Αύριο θα μας λένε αλλιώς
Από τις εκδόσεις Ίκαρος κυκλοφορεί το μυθιστόρημα του Patricio Pron, Αύριο θα μας λένε αλλιώς,
σε μετάφραση της Μαρίας Παλαιολόγου.
Ένα μεγάλο βιβλίο για την αγάπη την εποχή των κοινωνικών δικτύων
που φωτίζει τη νέα πραγματικότητα των ερωτικών επιθυμιών.
Συγγραφέας
Patricio Pron
Μετάφραση
Μαρία Παλαιολόγου
Ζουν στη Μαδρίτη. Εκείνη είναι αρχιτέκτονας, φοβάται να κάνει μελλοντικά σχέδια και έχει επινοήσει την ύπαρξη ενός εραστή. Εκείνος γράφει δοκίμια, είναι πέντε χρόνια μαζί της και ποτέ δεν φαντάστηκε ότι μια μέρα θα ήταν και πάλι εργένης· βρίσκεται σε σύγχυση μπροστά στη νέα, ακατανόητη πραγματικότητα.
Στην είδηση του χωρισμού τους έρχονται οι φίλοι και οι συμβουλές τους, τις περισσότερες φορές φέρνοντας περισσότερες αμφιβολίες παρά λύσεις. Είναι η γενιά του Tinder, άνθρωποι που εξαλείφουν ο ένας τον άλλο με μια απλή κίνηση και σχεδόν όλοι τους καταλήγουν εκτεθειμένοι και απογοητευμένοι τελικά.
Ο χωρισμός ενός ζευγαριού αποκαλύπτει πολλά για τη χώρα, τη στιγμή, αλλά και την ίδια την ιδέα της συνύπαρξης. Και η ανάλυση της εποχής είναι σκληρή: γονείς που συνυπάρχουν από υποχρέωση, πειράματα προσωπικής ανάπτυξης που λειτουργούν σαν παραστάσεις. χωρίς κοινό, τεχνολογία που διεισδύει στα πάντα, ακόμη και στην ιδιωτικότητα. Εκείνη κι Εκείνος, ήδη κοντά στα σαράντα, αρχίζουν να αποδέχονται τη νέα κατάσταση πραγμάτων χωρίς ρομαντικά δάκρυα, αλλά με μια μυστηριώδη νοσταλγία, που ενδεχομένως να τους επανασυνδέσει.
Σχεδιασμός/εικονογράφηση εξωφύλλου
Χρήστος Κούρτογλου
> Διαθέσιμο και σε ebook
Απόσπασμα βιβλίου
I / ΕΙΚΟΣΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΩΡΕΣ
Μια αχτίδα φωτός γλιστρούσε στο δάπεδο, ώσπου έφτασε στον σωρό των φύλλων χαρτιού. Αυτό σήμαινε πως μία από τις τελευταίες μέρες εκείνου του καλοκαιριού τελείωνε ή άρχιζε, δεν ήξερε πλέον. Μια εποχή συνήθιζε να καυχιέται πως μπορούσε να κοιμηθεί πάντα και παντού, έφτανε μονάχα να κλείσει τα μάτια και μια στιγμή αργότερα ο ημερήσιος κόσμος τελείωνε. Πήγαιναν όμως δύο μέρες που ήταν άυπνος και αναρωτιόταν αν θα ξανάβρισκε κάποτε αυτή του την ικανότητα. Τα φύλλα χαρτιού στοιβάζονταν στα πόδια του τις τελευταίες ώρες· είχαν πέσει λίγο ή πολύ κοντά, ανάλογα με τη δύναμη που Εκείνος τα έσκιζε και τα πέταγε. Δεν ήξερε πια αν είχε αρχίσει εκείνη ή την προηγούμενη μέρα, αλλά η ιδέα τού είχε φανεί θαυμάσια: θα έσκιζε μία στις δύο σελίδες κάθε βιβλίου που απέμενε στο διαμέρισμα και ύστερα θα τις ξανάβαζε στη θέση τους σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Εκείνη είχε πάρει τα πράγματά της όταν Εκείνος βρισκόταν έξω, παρότι της είχε ζητήσει να το κάνει κάποια στιγμή που θα ήταν στο σπίτι. Εκείνη όμως ‒που πάντα ήξερε καλύτερα από Εκείνον τι ήταν αυτό που τον βόλευε ή ταίριαζε καλύτερα στη φύση του‒ είχε θελήσει να τον γλιτώσει από μια σκηνή ‒και με την ευκαιρία να γλιτώσει και τον εαυτό της βέβαια‒ και είχε πάρει τα πράγματά της όταν έλειπε. Ποιος είχε πει ότι ο έρωτας είναι ένας αθόρυβος κλέφτης; Δεν μπορούσε να θυμηθεί, ούτε και τον ένοιαζε. Εκείνη δεν είχε πάρει ωστόσο όλα της τα πράγματα ‒Εκείνος υπέθετε ότι δεν είχε ακόμα πού να τα βάλει‒ και είχε αφήσει τα βιβλία της δίπλα στα δικά του, στα ράφια του διαμερίσματος.
Σε Εκείνον η ιδέα να μοιραστούν τη βιβλιοθήκη δεν είχε φανεί ούτε η καλύτερη ούτε η πιο βολική, πράγμα που δεν οφειλόταν σε υπερβολική ευαισθησία απέναντι στην ατομική ιδιοκτησία ‒παρότι βέβαια συνήθιζε να είναι πολύ κτητικός με τα πράγματά του‒, αλλά μάλλον στο ότι γνώριζε πως εξαιτίας κάποιου ψυχαναγκασμού δεν επέστρεφε τα ξένα βιβλία. Δεν ήταν κλέφτης ασφαλώς. Είχε όμως προσέξει πως σε δύο προηγούμενους χωρισμούς είχε κρατήσει άθελά του βιβλία που ανήκαν στις συντρόφους του. Όχι πολλά, ούτε καν αυτά που του είχαν δωρίσει εκείνες ‒και που καιρό μετά τον είχαν κάνει να σκεφτεί πως δεν τον γνώρισαν ποτέ στ’ αλήθεια‒, αλλά βιβλία που ήταν δικά τους κι Εκείνος δεν τους επέστρεψε ποτέ. Μια σκέψη τον συμφιλίωνε με τον εαυτό του κάποιες φορές ‒ πως αν εκείνες δεν είχαν προσέξει την απουσία τους, αν δεν είχαν απαιτήσει τα βιβλία, ούτε του είχαν χρεώσει πως τα είχε κρατήσει, ήταν επειδή στην πραγματικότητα και κατά βάθος δεν τα χρειάζονταν ή δεν τα χρειάζονταν τόσο όσο Εκείνος, που επίσης δεν τα είχε καμία απολύτως ανάγκη. Εντέλει μπροστά στην πραγματικότητα του χωρισμού και των φρικτών αλλαγών που είχε εγείρει, και άλλων που απέμεναν να προκαλέσει, κανένα βιβλίο δεν ήταν απαραίτητο, σκεφτόταν εκείνη τη στιγμή.
Μια φορά ωστόσο, στην αρχή της σχέσης τους, Εκείνη τον είχε πάρει από το χέρι αιφνιδιαστικά και τον είχε οδηγήσει μέσα σε ένα βιβλιοπωλείο, μπροστά από το οποίο περνούσαν καθώς επέστρεφαν από το μεσημεριανό γεύμα· είχε σταθεί μπροστά σε ένα από τα ράφια και είχε μείνει να κοιτάζει τα βιβλία με μια σοβαρή έκφραση απόλυτης συγκέντρωσης, που Εκείνος είχε ήδη δει σε κάποιες ευκαιρίες και θα ξανάβλεπε ‒και θα αγαπούσε‒ τα επόμενα πέντε χρόνια, και στη συνέχεια είχε βγάλει από τα ράφια έξι εφτά βιβλία, που του είχε αφήσει στα χέρια δίχως να πει λέξη. Βγαίνοντας από το βιβλιοπωλείο, αφού είχε πληρώσει, Εκείνη του τα είχε δώσει λέγοντάς του: «Τα χρειάζεσαι». Εκείνος όμως ‒έλεγε στον εαυτό του‒ δεν θυμόταν πια γιατί Εκείνη νόμιζε πως χρειαζόταν αυτά τα βιβλία, ούτε ποια ήταν, παρότι θυμόταν τη σκηνή πεντακάθαρα. Πράγματι θυμόταν πολύ καλά τα πάντα, κάτι που αποτελούσε πρόβλημα δεδομένων των συνθηκών. Οι μισές από τις σελίδες των βιβλίων που του είχε χαρίσει Εκείνη αναπαύονταν ήδη στο δάπεδο, αποκομμένες από τις υπόλοιπες μέσω της διαδικασίας σκισίματος μίας στις δύο σελίδες, πράγμα που σε Εκείνον φαινόταν ο καλύτερος τρόπος να μοιραστούν τα υπάρχοντά τους∙ αν μπορούσε ‒σκεφτόταν‒, θα έκοβε επίσης στη μέση το κρεβάτι, το τραπέζι, καθεμιά από τις καρέκλες, τα ράφια, τα φωτιστικά, τα ποτήρια, τα πιάτα, τον νεροχύτη, τα φυτά. Θα έπρεπε να υπάρχει ένας τρόπος να χωριστούν επίσης οι αναμνήσεις, έτσι ώστε απ’ όλα όσα είχαν κάνει μαζί και τους είχαν συμβεί Εκείνος να κρατούσε μονάχα τα μισά, για να γίνει πιο ελαφρύ το φορτίο του. Οπωσδήποτε καλύτερο θα ήταν να μην τον είχε αφήσει Εκείνη, αλλά αυτό είχε συμβεί πια, κι Εκείνος ‒που κάποιες φορές είχε επίσης καυχηθεί πως είχε μια εκτεταμένη ερωτική ζωή πριν από την εμφάνισή της, παρότι είχε μονάχα δύο συντρόφους και τις δύο όχι για πολύ καιρό‒ είχε ανακαλύψει απότομα πως δεν ήξερε πώς να τραβήξει μπροστά, ότι Εκείνη είχε πάρει επίσης μαζί της τις οδηγίες για να το κάνει.
Έξω υπήρχαν δρόμοι και κτίρια και ταράτσες που θα πρέπει να έλαμπαν εξοργιστικά στην αρχή ή στο τέλος αυτού που ήταν μία από τις τελευταίες ημέρες εκείνου του καλοκαιριού. Πιο πέρα, περνώντας τους τελευταίους οικισμούς, θα πρέπει να υπήρχαν έρημες εκτάσεις και τα λιβάδια για τα οποία μιλούσαν οι ποιητές και οι ερωτευμένοι, αλλά σε Εκείνον φαινόταν αδύνατον και πλέον δεν έτρεφε ελπίδες πως θα τα ξανάβλεπε όλα αυτά κάποια μέρα. Σκεφτόταν Εκείνη, ή μάλλον την ένιωθε· για να το πούμε καλύτερα, ένιωθε την απουσία της και τον τρόπο που βάραινε πάνω του εδώ και δύο μέρες και σκεφτόταν πως αν ήταν κλέφτης, φημισμένος και αποτελεσματικότατος κλέφτης, θα έκλεβε την απουσία της και θα την πέταγε στη θάλασσα για να μην τη βιώσει ξανά κανείς, πολύ περισσότερο Εκείνος. Αλλά δεν ήταν κλέφτης βέβαια, περνούσε μια
σελίδα και έσκιζε την επόμενη και συνέχιζε έτσι, βιβλίο το βιβλίο, προσπαθώντας να μη σκέφτεται αυτό που κάνει, νιώθοντας θύμα ενός πόνου που τον παρέλυε τόσο βαθιά, ώστε δεν του επέτρεπε καν να συνεχίσει να κλαίει, νιώθοντας μόνος για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό, μιλώντας μόνος, προσπαθώντας να υπενθυμίσει στον εαυτό του ‒δίχως να τα καταφέρνει εντελώς‒ πως δεν είχαν αποκολληθεί όλα αυτά που είχαν θελήσει να παραμείνουν ενωμένα και δεν είχαν αποχωριστεί όπως τα φύλλα που ξέσκιζε από τα βιβλία και κείτονταν γύρω του, στο δάπεδο, μία στιγμή προτού Εκείνος τα μαζέψει και τα πετάξει στα σκουπίδια…
Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ
Είπαν για το βιβλίο
Έχω την εντύπωση ότι βραβεύσαμε ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα, που είναι πολύ πιθανόν να μετατραπεί σε διαχρονικό αριστούργημα.
-Juan José Millás-
Μια αιχμηρή ιστορία χωρισμού στην καρδιά του σύγχρονου καπιταλισμού.
-Manuel Vilas-
Μια επιτυχημένη ψυχολογική ενδοσκόπηση, στην οποία δεν υπάρχουν ένοχοι, ούτε καλοί ή κακοί, αλλά ένα επώδυνο ναυάγιο καλών προθέσεων.
-El Imparcial-
Γιατί να διαβάσετε μία ακόμη ιστορία χωρισμού; Γιατί στην εποχή της αδυναμίας συνύπαρξης, του συνεχούς φλερτ και του φόβου της μοναξιάς, βλέπουμε πως το τέλος μιας σχέσης αποτελεί και το τέλος ενός τρόπου ζωής, το τέλος μιας κουλτούρας και την απαρχή της αβεβαιότητας.
-Mujer Dínamo-
Μια γενιά, ένα μέρος και μια στιγμή, σε ένα περιβάλλον τόσο φριχτό όσο και γλυκά τερατώδες. Μια εξαιρετική ακτινογραφία της εποχής μας.
-Babelia-
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Patricio Pron (Πατρίσιο Προν) γεννήθηκε στο Ροσάριο της Αργεντινής το 1975. Αποφοίτησε από το Τμήμα Κοινωνικής Επικοινωνίας του Εθνικού Πανεπιστημίου του Ροσάριο.
Εργάζεται ως κριτικός λογοτεχνίας και συγγραφέας∙ το έργο του έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από οκτώ γλώσσες, μεταξύ αυτών στα αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά και ιταλικά.
Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά όπως το Paris Review και το Michigan Quaterly Review.
To 2010 επιλέχθηκε από το αγγλικό περιοδικό Granta ως ένας από τους είκοσι δύο καλύτερους νέους ισπανόφωνους συγγραφείς.
Για το διήγημά του «Es el realismo» διακρίθηκε το 2004 με το Βραβείο Juan Rulfo και για το σύνολο του έργου του τιμήθηκε με το Βραβείο Cálamo Extraordinario το 2016.
Το 2019 απέσπασε το Βραβείο Alfaguara καλύτερου μυθιστορήματος για το βιβλίο του Αύριο θα μας λένε αλλιώς (Ίκαρος, 2020).
Ο Patricio Pron είναι δόκτωρ Ρομανικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν στη Γερμανία.
Ζει στη Μαδρίτη.
Περισσότερα για τον συγγραφέα: https://ikarosbooks.gr/authors/pron-patricio
Πρωτότυπος Τίτλος: Mañana tendremos otros nombres
Κατηγορία: Σύγχρονη Ξένη Πεζογραφία, Μυθιστόρημα
ISBN: 978-960-572-330-9