Οι Έλληνες δεν ξέχασαν ποτέ τις χαμένες πατρίδες

Οι Έλληνες δεν ξέχασαν ποτέ τις χαμένες πατρίδες


Της ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΑΜΠΡΑΚΗ


Τόσο θράσος, τόση αναίδεια, με έχουν βγάλει από τα ρούχα μου. Πότε θα καταλάβουν οι από αιώνων εχθροί μας ότι διεκδικούν κάτι που δεν τους ανήκει. Ποιοι είναι αυτοί που θα μας υποδείξουν τα όριά μας και μας απειλούν για τα νησιά και τη θάλασσά μας; Ξέχασαν ότι είναι κατακτητές, ότι κατέλαβαν με τη βία την Κωνσταντινούπολη, ότι πήραν με το μαχαίρι τα παράλια της Μικράς Ασίας.

Καυχιόνται για τα αρχαία ελληνικά απομεινάρια που βρίσκονται από τον Ελλήσποντο μέχρι κάτω τη Μερσίνα και ξεχνούν ότι στο Ικόνιο, στην Καππαδοκία και σχεδόν μέχρι το μέσον της Μικράς Ασίας υπήρχαν Έλληνες με πόλεις συγκροτημένες, με τις εκκλησίες τους, με τους δασκάλους και τα μνημεία τους, που μέχρι σήμερα προκαλούν θαυμασμό. Στα σχολεία τους, έστω και κρυφά, δίδασκαν την ελληνική ιστορία έλληνες δάσκαλοι. Έφυγαν διωγμένοι χιλιάδες Έλληνες από τις εστίες τους, γιατί και τότε τα συμφέροντα των ευρωπαίων φίλων μας εθίγοντο.

Ποια είναι η «γαλάζια πατρίδα» για την οποία μιλούν; Πότε έγινε δική τους η γη που με νύχια και δόντια, με αγώνες, κατάφεραν να συγκρατήσουν οι Έλληνες από τους Πέρσες και τους Μογγόλους, τους αντάρτες των βουνών, τα άγρια στίφη των ληστών, αυτών που ονομάστηκαν Τούρκοι κι έκαναν έναν στρατό που εκπαίδευσαν και εξόπλισαν οι φίλοι μας; Πρέπει να ξέρει ο Ερντογάν και οι υποτακτικοί του ότι οι Έλληνες δεν ξέχασαν τα εδάφη τους. Δεν ξέχασαν τις χαμένες πατρίδες.

Πάντα πίστευαν ότι θα γυρίσουν πίσω στα σπίτια και τις περιουσίες τους. Αυτό το ξέρω από πρώτο χέρι, αφού οι δικοί μου κατάγονταν από τη Σμύρνη, από την Καππαδοκία και άλλοι από την Πόλη, την Επτάλοφο, αυτό το διαμάντι, που ο Μέγας Κωνσταντίνος δημιούργησε. Ξεχνούν ότι όλα αυτά τα μέρη αποτελούσαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, που έλαμψε και μετέδωσε πολιτισμό, γράμματα, εμπόριο. Φωνάζει ο γάιδαρος, τρίζει τα δόντια ο λύκος και νομίζει ότι φοβερίζει έναν λαό που ξέρει να πολεμά. Τόση επιμονή, τόση μεγάλη πίεση που γίνονται γελοίοι.

Όταν επισκέφθηκα πριν από λίγο καιρό την Πόλη, ένιωσα ότι πήγαινα στο τόπο του παππού και της γιαγιάς μου, στο σπίτι που γεννήθηκε η μάνα κι ο πατέρας μου. Περπατούσα στους δρόμους και στα στενά και εκτός από τη συγκίνηση που ένιωθα ήταν και σαν να άκουγα τη θεία μου να μου απαγγέλλει την ιστορία της πατρίδας όπως τους μάθαιναν οι έλληνες δάσκαλοί τους. Μου έλεγε: Μετά τον θάνατο του πατρός του, Φιλίππου, ο Μέγας Αλέξανδρος, βασιλεύς γεννημένος της Μακεδονίας, καθυπέταξε κι έφτασε μέχρι τον Ευφράτη. Κι ολόκληρο το κείμενο το φώναζε και ένιωθε περήφανη. Δεν ξεχνώ τις ρίζες μου και δεν ανέχομαι ένα πολυπληθές, αλλά ανόητο πλήθος να καπηλεύεται την πατρίδα που χάσαμε, αβοήθητοι και κυνηγημένοι. Ένα θέαμα αποτρόπαιο, γυναικόπαιδα στην αποβάθρα να ματώνουν από ένα σμήνος αναλφάβητων Τούρκων, φερμένων από διάφορες φυλές, που είχαν συγκροτήσει έφιππο στρατό, τους λεγόμενους «Τσέτες».

Καυχιόνται σήμερα λέγοντας πατρίδα τους τα εδάφη όπου μεγαλούργησαν οι Έλληνες και αντί να πάνε πίσω εκεί όπου ανήκουν ζητούν το ποτισμένο με αίμα Αιγαίο. Θα πρέπει, λοιπόν, όταν μας συμβουλεύουν να μάθουμε τα όριά μας, να μάθουν πρώτα την καταγωγή τους και να φύγουν από τα μέρη μας, εκεί όπου κελάρυζε το νεράκι της Παναγιάς της Μπαλουκλιώτισσας και η Λωξάντρα έφτιαχνε τα γιαλαντζί ντολμαδάκια της, στο χωριό της, το Μακροχώρι. Άνοιγε το παράθυρό της φωνάζοντας καλημέρα και γέμιζε το στήθος της με το αεράκι της θάλασσας.

Σε εκείνη τη βόλτα στην παραλία του Βοσπόρου όλα αυτά γυρνούσαν στο μυαλό μου και αισθανόμουν περηφάνια γιατί ο τουρκικός λαός νιώθει ότι είμαστε πιο πάνω από αυτούς, νιώθει κατώτερος. Ξέρουν ότι έχουμε ρίζες βαθιές στον πολιτισμό.

Ό,τι νομίζουν πως είναι δικό τους είναι κλεμμένο, καταπατημένο και δεν πρόκειται να ξεχάσει ο πολιτισμένος κόσμος ότι η Αγια-Σοφιά, όσο κι αν θέλουν οι κυβερνώντες τους να την κάνουν τζαμί, χτίστηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο και εγκαινιάστηκε στις 27 Δεκεμβρίου του 537 ως κέντρο της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού. Έτσι θα μείνει στις καρδιές μας για πάντα η Βασιλεύουσα.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ