Χρ. Μπότζιος: Περιορισμένος ο ευρωσκεπτικισμός στην Ελλάδα

Χρ. Μπότζιος: Περιορισμένος ο ευρωσκεπτικισμός στην Ελλάδα


Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.


Αυξάνονται συνεχώς τα αρνητικά στοιχεία σχετικά με την πορεία της ΕΕ, τα οποία ενισχύουν την εντύπωση ότι η Κοινότητα βαίνει προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που οραματίσθηκαν οι ιδρυτές της. Από την αρχική υβριδική μορφή της ως Συμφωνία Χάλυβα και Άνθρακα, που αριθμούσε έξι μέλη, εξελίχθηκε σταδιακά σε ευρύτερη Ένωση πρώτα ως Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) και στη συνέχεια σε Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), που μέχρι πρότινος αριθμούσε 28 κράτη-μέλη, για να μειωθούν σε 27 μετά την πρόσφατη αποχώρηση του ΗΒ.

Η προηγούμενη ονομασία (ΕΟΚ), με δέκα μόλις μέλη, ανάμεσα στα οποία ήταν και η Ελλάδα, που προηγήθηκε ενταξιακά της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, ανταποκρινόταν περισσότερο στην πραγματικότητα. Η ονομασία που ακολούθησε (ΕΕ) αύξησε τις ελπίδες αλλά και τις ψευδαισθήσεις ότι οι ευρωπαϊκοί λαοί μπορούσαν να αισθανθούν ως πολίτες μιας πραγματικά ενωμένης Ευρώπης.

Το ουσιαστικό «Ένωση» προκαλεί πολλές επιφυλάξεις και ανάμεικτα αισθήματα (mixed feelings), αν αναλογισθούμε τι τέλος είχαν στην παγκόσμια ιστορία πολλές ανάλογες ενώσεις κρατών, με τελευταίο παράδειγμα την ΕΣΣΔ (Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών).

Η Συνταγματική Συνθήκη της Λισαβόνας (2007), που τέθηκε σε ισχύ δύο χρόνια μετά και καθόριζε τη δομή και τη λειτουργία των θεσμικών της οργάνων, ήταν μια σημαντική καμπή στην πορεία προς μια πραγματικά ενωμένη Ευρώπη. Όντως προβλέπει και καθορίζει τρεις βασικές αρχές, αναγκαίες για να προσδώσουν μια έννοια ισότητας μεταξύ των κρατών-μελών και των πολιτών της, για ένα κοινό μέλλον. Πρόκειται για την αρχή της αλληλεγγύης, την οικονομική σύ­γκλιση και την κοινωνική συνοχή.

Με τις πρώτες όμως δυσκολίες αποδείχθηκε ότι το «σκαρί» δεν μπορούσε να αντέξει σε μεγάλες τρικυμίες, μερικές από τις οποίες προκαλούσαν τα ίδια τα κράτη-μέλη και άλλοι εξωκοινοτικοί παράγοντες. Το απέδειξε η οικονομική κρίση του 2008, όταν αντί της αλληλεγγύης προς τις αδύναμες οικονομίες επιβλήθηκε, με εμπνευστή τον τότε γερμανό υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, η πολιτική λιτότητας, η οποία για ορισμένες χώρες-μέλη, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, οδήγησε σε υπογραφές Μνημονίων με τις γνωστές συνέπειες.

Τότε επινοήθηκε από μέρος του γερμανικού Τύπου ο όρος «τεμπέληδες του Νότου», με τον οποίο κατονόμαζαν όλους του λαούς του Ευρωπαϊκού Μεσογειακού Νότου. Παρέβλεπαν τον αρνητικό ρόλο που είχε για τις οικονομίες αυτών των χωρών η εισαγωγή του ευρώ με ισοτιμίες που διπλασίασαν ή και τριπλασίασαν τις τιμές των προϊόντων και αύξηση του κόστους ζωής, ενώ μισθοί και συντάξεις παράμεναν στα ίδια περίπου επίπεδα.

Σε αντίθεση, το μάρκο είχε μικρή σχετικά απόκλιση από το κοινό νόμισμα, που δεν επηρέασε αισθητά τις τιμές και το κόστος ζωής στη Γερμανία. Με τι κριτήρια καθορίσθηκαν οι ισοτιμίες ευρώ με τα εθνικά νομίσματα; Ασφαλώς ελήφθησαν υπόψη τα νομισματοοικονομικά μεγέθη κάθε χώρας-μέλους χωριστά.

Η υιοθέτηση κοινού νομίσματος (όχι από όλες τις χώρες-μέλη) περισσότερο αποσταθεροποίησε παρά σταθεροποίησε τις εθνικές οικονομίες, κυρίως των χωρών του Νότου, που παρουσίαζαν σοβαρά ελλείμματα στους προϋπολογισμούς τους. Ακολούθησε διαφυγή κεφαλαίων προς ασφαλέστερες αγορές, όπως η Γερμανία, γεγονός που ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την οικονομική της θέση, ενώ οι χώρες του Νότου προσέφυγαν στο ΔΝΤ και στα Μνημόνια.

Δεύτερο πλήγμα κατά της κοινοτικής αλληλεγγύης ήταν το Προσφυγικό – Μεταναστευτικό. Οι χώρες του Νότου, που αποτελούν και την κύρια πύλη εισόδου προσφύγων και οικονομικών μεταναστών, πληρώνουν το μεγαλύτερο τίμημα, συνεπεία και των ανισοβαρών διατάξεων των Συμφωνιών Δουβλίνο Ι, ΙΙ, ΙΙΙ και ΙV, τις οποίες οι κυβερνήσεις τους τόσο ασύνετα υπέγραψαν.

Οι χώρες του Βορρά και ιδιαίτερα εκείνες της ομάδας Visegrad (Ουγγαρία, Πολωνία, Τσεχία, Σλοβακία), συνεπικουρούμενες από την Αυστρία, στις οποίες έχουν αναδειχθεί αντιδραστικές ακροδεξιές κυβερνήσεις, αρνούνται επιδεικτικά να αποδεχθούν μια αναλογική ανακατανομή των προσφύγων, με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος αυτών να εγκλωβίζονται στις χώρες εισόδου.

Το Προσφυγικό – Μεταναστευτικό ανέδειξε και άλλες αδυναμίες της ΕΕ, ιδιαίτερα όσον αφορά τη στάση και τη συνεργασία της με την Τουρκία. Το Πρωτόκολλο Συνεργασίας του 2007 ουδέποτε λειτούργησε ισότιμα. Το καθεστώς Ερντογάν το εφάρμοζε ανάλογα με τις περιστάσεις, απαιτώντας συνεχώς υψηλότερα ποσά βοήθειας. Οι συνεχείς παραβατικές συμπεριφορές έναντι της Ελλάδας, με αποκορύφωμα τα επεισόδια στον Έβρο, προκάλεσαν μεν κάποια αντίδραση, με τη συμβολική επιτόπια επίσκεψη στην ακριτική περιοχή της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, χωρίς όμως η ΕΕ να προβεί, ως ώφειλε, στη λήψη συγκεκριμένων μέτρων κατά της Τουρκίας.

Τρίτο πλήγμα κατά της εικόνας της ΕΕ μπορεί να θεωρηθεί και η πρόσφατη απόφαση του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Καρλσρούης, στην οποία ορίζεται η υπεροχή των αποφάσεων των εθνικών δικαστηρίων έναντι των κοινοτικών αποφάσεων, γεγονός που σημαίνει υποβάθμιση της ΕΕ. Σχετικό ερώτημα έθεσε ο έλληνας ευρωβουλευτής Βαγγέλης Μεϊμαράκης προς την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Φον ντερ Λάιεν, υπογραμμίζοντας στο ερώτημά του ότι «τα πορίσματα εθνικών συνταγματικών δικαστηρίων δεν μπορούν να υπερβαίνουν τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου…».
Εν αναμονή λοιπόν της απάντησης που θα δοθεί από την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που τυγχάνει να είναι γερμανίδα υπήκοος.

Η πρόσφατη κοινή πρόταση του γάλλου Προέδρου κ. Μακρόν και της γερμανίδας καγκελαρίου κ. Μέρκελ –που ατύπως εκφράζουν το Διευθυντήριο της ΕΕ– για χρηματοδοτική ενίσχυση των χωρών του Νότου από την ΕΚΤ, από δάνειο που θα συνάψει η ΕΕ, θα βοηθούσε, αν δεν προσέκρουε στις αντιδράσεις των βόρειων χωρών, να διατηρηθεί και συγχρόνως να διασωθεί το γόητρο αλλά και η λειτουργικότητα της ΕΕ σε μια άκρως μεταβατική και ευαίσθητη εποχή για το μέλλον της ευρωπαϊκής ενότητας. Συμφέρει τους ευρωπαϊκούς λαούς τυχόν διάλυση της ΕΕ;

Η απάντηση είναι κάθετα αρνητική. Όπως λέει μια ελληνική παροιμία, το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω. Οι ευρωσκεπτικιστές που την αμφισβητούν ελάχιστα πράττουν για τη βελτίωσή της. Οι Έλληνες σωστά κατατάσσονται μεταξύ εκείνων που επιθυμούν η ΕΕ να πάει μπροστά, χωρίς όμως ηγεμονίες και αμφισβητήσεις, με πλήρη σεβασμό των αρχών και των αξιών της. Προφανώς, γιατί, περισσότερο από κάθε άλλη χώρα, αντιλαμβάνονται την έννοια της Ευρώπης, στην οποία άλλωστε έδωσαν και την ονομασία.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ