Το 1/3 του πληθυσμού στην Ελλάδα δεν κάνει χρήση του Διαδικτύου
Ένας στους τρεις Έλληνες και συγκεκριμένα το 29%, εξακολουθεί να απέχει από τη χρήση του Διαδικτύου. Μπορεί το ποσοστό των χρηστών στην Ελλάδα να αυξάνεται σταθερά και από 59,8% το 2015 να διαμορφώθηκε σε 62,2% το 2017 και να αυξήθηκε κατά 8,8% το 2019, φθάνοντας το 71%, ωστόσο, το ένα τρίτο του πληθυσμού παραμένει εκτός …σύνδεσης.
Οι Έλληνες βρίσκονται εκτός ψηφιακού περιβάλλοντος κυρίως για δύο λόγους: έλλειψη ενδιαφέροντος και απουσία τεχνικών γνώσεωνΟι Έλληνες βρίσκονται εκτός ψηφιακού περιβάλλοντος, κυρίως, για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι η έλλειψη ενδιαφέροντος και χρησιμότητας του Διαδικτύου (ποσοστό 46,7%), ενώ ο δεύτερος η απουσία τεχνικών γνώσεων ή και ο φόβος για την τεχνολογία (ποσοστό 35,7%).
Σε πολύ μικρότερα ποσοστά, οι ίδιοι οι πολίτες αναφέρουν ως αιτίες μη χρήσης του Internet, τη μη κατοχή συσκευής που επιτρέπει την πρόσβαση στο Διαδίκτυο, καθώς και την έλλειψη οικονομικών πόρων ή την αδυναμία να ανταπεξέλθουν στο συνδρομητικό κόστος σύνδεσης (4,4% και 4,2%). Σε ακόμη μικρότερο ποσοστό (1,4%), οι πολίτες δηλώνουν ότι το Διαδίκτυο απαιτεί αρκετό χρόνο, τον οποίο δεν διαθέτουν. Επιπλέον, η δήλωση “άλλοι λόγοι” αποτελεί την τέταρτη κατά σειρά αιτία μη χρήσης (σε ποσοστό 7,7%).
“Τα σχετικά υψηλά ποσοστά ψηφιακού “αναλφαβητισμού” και τα ποσοστά αυτών που “ανθίστανται” ή είναι “αποκλεισμένοι” από την τεχνολογία, τα οποία, αν και τα τελευταία χρόνια βαίνουν μειούμενα, υποδηλώνουν ότι η κοινωνία της πληροφορίας στη χώρα μας βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη, με επιφυλακτικά ευνοϊκές προοπτικές ολοκλήρωσής της”, διαπιστώνει έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) για το World Internet Project (WIP), που δημοσιοποίησε χθες η διαΝΕΟσις.
σελ. 24, Γράφημα 8. Γενική Χρήση Διαδικτύου και Γράφημα 9. Λόγοι Μη Χρήσης Διαδικτύου
Γυρίζουν την πλάτη στο Internet
Ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον – όσο και δυσοίωνο – στοιχείο της έρευνας του ΕΚΚΕ για το World Internet Project (Το Διαδίκτυο στην Ελλάδα, που πραγματοποιήθηκε το διάστημα Απριλίου-Μαΐου 2019) δείχνει ότι ένα ποσοστό, που μπορεί να κυμαίνεται στο και 20%, θα εξακολουθήσει να βρίσκεται εκτός Διαδικτύου. Στο ποσοστό αυτό είναι που θα πρέπει να στραφούν οι όποιες προσπάθειες σύγκλισης στην πολιτική ατζέντα.
Σύμφωνα με την έρευνα, το υψηλότερο ποσοστό των μη χρηστών του Internet (59%) ανήκει στην ομάδα των 65+ ετών. Υπάρχει, δηλαδή, θετική συσχέτιση της μη χρήσης με τις μεγάλες ηλικίες. Τα ποσοστά των μη χρηστών μειώνονται στις μικρότερες ηλικίες, ήτοι 21,7% και 12,6% στις ομάδες των 55-64 και 45-54 ετών αντίστοιχα. Στις δε νεαρότερες ηλικιακές ομάδες τα ποσοστά μειώνονται σε πολύ μεγάλο βαθμό, φτάνοντας στο 0,9% στους νέους 15-24 ετών και στο 1,7% και 4,2% στους 25-34 και 35-44 ετών αντίστοιχα.
Η πλειοψηφία των μη χρηστών δεν έχει απασχόληση (84,1%): το 61,7% είναι συνταξιούχοι, το 14,1% ασχολείται με τα οικιακά ή τη φροντίδα άλλου προσώπου και το 6,9% είναι άνεργοι.
Έμπειροι χρήστες
Αν και το ποσοστό των μη χρηστών του Διαδικτύου παραμένει υψηλό στην Ελλάδα, στον αντίποδα, οι περισσότεροι Έλληνες αυτοπροσδιορίζονται ως αρκετά έμπειροι χρήστες, διαθέτοντας κατά μέσο όρο 12,5 χρόνια εμπειρίας χρήσης. Οι Έλληνες έχουν τα ίδια περίπου χρόνια εμπειρίας στο Διαδίκτυο με τους Γάλλους (13 έτη), υπερτερούν έναντι των Κύπριων (11 έτη) και κατατάσσονται χαμηλότερα από τους κατοίκους των ΗΠΑ (15 έτη).
Η περιφέρεια Αττικής συγκεντρώνει το υψηλότερο ποσοστό χρηστών με μακροχρόνια εμπειρία στο Διαδίκτυο (55,6%), γεγονός αναμενόμενο λόγω αφενός της πληθυσμιακής συγκέντρωσης και αφετέρου της συγκέντρωσης της οικονομικής δραστηριότητας. Οι Περιφέρειες με διευρυμένο τουριστικό τομέα, επίσης, συγκεντρώνουν υψηλά ποσοστά χρηστών με μακρόχρονη εμπειρία του διαδικτύου, όπως η Κρήτη (43,6%) και το Νότιο Αιγαίο (59,3%).
Στο μεταξύ, οι άνδρες εμφανίζουν περισσότερα χρόνια χρήσης του Διαδικτύου (51,7%) σε σχέση με τις γυναίκες, οι οποίες, πάντως, συγκεντρώνουν το υψηλότερο ποσοστό τους στην κατηγορία των νέων χρηστών (12,3%). Επίσης, η έρευνα διαπιστώνει θετική συσχέτιση μεταξύ μακροχρόνιας χρήσης του Διαδικτύου και υψηλότερου εκπαιδευτικού επιπέδου, καθώς και υψηλότερου μηνιαίου οικογενειακού εισοδήματος.
Πηγή: ΣΕΠΕ