Σχέδιο Μέρκελ – Μακρόν: Αξίζει να δούμε τι πραγματικά έχει συμβεί

Σχέδιο Μέρκελ – Μακρόν: Αξίζει να δούμε τι πραγματικά έχει συμβεί


Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών


Όλη την προπερασμένη εβδομάδα, κανάλια, εφημερίδες και κοινωνικά δίκτυα προσκείμενα στην κυβέρνηση πανηγύριζαν για τα πολλά δισ. που πρόκειται να έρθουν στη χώρα στο πλαίσιο του σχεδίου Μέρκελ – Μακρόν, που εξειδίκευσε η Κομισιόν.

Από κοντά και ο ΣΥΡΙΖΑ, όπου τόσο ο κ. Τσίπρας, όσο και ο κ. Τσακαλώτος θεώρησαν την πρόταση της Κομισιόν δικαίωση του προγράμματος «Μένουμε Όρθιοι» που ανακοίνωσε ο κ. Τσίπρας στο Ζάππειο την περασμένη Δευτέρα 25/5. Όπως πάντα, η πληροφόρηση είναι συγκεχυμένη και αξίζει να δούμε τι πραγματικά έχει συμβεί.

Αυτό που έγινε είναι ότι την περασμένη εβδομάδα κυκλοφόρησαν δύο σημαντικά κείμενα εργασίας του προσωπικού της Κομισιόν προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Παράλληλα διέρρευσαν στον Τύπο δύο πίνακες από την πρόταση της Κομισιόν αναφορικά με την υλοποίηση του σχεδίου Μέρκελ – Μακρόν. Ας τα πάρουμε με τη σειρά. Το πρώτο κείμενο, με τίτλο «Προσδιορίζοντας τις Ανάγκες της Ανάκαμψης», επιβεβαιώνει την προηγούμενη εκτίμηση της Κομισιόν για την ύφεση του 2020 (7,8% κατά μέσο όρο στην Ευρωζώνη) και την υποτιθέμενη ανάκαμψη του 2021 (6,1% κατά μέσο όρο).

Παρ’ όλα αυτά, παραδέχεται για πρώτη φορά ότι οι επιπτώσεις θα είναι μακροχρόνιες και θα οφείλονται στις συσσωρευμένες ζημίες των επιχειρήσεων (υπολογίζουν 750 δισ. – 1,2 τρισ. για τις 27 χώρες της Ένωσης) αλλά και στη συνολικότερη κατάρρευση των ιδιωτικών επενδύσεων (υπολογίζουν επενδυτικό κενό 1,5 τρισ. για 2021 – 2022). Αντίστοιχα, το δημοσιονομικό κενό, λόγω των σημαντικών ζημιών στις επιχειρήσεις και της αντίστοιχης μείωσης των φορολογικών εσόδων, εκτιμάται στο 1,7 τρισ. για την Ευρώπη των 27.

Οι παραδοχές αυτές συνιστούν πρόοδο, όμως η απάντηση που δίνεται, παρά τα σημαντικά ποσά που προτείνεται να διατεθούν, δεν ξεφεύγει από τα εσκαμμένα. Συγκεκριμένα, προτείνεται ένα εργαλείο συνολικού ύψους 750 δισ. ευρώ (5,1% του ΑΕΠ της Ένωσης), που επιμερίζεται σε επιδοτήσεις και δάνεια προς τα κράτη-μέλη.

Όμως τα χρήματα αυτά, ανεξάρτητα από το εάν θα προέλθουν από δάνειο ή επιδότηση, δεν αφορούν άμεσες κρατικές επενδύσεις αλλά κυρίως χρηματοδότηση / επιδότηση επενδυτικών προγραμμάτων του ιδιωτικού τομέα. Εδώ το σχέδιο αντιφάσκει με τον εαυτό του. Από τη μία δέχεται ότι ο ιδιωτικός τομέας θα πραγματοποιήσει ζημιές και από την άλλη θεωρεί ότι θα προχωρήσει σε επενδύσεις.

Επενδύσεις μάλιστα που σύμφωνα με το δεύτερο κείμενο εργασίας, που τιτλοφορείται «Η Στιγμή της Ευρώπης», θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν κατά 50% από τη χρηματοδοτούμενη επιχείρηση κατά τα πρότυπα του ΕΣΠΑ. Αντίστοιχα και η όποια δημόσια επένδυση θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί κατά 50% από τους εθνικούς προϋπολογισμούς και μάλιστα την ίδια ώρα που θα πρέπει να τηρούνται όλοι οι όροι του συμφώνου σταθερότητας, τα πρωτογενή πλεονάσματα κ.λπ. Είναι προφανές ότι χώρες όπως η Ελλάδα θα δυσκολευτούν πολύ να απορροφήσουν τέτοια κονδύλια.

Κάποιοι θα πουν ότι, όπως και να έχει, η χρηματοδότηση ενός τέτοιου προγράμματος με ομόλογο που θα εκδώσει η Κομισιόν συνιστά ένα βήμα προς την ομοσπονδοποίηση της Ευρώπης και άρα είναι κάτι θετικό. Σίγουρα το συγκεκριμένο σχέδιο, σε σχέση με αυτά που συζητιόντουσαν μέχρι τώρα στην ΕΕ, δείχνει να προσπαθεί τουλάχιστον να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της κρίσης. Το ερώτημα όμως είναι αν τα καταφέρνει.

Το βασικό πρόβλημα που επικαλούνται οι Ευρωπαίοι για την υλοποίηση τέτοιων προγραμμάτων είναι ότι ο προϋπολογισμός της Ένωσης είναι μόλις 158 δισ., ενώ θα συνάψει ένα χρέος 500 δισ. Αυτό θα γίνει, σύμφωνα και με τους πίνακες που διέρρευσαν, με την παροχή εγγυήσεων για την κάλυψη του κεφαλαίου από τις χώρες-μέλη.

Η Ελλάδα, παραδείγματος χάριν, θα πρέπει να παρέχει εγγυήσεις 19 δισ. μέσα στην επόμενη επταετία για να καλύψει τα 22,5 δισ. των δυνητικών επιχορηγήσεων που θα λάβει την περίοδο 2021 – 2024. Αυτό δεν είναι κάτι ουδέτερο, αφού οι εγγυήσεις θα καταστούν τμήμα του δημόσιου χρέους, το οποίο ενδέχεται μαζί με τα υπόλοιπα χρέη που θα γεννήσουν η ύφεση και οι τράπεζες να καταστήσουν το ελληνικό χρέος μη βιώσιμο και με τη βούλα. Αυτό θα έχει επιπλέον συνέπειες. Έτσι εξηγούνται οι ιδιαίτερα υψηλές προβλέψεις της Κομισιόν για την οικονομική ανάπτυξη την τετραετία 2021 – 2024. Θέλουν να περιορίσουν έστω στα χαρτιά τον λόγο χρέους/ΑΕΠ.

Όμως τα βάρη δεν σταματούν εδώ, υπάρχουν επιπλέον και οι τόκοι του ομολόγου της Κομισιόν. Αυτοί θα καλυφθούν, σύμφωνα πάντα με τα κείμενα που κυκλοφόρησαν, με φόρους και δασμούς που θα εισπράξει απευθείας. Συγκεκριμένα, θα υπάρξουν νέοι φόροι που θα αφορούν της εκπομπές ρύπων CO2, τη φορολόγηση στη χρήση πλαστικών, τον φόρο στις μεταφορές και τη φορολόγηση των υπηρεσιών διαδικτύου.

Ειδικά για τις εκπομπές ρύπων το θέμα έχει τεράστιες επιπτώσεις για τη ΔΕΗ αλλά και για τα αυτοκίνητα της λαϊκής οικογένειας. Φαίνεται ότι υπάρχει ένα σχέδιο της Γερμανίας για μαζική παραγωγή και διάθεση ηλεκτρικών αυτοκινήτων στην Ένωση. Τέλος, δεν προκαλεί έκπληξη ότι ανάμεσα στους δυνητικούς πόρους δεν υπάρχει ο φόρος στις τραπεζικές συναλλαγές.

Επιχειρώντας μια ερμηνεία των εξελίξεων, αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι πλέον ο πυρήνας της ΕΕ καταλαβαίνει ότι οι αγορές της Κίνας και της Ρωσίας δεν μπορούν να τους καλύψουν. Τα μέτρα που εξαγγέλλονται δείχνουν ότι θα στηριχτούν στην αγορά των 27. Απ’ ότι φαίνεται, ο καπιταλισμός του 21ου αιώνα θα είναι πιο κλειστός από τον καπιταλισμό του 20ού, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα είναι εξίσου άνισος.

Αν οι της ΕΕ ήθελαν πράγματι να στηρίξουν την ανάκαμψη στη μετά τον κορονοϊό εποχή θα μπορούσαν αν εκδώσουν κάποιο ομόλογο χωρίς λήξη (perpetuity), που να πληρώνει μόνο τόκους. Αυτά τα ομόλογα συνήθως δεν συ­μπεριλαμβάνονται στο δημόσιο χρέος και γι’ αυτό προτιμώνται σε έκτακτες συνθήκες.

Τέτοια ομόλογα έχουν εκδώσει οι ΗΠΑ για να αντιμετωπίσουν το κόστος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και η Αγγλία τον 19ο αιώνα.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ