Προβλήματα εξωτερικής πολιτικής και διεθνής κατάσταση σε μια μεταβατική περίοδο

Προβλήματα εξωτερικής πολιτικής και διεθνής κατάσταση σε μια μεταβατική περίοδο


Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.


Η πανδημία του κορονοϊού έχει αδρανοποιήσει σε μεγάλο βαθμό την εξωτερική πολιτική και τις διεθνείς εξελίξεις, τόσο αυτές που αφορούν διμερείς και άλλες διακρατικές σχέσεις, όσο και γενικότερες, που επηρεάζουν την παγκόσμια κοινωνία.

Τα κράτη συλλογικά ή κάθε χώρα χωριστά επικεντρώνονται στην προστασία των πολιτών από τη νόσο του κορονοϊού και συγχρόνως εξετάζουν πώς θα αντιμετωπισθούν τα κοινωνικά προβλήματα όταν η πανδημία θα έχει κάνει τον κύκλο της, που ελπίζουμε να συμβεί σύντομα. Οι μελέτες και οι σχεδιασμοί αφορούν το κοινωνικό σύνολο, με επίκεντρο την επαναδραστηριοποίηση της οικονομίας, από την οποία εξαρτάται η απασχόληση, οι θέσεις εργασίας και γενικά η ευμάρεια των πολιτών.

Οι οπαδοί της φιλελεύθερης ιδεολογίας δίνουν έμφαση και επιμένουν στο ότι μόνο η οικονομία, ακόμη και με μέτρα πού θυμίζουν αυστηρές περιόδους της Ιστορίας, είναι ικανή να επαναφέρει την ομαλότητα. Α­ντίθετα, σοσιαλιστές και αριστεροί υποστηρίζουν ότι η επιστροφή στην ομαλότητα πρέπει να έχει ως κύριο μέλημα τους εργαζόμενους και επιμένουν στον κε­ντρικό ρόλο του κράτους.

Είναι φυσικό ότι θέματα που αφορούν τις σχέσεις ή διαφορές μεταξύ κρατών και άλλες διεθνείς εξελίξεις έχουν προσωρινά περιέλθει σε δεύτερη μοίρα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ξεπεράστηκαν ελέω κορονοϊού. Οι παλαιότερες ιδεολογικές αντιπαλότητες μεταξύ Ανατολής – Δύσης ασφαλώς ανήκουν πλέον στο ιστορικό παρελθόν.

Οι ανταγωνισμοί έχουν πάρει άλλες μορφές. Κυρίως έχουν αντικατασταθεί από περιφερειακές συγκρούσεις, πολλές εκ των οποίων επηρεάζουν σημαντικά και τη χώρα μας. Μια συνοπτική απαρίθμηση είναι χρήσιμη και θα βοηθούσε στη αντίληψη της σημερινής ευρωπαϊκής και παγκόσμιας πραγματικότητας, σε συνάρτηση και με την άμεση ή έμμεση επίδραση στα ελληνικά εθνικά συμφέροντα.

Η Μέση Ανατολή, με επίκεντρο το Συριακό και ασφαλώς το πάγιο παλαιστινιακό ζήτημα, είναι ένα από τα πλέον καυτά και κρίσιμα προβλήματα διεθνούς πολιτικής. Συνδέεται άμεσα και με τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό μεταξύ ΗΠΑ – Ρωσίας για τον έλεγχο των οδών διέλευσης των αγωγών πετρελαίου, τον ρόλο του Ιράν και της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

Ανησυχητική παραμένει και η κατάσταση στη Λιβύη, στη Βόρεια Αφρική, με τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα, του προέδρου Σάρατζ, που ελέγχει την περιοχή γύρω από την πρωτεύουσα την Τρίπολη, αλλά τυγχάνει διεθνούς αναγνώρισης, και το στρατηγού Χαφτάρ που ελέγχει την υπόλοιπη χώρα. Ο Σάρατζ έχει αναπτύξει στενές σχέσεις με την Άγκυρα και υποστηρίζεται έμπρακτα από το καθεστώς Ερντογάν με την αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων, που ξεπερνούν τις 8.000. Υπενθυμίζεται ότι οι δύο χώρες, Λιβύη και Τουρκία, με διμερή συμφωνία είχαν οριοθετήσει παρανόμως τα θαλάσσια σύνορά τους, αγνοώντας πλήρως τα ελληνικά νησιά και την Κρήτη.

Κάπως βελτιωμένη παρουσιάζεται η εικόνα στα Δυτικά Βαλκάνια, ίσως επειδή προσβλέπουν στην ευρωπαϊκή προοπτική τους. Πολλές όμως συνοριακές και εθνικές διαφορές παραμένουν σε εκκρεμότητα.

Στην άλλη άκρη του κόσμου, στη Νότια Αμερική, η εικόνα είναι πολιτικά αρκετά ρευστή. Σε ορισμένες χώρες έχουν αναδειχθεί αυταρχικά ακροδεξιά καθεστώτα με την πλήρη υποστήριξη των ΗΠΑ, που εξακολουθούν να υπονομεύουν τη νόμιμη κυβέρνηση του Μαδούρο στη Βενεζουέλα.

Μια αρκετά δυσμενής εξέλιξη στις διεθνείς σχέσεις που προστίθεται στα συγκρουσιακά τοπία είναι η δημόσια πλέον αντιπαλότητα μεταξύ ΗΠΑ – Κίνας με αντικείμενο τη διείσδυση των κινεζικών προϊόντων υψηλής τεχνολογίας, που α­νταγωνίζονται τα αμερικανικά αλλά και τα αντίστοιχα άλλων δυτικών χωρών. Ένθερμος υποστηρικτής των ΗΠΑ εμφανίσθηκε και ο ύπατος εκπρόσωπος για θέματα εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ Ζοσέπ Μπορέλ, ο οποίος δήλωσε πρόσφατα ότι «η Ευρώπη πρέπει να πάψει να προσφέρεται στο πιάτο στις κινεζικές επενδύσεις που πραγματοποιούνται στις χώρες-μέλη της ΕΕ».

Στον κ. Μπορέλ θα έπρεπε να τεθούν τα εξής ερωτήματα: Αφού είναι α­ντίθετος στις κινεζικές επενδύσεις σε χώρες-μέλη της ΕΕ, τότε γιατί δεν επενδύουν σε αυτές οι ισχυρές χώρες της Ένωσης; Πού μπορεί να οδηγήσει η διαμάχη ΗΠΑ – Κίνας; Πολύ πιθανό να επινοηθεί ένα είδος τεχνικού embargo. Μια τέτοια εξέλιξη δεν ευνοεί τη διεθνή συνεργασία, ούτε την Ελλάδα, στην οποία η Κίνα έχει πραγματοποιήσει σημαντικές επενδύσεις στο λιμάνι του Πειραιά. Οι περιφερειακές συγκρούσεις που μας ενδιαφέρουν περισσότερο είναι ασφαλώς εκείνες που συμβαίνουν στον χώρο της Μέσης Ανατολής και τη Βόρεια Αφρική.

Και όχι μόνο για τα κύματα προσφύγων και οικονομικών μεταναστών που προκαλούν. Πλέον ανησυχητικό στοιχείο είναι η άμεση εμπλοκή της Τουρκίας. Στη μεν Συρία η Άγκυρα επέτυχε, εκμεταλλευόμενη αριστοτεχνικά τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό μεταξύ ΗΠΑ – Ρωσίας, να εισβάλει και να καταλάβει ικανό συριανό έδαφος, στη δε Λιβύη να είναι παρούσα με ενεργή στρατιωτική παρουσία. Η εντύπωση που δημιουργείται διεθνώς είναι ότι στην Τουρκία αναγνωρίζεται ένας ενεργός ρόλος περιφερειακής δύναμης.

Άλλωστε δεν το αποκρύπτει και το τονίζει σε κάθε ευκαιρία ο τούρκος Πρόεδρος, είτε βρίσκεται στη χώρα του είτε κατά τις επισκέψεις που πραγματοποιεί στο εξωτερικό. Ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για ψευδαίσθηση ή πραγματικότητα, σημασία έχει ότι το καθεστώς Ερντογάν ενεργεί και αισθάνεται ότι η Τουρκία μπορεί να προκαλεί και να απειλεί την Ελλάδα χωρίς ουσιαστικές αντιδράσεις από τους συμμάχους της και τους ισχυρούς διεθνείς παράγοντες.

Είναι λανθασμένες οι θέσεις εκείνων που υποστηρίζουν ότι η συμπεριφορά της Τουρκίας συνδέεται αποκλειστικά με τη μεγαλομανία του Προέδρου της. Οι τουρκικές διεκδικήσεις και αναθεωρητικές θέσεις για το Αιγαίο είναι σταθερές και χαρακτηρίζουν όλες τις τουρκικές κυβερνήσεις από την εισβολή στην Κύπρο το 1974 και εντεύθεν. Δεν πρέπει, επίσης, να δίνεται μεγάλη βάση σε δημοσιεύματα και ειδησεογραφίες που αναφέρουν ότι η Τουρκία βρίσκεται στα πρόθυρα της οικονομικής χρεοκοπίας και ότι σύντομα θα καταφύγει στο ΔΝΤ.

Η ρευστή κατάσταση που επικρατεί στις διεθνείς εξελίξεις λόγω κορονοϊού έχει προσωρινά αδρανοποιήσει την Τουρκία, επιβάλλεται όμως να εξετασθεί επισταμένως αν η χώρα μας είναι αρκούντως έτοιμη να αντιμετωπίσει κάθε πρόκληση που μπορεί να επανεμφανισθεί ευθύς και όταν η πανδημία του κορονοϊού αποτελέσει παρελθόν. Προέχει η αντιμετώπιση των εξ ανατολών προκλήσεων. Παράλληλα με την ετοιμότητα των ενόπλων δυνάμεων απαιτείται έντονη διπλωματική κινητικότητα σε όλα τα πολιτικά επίπεδα.

Εξυπακούεται ότι ιδιαίτερος θα είναι ο ρόλος του υπουργείου Εξωτερικών και των διπλωματικών μας αρχών στο εξωτερικό. Υπάρχουν όμως σοβαροί προβληματισμοί ως προς το αν το ΥΠΕΞ, με την πρόσφατη γιγάντωση των υπηρεσιών του με κλάδους που προέρχονται από άλλα υπουργεία, που ακόμη δεν έχουν πλήρως ενταχθεί στο δυναμικό του, μπορεί να ανταποκριθεί στη λεπτή αποστολή του. Εσχάτως επιχειρείται ο εκσυγχρονισμός του Οργανισμού του ΥΠΕΞ, που θα καθορίσει νέα διάταξη αρμοδιοτήτων και λειτουργιών.

Η εντύπωση που επικρατεί είναι ότι πολλές από τις καινοτομίες που επιφέρει βαίνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση. «Ένα βήμα μπρος, δύο βήματα πίσω», έλεγε ο Λένιν. Ας ελπίσουμε να μην επιβεβαιωθεί αυτό με τον νέο Οργανισμό.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ