Κυβερνητικές εξαγγελίες, όχι μία, όχι δύο, αλλά τρεις από τα ίδια…
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Την Τετάρτη 20 Μαΐου ο κ. Μητσοτάκης εξήγγειλε για δεύτερη ή τρίτη φορά τα ίδια μέτρα. Η αμηχανία της νέας αναγγελίας ήταν εμφανέστατη. Ξεκίνησε με τους γνωστούς τέσσερις πυλώνες, που τελικά αφορούν δέκα δέσμες μέτρων, και τελείωσε με τη διχογνωμία για το οικονομικό κόστος των μέτρων. Ο κ. Σταϊκούρας είπε ότι τα μέτρα είναι 24 δισ., το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής τη Δευτέρα είχε πει ότι είναι 10 δισ. και ο κ. Μητσοτάκης είπε ότι είναι στη μέση, 17 δισ. [(24 + 10):2].
Αυτό που δεν αφήνει χώρο για «δημιουργική ασάφεια» είναι η φιλοσοφία των μέτρων. Επιδιώκουν τη στήριξη της κατανάλωσης και υποστηρίζουν φανατικά την αποχή του κράτους από οποιαδήποτε πολιτική δημοσίων επενδύσεων. Η λογική είναι ότι η κρίση θα είναι παροδική και αυτό που χρειάζεται είναι μια εμβαλωματική πολιτική, που θα μας επιτρέψει να τη βγάλουμε μέχρις ότου ξαναπάρουν μπρος οι μηχανές της αγοράς.
Η εμμονή σε αυτήν τη λογική δεν είναι αποκλειστικότητα της ελληνικής κυβέρνησης. Είναι η πολιτική των Γερμανών, που έχει επιβληθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η αιτιολόγηση της άποψης είναι απλοϊκή. Επιχειρηματολογεί ότι αφού η πανδημία δεν κατέστρεψε εργοστάσια και μηχανήματα, το τέλος της θα σημάνει και την επαναλειτουργία τους. Ξεχνά ότι η παραγωγή δεν είναι μόνο μια τεχνική διαδικασία, αλλά είναι καπιταλιστική παραγωγή, δηλαδή έχει σκοπό το κέρδος.
Η πανδημία ήρθε στη διάρκεια μιας μεγάλης καπιταλιστικής κρίσης, που ξεκίνησε το 2008 και έχει περιορίσει σημαντικά τις ιδιωτικές επενδύσεις. Η περαιτέρω μείωση της ζήτησης που φέρνει, λόγω απώλειας θέσεων εργασίας, θα οδηγήσει σε νέα μείωση των επενδύσεων. Το αποτέλεσμα θα είναι η όξυνση των συνεπειών της κρίσης για αρκετό διάστημα.
Με άλλα λόγια, όπως ανέφερε ο οικονομολόγος του Harvard Kenneth Rogoff σε άρθρο του στον βρετανικό «Guardian», «η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 θα είναι βόλτα στη λιακάδα μπροστά στον κατακλυσμό του Covid-19». Η λύση θα μπορούσε να είναι άμεσες κρατικές επενδύσεις με σκοπό την παραγωγική ανάταξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας, αλλά αυτό είναι έξω από τις επιλογές της κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μια απλή απαρίθμηση των κυβερνητικών μέτρων αποδεικνύει τους παραπάνω ισχυρισμούς. Τρεις –από τις συνολικά δέκα– δέσμες μέτρων αφορούν επιδότηση της εργασίας και επιδόματα ανεργίας. Συγκεκριμένα, παρατείνεται ο χρόνος αναστολής σύμβασης εργασίας ώστε να μην αυξηθεί η ανεργία στα χαρτιά, επεκτείνεται το επίδομα ανεργίας στους μερικά απασχολούμενους για να καλυφθούν οι απώλειες θέσεων στον τουρισμό και επιδοτείται η βραχυχρόνια απασχόληση.
Πρόκειται για μέτρα φτιασιδώματος, που στην καλύτερη περίπτωση ενισχύουν την κατανάλωση μέσα από επιδόματα και μισθούς πείνας. Οι υπόλοιπες επτά κατηγορίες μέτρων αφορούν φορολογικές ελαφρύνσεις ή φορολογικές εξυπηρετήσεις.
Συγκεκριμένα, επιδότηση της μείωσης του τζίρου με τον μηχανισμό των «επιστροφών προκαταβολής», μείωση του ΦΠΑ σε καφέ και μεταφορές, αναστολή φορολογικών πληρωμών και μείωση προκαταβολής φόρου και ενοικίου. Η προσδοκία είναι ότι ο κόσμος θα αυξήσει τις μετακινήσεις και τις επισκέψεις στα καφενεία, λόγω της χαμηλότερης φορολογίας, και ότι οι επιχειρήσεις θα μπορέσουν να ανταποκριθούν καλύτερα στις υποχρεώσεις τους λόγω των επιστροφών προκαταβολής. Κοντολογίς, μια επιδότηση της κατανάλωσης, από την οποία δεν μένει πίσω τίποτα.
Αντιθέτως, με την πολιτική αυτή εξαντλούνται τα ταμειακά διαθέσιμα του Δημοσίου, κάτι που θα οδηγήσει αναπόδραστα σε νέες πολιτικές λιτότητας με την προσφυγή στην πιστωτική γραμμή του ESM, που ισοδυναμεί με Μνημόνιο. Όπως είναι γνωστό, τα διαθέσιμα του Δημοσίου φθάνουν μέχρι τα μέσα Ιουνίου.
Το στρίμωγμα της κυβέρνησης φαίνεται από τις καθυστερήσεις στην καταβολή του επιδόματος των 800 ευρώ σε οικοδόμους και ελεύθερους επαγγελματίες αλλά και τους αργούς ρυθμούς στην καταβολή των επιστροφών προκαταβολής στις επιχειρήσεις.
Η πρόθεση του οικονομικού επιτελείου είναι να αντιμετωπίσει το πρόβλημα με προσφυγή σε δανεισμό, ώστε να αντλήσει 2,5 δισ. με δεκαετές ομόλογο. Όμως οι συνθήκες κάθε άλλο παρά ευνοϊκές είναι. Μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, ο ΟΔΔΗΧ δεν έχει αποτολμήσει να προσδιορίσει την ημερομηνία εξόδου στις αγορές, ούτε το αρχικό επιτόκιο της έκδοσης, αν και τραπεζικοί κύκλοι μιλούν για 2,1%. Με βάση αυτό το επιτόκιο ο κ. Regling του ESM μας έκανε και πλάκα, λέγοντας ότι αν προσφύγουμε στην πιστωτική γραμμή θα μπορέσουμε να δανειστούμε σε χαμηλότερο επιτόκιο και να εξοικονομήσουμε έτσι και 800 εκατ. ευρώ στη δεκαετία. Η λογική του είναι: Αφού στο τέλος στην πιστωτική γραμμή θα πάτε, γιατί δεν το κάνετε από τώρα, να σας έρθει και φθηνότερα;
Βέβαια δεν είπε για τους όρους που θα συνοδεύουν την προσφυγή της χώρας, αφού όπως κυκλοφορεί στη Τράπεζα της Ελλάδας ούτε τα μισά από τα 3,6 δισ. της γραμμής δεν θα θεωρηθούν από τον ESM υγειονομικές δαπάνες σχετιζόμενες με την πανδημία. Αυτό σημαίνει ότι τα χρήματα θα έρθουν με όρους και η χρήση της γραμμής θα είναι η απαρχή νέων επώδυνων μέτρων για μισθωτούς και συνταξιούχους.