ΟΝΕΙΡA – FRANZ KAFKA
Πρόλογος – Μετάφραση
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΡΑΣΙΔΑΚΗ
«Από ένα όνειρο ξυπνάς μονάχα αφού έχει ολοκληρωθεί,
δεν μπορείς να απεμπλακείς νωρίτερα, σε έχει γραπώσει από τη γλώσσα»
Θυμήθηκα ποιός είμαι, στα μάτια σου δεν διάβαζα πλέον καμία πλάνη, είχα τον ονειρικό τρόμο (του να συμπεριφέρεσαι σαν στο σπίτι σου κάπου όπου δεν ανήκεις), αυτόν τον τρόμο τον είχα στην πραγματικότητα, έπρεπε να επιστρέψω στο σκοτάδι, δεν άντεχα τον ήλιο.
Προς τη Μιλένα Γεσένσκα, 14 Σεπτεμβρίου 1920
Το παράθυρο ήταν ανοιχτό, στο ανήσυχο μυαλό μου έπεφτα επί ένα τέταρτο της ώρας ακατάπαυστα από το παράθυρο, μετά εμφανίστηκαν πάλι σιδηρόδρομοι και ένας μετά τον άλλο πέρασαν πάνω από το ξαπλωμένο στις ράγες κορμί μου, βαθαίνοντας και διευρύνοντας τις δύο τομές στο λαιμό και στα πόδια.
Επιστολή στη Φελίτσε Μπάουερ, 28 Μαρτίου 1913
Τα ΟΝΕΙΡΑ που απαρτίζουν την παρούσα συλλογή προέρχονται από τα ημερολόγια και τις επιστολές του Φραντς Κάφκα, πρόκειται δηλαδή για καταγραφές ονείρων εν είδει υπενθύμισης ή και εξορκισμού: «Μη στραφείτε εναντίον μου. Μόνο στα όνειρα είμαι τόσο αλλόκοτος».
Ο Κάφκα, όπως μαρτυρούν τα ημερολόγιά του, βασανίζεται από αϋπνίες και ιδιαίτερα ανήσυχο ύπνο, παρακολουθεί δε και καταγράφει με κάθε λεπτομέρεια τις νυχτερινές αυτές εμπειρίες, συχνά ως ολονύχτια πάλη που τον αφήνει εξουθενωμένο. Στο πλαίσιο αυτής της δυσκολίας με τον ύπνο, γίνεται κατανοητή η βαθύτατα αμφίθυμη σχέση που αναπτύσσει με το ονειρεύεσθαι, καθώς συχνά συνεπάγεται τη στέρηση του αναζωογονητικού ύπνου: «Άλλωστε δεν πρόκειται να κοιμηθώ, παρά μόνο να ονειρευτώ».
Τα όνειρα παρουσιάζονται ως βάσανος αλλά και έμπνευση και πλήρωση, πηγή ευτυχίας αλλά και φόβου – «αν και πολύ πιο σπάνια το πρώτο από το δεύτερο».
Ταυτόχρονα, πρόκειται για περίτεχνες, εκ των υστέρων εξιστορήσεις, στις οποίες συχνά το όνειρο καθαυτό γίνεται αντικείμενο αναστοχασμού: «Όταν ξυπνώ, βρίσκω όλα τα όνειρα συγκεντρωμένα γύρω μου, αλλά αποφεύγω να τα ξανασκεφτώ».
Είναι προφανές ότι με τη συλλογή αυτή δεν παρουσιάζονται «τα όνειρα του Κάφκα» καθαυτά, αλλά προσεχτικές αφηγηματολογικές κατασκευές στις οποίες ο αναγνώστης θα αναγνωρίσει τη δημιουργική φαντασία που καθιέρωσε τον Κάφκα ως έναν από τους πλέον σημαντικούς συγγραφείς του 20ού αιώνα.
★
Η ανθολόγηση αυτή σημαίνει ότι η εξιστόρηση των ονείρων αποσπάται από τα εκάστοτε συμφραζόμενα, είτε πρόκειται για ημερολογιακές καταχωρίσεις είτε για επιστολές. Έτσι, αντί να μετριάζονται οι συχνά βασανιστικές και σχεδόν πάντοτε αλλόκοτες και ανησυχητικές ονειρικές εικόνες από το κείμενο που περικλείει τα όνειρα, π.χ. την υπόλοιπη επιστολή, προσφέρονται στον αναγνώστη όχι μόνο χωρίς ένα πλαίσιο που θα τα απαλύνει αλλά και απανωτά. Το αποτέλεσμα είναι πράγματι εντυπωσιακό αλλά και, συχνά, βαθύτατα ανοικειωτικό. Το μεγαλειώδες της γραφής του Κάφκα όμως οφείλεται όχι τόσο στην καταγραφή της εμπειρίας μιας βασανισμένης ύπαρξης, αλλά στην ικανότητα να λειτουργεί, όσο αλλόκοτες κι αν είναι οι παραστάσεις που προβάλλει, ως κάτι το αναγνωρίσιμο, αν όχι οικείο, για τον εκάστοτε αναγνώστη. Με τον όρο «καφκικὸ» άλλωστε δεν χαρακτηρίζουμε τα ίδια τα κείμενα του Κάφκα αλλά μια περίσταση ή ατμόσφαιρα που απαντά και εκτός μυθοπλασίας, στην καθημερινή ζωή του καθενός μας. Η ιδιαιτερότητα και ίσως και αξία της συλλογής συνίσταται στο ότι προ(σ)καλεί τον αναγνώστη να εκτεθεί στα όνειρα αυτά και να αφουγκραστεί τις τυχόν απηχήσεις τους μέσα του.
-Από τον πρόλογο της μεταφράστριας-
Αν κρίνω από το φως στο δωμάτιο αυτό, η οροφή του ήταν όπως και στα υπόλοιπα δωμάτια. Εγώ ασχολήθηκα κυρίως με την πόρνη που είχε κρεμασμένο το κεφάλι της έξω, ο Μαξ με εκείνη που ξάπλωνε στα αριστερά της. Ψηλάφησα τα πόδια της και κατέληξα να πιέζω ρυθμικά τους μηρούς της. Η ευχαρίστησή μου ήταν τόση που μου έκανε εντύπωση ότι δεν χρέωναν ακόμα τίποτα για τη διασκέδαση αυτή, που ήταν, όπως μου φαινόταν, η ωραιότερη. […]
Όταν ήμουν ξαπλωμένος σήμερα το απόγευμα στο κρεβάτι και κάποιος γύρισε γρήγορα το κλειδί στην κλειδαριά, βρέθηκα να έχω για μια στιγμή κλειδαριές σε όλο μου το σώμα, σαν να βρίσκομαι σε αποκριάτικο χορό, και σε τακτά χρονικά διαστήματα ανοίγει και κλείνει, μια εδώ, μια εκεί, κάποια κλειδαριά.
Επιστολή στη Φελίτσε Μπάουερ, 17 Νοεμβρίου 1912
Προκειμένου να είμαι όσο το δυνατόν πιο βαρύς, το οποίο θεωρώ χρήσιμο για να αποκοιμηθώ, κρατώ τα μπράτσα σταυρωμένα πάνω από το στήθος με τις παλάμες στους ώμους, ξαπλωμένος σαν φορτωμένος στρατιώτης. Μου στέρησε τον ύπνο και πάλι η δύναμη των ονείρων μου, που εισβάλλουν ήδη στην ώρα που είμαι ξύπνιος, πριν να αποκοιμηθώ. Η συνείδηση των ποιητικών μου ικανοτήτων είναι το βράδυ και το πρωί αχανής. Αισθάνομαι χαλαρωμένος ώς τα βάθη του είναι μου και μπορώ να ανασύρω από μέσα μου οτιδήποτε επιθυμήσω.
Ημερολόγιο, 3 Οκτωβρίου 1911
Με ένα σκοινί τυλιγμένο γύρω από το λαιμό να με μπάζουν από το παράθυρο του ισογείου σε ένα σπίτι και χωρίς την παραμικρή προσοχή, σαν να μη νοιάζονται, να με σέρνουν προς τα πάνω, ματωμένο και ξεσκισμένο, διαπερνώντας το ένα μετά το άλλο τα ταβάνια των δωματίων, τα έπιπλα, τους τοίχους και τις σοφίτες, ώσπου να ξεπροβάλει ψηλά στη στέγη η άδεια θηλιά που τελικά έχασε τα κατάλοιπά μου καθώς άνοιγε δρόμο σπάζοντας τα κεραμίδια. […]
Αυτή η τροχαλία εντός μου. Ένα γρανάζι μετακινείται, κάπου στα κρυφά, ούτε που το καταλαβαίνεις την πρώτη στιγμή, και νά που τίθεται όλος ο μηχανισμός σε κίνηση. Υποκύπτοντας σε μια ασύλληπτη δύναμη, όπως υποτάσσεται το ρολόι στο χρόνο, ένα τρίξιμο εδώ κι εκεί, και όλες οι αλυσίδες κροταλίζουν κατεβαίνοντας η μια μετά την άλλη την καθορισμένη για την καθεμιά απόσταση.
Ημερολόγιο, 21 Ιουλίου 1913
Κατηγορία: Διεθνής πεζογραφία, Ξένη πεζογραφία
ISBN: 978-960-505-437-3