτια σε ζητήματα που θα εκδηλώσουν τις συνέπειές τους αργότερα, για να λάβουν γρήγορα τους πόρους που θα διευκολύνουν την άμεση διαχείριση.
Ωστόσο, ένα πολύ κρίσιμο θέμα είναι ότι το Ταμείο θα χρηματοδοτηθεί με βάση τον διπλασιασμό του πλαφόν των ιδίων πόρων. Η Κομισιόν χρειάζεται το αυξημένο πλαφόν για να το χρησιμοποιήσει ως εγγύηση και να δανεισθεί από τις αγορές.
Ένα άλλο κρίσιμο θέμα είναι πως η ομάδα των λεγόμενων «φειδωλών» –Ολλανδία, Αυστρία, Δανία, Σουηδία και Φινλανδία– αντιτίθεται σε δανεισμό που θα δοθεί ως επιχορήγηση. Προτείνει εναλλακτικά δανεισμό που θα αποπληρωθεί από τις χώρες που θα επωφεληθούν από αυτόν.
Οι χώρες αυτές, που δεν θα έχουν σαν αντιστάθμισμα τα οφέλη που θα αποκομίσει η Γερμανία, απαιτούν ανταλλάγματα. Η Γερμανία μετατοπίστηκε στο θέμα αυτό, εισάγοντας όμως αυστηρό πλέγμα προδιαγραφών και θεσμικών ελέγχων.
Ο Μισέλ φαίνεται πως μετέφερε επίσης ένα κλίμα έλλειψης εμπιστοσύνης. Ένα από τα θέματα που δημιουργούν τις περισσότερες αντιδράσεις είναι αυτό των λεγόμενων «επιστροφών». Από την εποχή της Θάτσερ, οι πλούσιες χώρες, που συνεισφέρουν στον κοινοτικό προϋπολογισμό περισσότερα από όσα λαμβάνουν, έπαιρναν πίσω κάποια ποσά, όπως είχε απαιτήσει η Θάτσερ, ώστε να εξισορροπούνται οι διαφορές. Έτσι υπονομευόταν όμως η χρηματοδότηση της σύγκλισης.
Εάν αυτές οι επιστροφές καταργηθούν, μετά την έξοδο της Βρετανίας, οι πλούσιες χώρες του Βορρά θα βρεθούν αντιμέτωπες με μεγάλη αύξηση των υποχρεώσεών τους στον προϋπολογισμό. Το ζήτημα των «επιστροφών» αποτελεί επομένως κρίσιμο θέμα διαπραγμάτευσης για τις φειδωλές χώρες του Βορρά.
Η αύξηση της συνεισφοράς συναντά μεγάλες αντιδράσεις από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, που προτιμούν ένα μικρότερο Ταμείο και συνεπώς μικρότερο δανεισμό της Κομισιόν, άρα και μικρότερη δική τους συνεισφορά.
Επειδή το δανειακό βάρος είναι μεγάλο, τα δάνεια θα αποπληρωθούν σε 30 χρόνια, μετά τον επόμενο πολυετή Προϋπολογισμό. Όσον αφορά την αποπληρωμή του χρέους, η Κομισιόν προτείνει την επιβολή και νέων φόρων, που θα επιβαρύνουν τους ευρωπαίους πολίτες. Προτείνει μάλιστα οι φόροι να αποτελούν δικά της έσοδα, κάτι που στο παρελθόν ήταν απορριπτέο.
Το προτεινόμενο Ταμείο Ανάκαμψης φιλοδοξεί να διανείμει 310 δισ. ως επιδοτήσεις και 250 δισ. ως δάνεια. Το υπόλοιπο ποσό προικοδοτεί διάφορα άλλα μικρά προγράμματα ή αποτελεί γλυκαντικό για τον δελεασμό των χωρών του Νότου, που ενδιαφέρονται για τα κονδύλια της συνοχής, ή τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, που ενδιαφέρονται για τα κονδύλια του αγροτικού τομέα.
Στους κοινοτικούς κύκλους είναι διάχυτη η εντύπωση πως η Κομισιόν θα προσαρμόσει το ύψος του δανείου και την κλείδα κατανομής, αλλά δεν υπάρχει ακόμη εικόνα για τα κριτήρια που θα συμφωνηθούν τελικά. Καθώς ο συμβιβασμός για τον Προϋπολογισμό θα πρέπει να λάβει την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, οι πόροι θα είναι διαθέσιμοι το 2021.
Τέλος, μια ιδιαίτερα σημαντική λεπτομέρεια είναι ότι οι κανόνες διαχείρισης του δανείου των 750 δισ. περιλαμβάνουν τον έλεγχο της Κομισιόν, για τη διαχείριση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα Εθνικά Κοινοβούλια. Με την παράγραφο αυτή υπάρχει πάλι ρόλος για τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, που έχει συμβάλει αρκετά στην πρόταση Φον ντερ Λάιεν.
Φωτό: m.naftemporiki.gr