H Μάχη της Κρήτης «Unternehmen Merkur» (Επιχείρηση Ερμής) – 20 Μαΐου
Η πρώτη μεγάλη αεραποβατική επιχείρηση (παραμένει μοναδική) στο ότι ο κύριος αντικειμενικός σκοπός κατελήφθη εξ ολοκλήρου από αέρος
Συμμαχικές δυνάμεις
Ηνωμένο Βασίλειο 15.000
Ελλάδα 11.451
Αυστραλία 7.100
Νέα Ζηλανδία 6.700
Σύνολο 40.000-61.800
Δυνάμεις Γερμανών – Ιταλών
22.750 άνδρες, 1.370 αεροπλάνα και 70 πλοία
H Μάχη της Κρήτης (Γερμανικά Luftlandeschlacht um Kreta), η επιχείρηση κατάληψης της Κρήτης από τους Γερμανούς κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και συγκεκριμένα από το πρωί της 20ής Μαΐου 1941, όταν ξεκίνησε η αεραπόβαση των Γερμανών με συνθηματικό όνομα «Unternehmen Merkur» (Επιχείρηση Ερμής) εναντίον του νησιού, ως την 1η Ιουνίου. Με την επιχείρηση αυτή οι Γερμανοί κατάφεραν να καταλάβουν το νησί από τις αγγλοελληνικές συμμαχικές δυνάμεις, ωστόσο αυτή τους η επιτυχία κόστισε τόσο πολύ ώστε να μην επιχειρήσουν ξανά άλλη αεροπορική έφοδο της ίδιας κλίμακας κατά τη διάρκεια του πόλεμου.
Σήμερα, η μάχη της Κρήτης θεωρείται η πρώτη μεγάλη αεραποβατική επιχείρηση και παραμένει μοναδική στο ότι ο κύριος αντικειμενικός σκοπός κατελήφθη εξ ολοκλήρου από αέρος. Η μάχη θεωρείται επίσης πολύ σημαντική για τους Κρητικούς, λόγω της αναπάντεχης σθεναρής αντίστασης που πρόβαλλαν εναντίον των αριθμητικά ανώτερων Γερμανών και του μεγάλου τιμήματος που είχε η επίθεση, και η επακόλουθη κατοχή, στον πληθυσμό του νησιού.
Απώλειες
Ελληνικές Απώλειες: 426 Νεκροί και μεγάλος αριθμός τραυματιών και αιχμαλώτων
Βρετανικές απώλειες: Νεκροί 1.742, τραυματίες 1.737 και αιχμάλωτοι 11.835, 2 καταδρομικά, 6 αντιτορπιλικά, 2.000 αξιωματικοί και ναύτες.
Γερμανικές απώλειες: Νεκροί 1.990, αγνοούμενοι 1.995 και σοβαρός αριθμός τραυματιών.
Συνολικά οι απώλειες του επίλεκτου σώματος των Γερμανών αλεξιπτωτιστών ξεπέρασαν τους 8.000 άνδρες. Οι απώλειες σε αεροσκάφη ανήλθαν σε 220 τελείως κατεστραμμένα και 150 περίπου με σοβαρές ζημιές.
Η Κρήτη βρισκόταν στα σχέδια των Βρετανών από τα πρώτα στάδια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Τον Απρίλιο του 1940 οι Αρχηγοί των Γενικών Επιτελείων εξέτασαν το ενδεχόμενο κατάληψης της νήσου σε περίπτωση εισόδου στον πόλεμο της Ιταλίας, η οποία έως τότε κρατούσε ουδέτερη στάση. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους με την διαφαινόμενη κατάρρευση της Γαλλίας, συμμάχου του Ηνωμένου Βασιλείου, και την είσοδο τελικά της Ιταλίας στον πόλεμο, οι Βρετανοί έθεσαν ως στρατηγικούς στόχους στην ανατολική Μεσόγειο να μην πέσει η Κρήτη στα χέρια των Ιταλών και να εξουδετερωθούν οι ιταλικές δυνάμεις στα Δωδεκάνησα. Παράλληλα εξασφάλισαν τη συγκατάθεση της ελληνικής κυβέρνησης να καταλάβουν την Κρήτη και τη Μήλο σε περίπτωση που η Ελλάδα δεχόταν επίθεση από την Ιταλία.
Οι Γερμανοί είχαν επίσης επισημάνει αρκετά νωρίς τη σπουδαιότητα της γεωγραφικής θέσης της Κρήτης. Στις 25 Οκτωβρίου 1940 ο αντιστράτηγος Φραντς Χάλντερ, αρχηγός του γενικού επιτελείου του στρατού ξηράς, ανέφερε ότι η κυριαρχία στην ανατολική Μεσόγειο εξαρτιόταν από την κατάληψη της Κρήτης και ότι ο καλύτερος τρόπος για να επιτευχθεί αυτό θα ήταν η εισβολή από αέρος, ενώ ο Άλφρεντ Γιοντλ, αρχηγός του επιτελείου επιχειρήσεων της Ανώτατης Διοίκησης Ενόπλων Δυνάμεων, είχε προτείνει την κατάληψή της από τους Ιταλούς, ώστε να μην πέσει στα χέρια των Βρετανών. Στις 28 Οκτωβρίου 1940, κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους στη Φλωρεντία, ο Χίτλερ πρόσφερε στον Μουσολίνι μια αερομεταφερόμενη μεραρχία και μια μεραρχία αλεξιπτωτιστών για αυτόν τον σκοπό.
Όταν άρχισε η ένταση με την Ιταλία, αρκετούς μήνες πριν την ιταλική εισβολή, η ελληνική κυβέρνηση εκπόνησε αμυντικά σχέδια και έλαβε μέτρα για την απόκρουση ενδεχόμενης ιταλικής επίθεσης στο νησί. Η άμυνα της Κρήτης ήταν έργο της 5ης Μεραρχίας Πεζικού, της Μεραρχίας Κρητών, δύναμης 22.000 ανδρών. Αποτελούνταν από 3 συντάγματα πεζικού, το 14ο, το 43ο και το 44ο που βρίσκονταν στα Χανιά, το Ρέθυμνο και το Ηράκλειο, καθώς και το 5ο Σύνταγμα Πυροβολικού που ήταν εγκατεστημένο στον όρμο της Σούδας. Με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, η ελληνική κυβέρνηση κάλεσε τους Βρετανούς να αναλάβουν την άμυνα της Κρήτης και μετέφερε την 5η Μεραρχία στο μέτωπο της Ηπείρου, με εξαίρεση κάποιες μονάδες του εφοδιασμού και τη Χωροφυλακή.
Η άμυνα της Κρήτης πέρασε στην ευθύνη του βρετανικού Αρχηγείου της Μέσης Ανατολής, με έδρα το Κάιρο και επικεφαλής τον στρατηγό Άρτσιμπαλντ Ουέηβελ. Ωστόσο η Κρήτη αποτελούσε χαμηλή προτεραιότητα για τους Βρετανούς στρατιωτικούς. Το φθινόπωρο του 1940 ήταν ακόμα ανοικτό το ενδεχόμενο γερμανικής εισβολής στο νησί τους και είχαν να αντιμετωπίσουν τους γερμανικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς και τον υποβρυχιακό πόλεμο στον Ατλαντικό Ωκεανό.
Το Αρχηγείο της Μέσης Ανατολής, που πολεμούσε εναντίον των Ιταλών στη Λιβύη και την Ανατολική Αφρική, ήταν επιφορτισμένο με την άμυνα ενός εκτεταμένου μετώπου που περιλάμβανε την Αίγυπτο, το Σουδάν, την Παλαιστίνη, την Υπεριορδανία, την Κύπρο, τη Βρετανική Σομαλιλάνδη, το Άντεν, το Ιράν και την περιοχή του Περσικού Κόλπου. Ο ανεφοδιασμός του γινόταν με νηοπομπές που έκαναν τον περίπλου της Αφρικής και διαρκούσαν 6 εβδομάδες.
Ο Ουέηβελ δεν μπορούσε να αναπτύξει νοτιοαφρικανικά στρατεύματα παρά μόνο στο μέτωπο της Ανατολικής Αφρικής, ενώ για τη χρησιμοποίηση νεοζηλανδικών και αυστραλιανών μονάδων χρειαζόταν την έγκριση των κυβερνήσεων των χωρών αυτών.Αντίστοιχα μεγάλες ελλείψεις εξοπλισμού και εφοδιασμού υπήρχαν στην αεροπορία και το ναυτικό. Στις 29 Οκτωβρίου 1940 ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσώρτσιλ, σε σύσκεψη επιτελών στο Λονδίνο, ζήτησε να σταλούν στην Κρήτη 2 ταξιαρχίες, να κατασκευαστούν αεροδρόμια και να μετατραπεί ο όρμος της Σούδας σε βάση ανεφοδιασμού του βρετανικού στόλου της Μεσογείου.
Οι πρώτες δυνάμεις που στάλθηκαν στο νησί ήταν, στις 31 Οκτωβρίου, ένα τάγμα πεζικού στον κόλπο της Σούδας και ακόμη 2.500 άνδρες που αφίχθησαν στις 6 Νοεμβρίου, εξοπλισμένοι με αντιαεροπορικά πυροβόλα. Πρώτος διοικητής των βρετανικών δυνάμεων στην Κρήτη ήταν ο ταξίαρχος Ορντ Τίντμπουρι.
Είχαν εκπονηθεί δυο σενάρια.
Το πρώτο, το οποίο υποστηριζόταν από τον Λερ, προέβλεπε την απόβαση μόνο στο δυτικό μέρος του νησιού, από το αεροδρόμιο του Μάλεμε έως τα Χανιά, ενώ στη συνέχεια θα γινόταν προώθηση προς τα ανατολικά. Το σενάριο αυτό εξασφάλιζε τη συγκέντρωση δυνάμεων σε ένα μόνο σημείο και κατά συνέπεια γερμανική κυριαρχία τόσο στο έδαφος όσο και στον αέρα. Τα μειονεκτήματά του ήταν ότι παρατεινόταν η διάρκεια της επιχείρησης, τα στρατεύματα θα έπρεπε να ανεφοδιάζονται από αέρος, άφηνε τα άλλα δυο αεροδρόμια της Κρήτης στη διάθεση των αντιπάλων, ενώ ήταν αμφίβολη η δυνατότητα του διαδρόμου προσγείωσης στο Μάλεμε να εξυπηρετήσει τόσο μεγάλη κίνηση.
Το δεύτερο σενάριο, το οποίο υποστηριζόταν από τον Στούντεντ, προέβλεπε την ταυτόχρονη επίθεση σε επτά σημεία, με σκοπό να πέσουν αμέσως στα χέρια των αλεξιπτωτιστών οι μεγάλες πόλεις και τα αεροδρόμια. Αυτό όμως θα είχε ως συνέπεια τη διάσπαση την λιγοστών γερμανικών δυνάμεων και θα καθιστούσε ευχερή την εξόντωσή τους. Ο Στούντεντ επιθυμούσε επίσης να μην υπάρξουν προπαρασκευστικοί βομβαρδισμοί ώστε να αιφνιδιαστούν οι αμυνόμενοιμε σκοπό. Στο παράτολμο αυτό σχέδιο ήταν αντίθετος ο διοικητής του 8ου Αεροπορικού Σώματος, Βόλφραμ φον Ρίχτχοφεν, καθώς το Σώμα του δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει επαρκώς τις επίγειες δυνάμεις.
Ο ίδιος επιθυμούσε να προηγηθεί της απόβασης τετραήμερος αεροπορικός βομβαρδισμός με σκοπό την καταστροφή των εχθρικών αεροσκαφών, πλοίων, αντιαεροπορικών πυροβόλων και του επικοινωνιακού δικτύου.
Τελικά αποφασίστηκε η πραγματοποίηση επίθεσης σε τέσσερα σημεία, στο Μάλεμε, τα Χανιά, το Ρέθυμνο και το Ηράκλειο. Η επίθεση θα γινόταν σε δύο κύματα, καθώς δεν επαρκούσαν τα μεταγωγικά αεροσκάφη για ταυτόχρονη επίθεση. Το πρώτο κύμα θα εξαπολυόταν στις 07:15 το πρωί και αποτελούνταν από δύο ομάδες. Η ομάδα Κομήτης θα έπρεπε να καταλάβει τον διάδρομο προσγείωσης προσγείωσης του Μάλεμε και να τον διατηρήσει ανοικτό ώστε να είναι δυνατή η προσγείωση γερμανικών αεροσκαφών. Το πρώτο κλιμάκιο της ομάδας Άρης θα καταλάμβανε την πόλη των Χανίων και το λιμάνι της Σούδας. Το δεύτερο κύμα θα εξαπολυόταν στις 15:15 το απόγευμα, αποτελούμενο επίσης από δύο ομάδες. Το δεύτερο κλιμάκιο της ομάδας Άρης θα καταλάμβανε το Ρέθυμνο και τον διάδρομο προσγείωσης της περιοχής. Τέλος η ομάδα Ωρίων θα καταλάμβανε την πόλη και το αεροδρόμιο του Ηρακλείου. Την κατάληψη του τελευταίου θα ακολουθούσε προσγείωση αερομεταφερόμενων μονάδων οι οποίες μαζί με τους αλεξιπτωτιστές θα κινούνταν προς τα Χανιά και θα κύκλωναν το σύνολο των αμυνομένων, Το 8ο Αεροπορικό Σώμα θα παρείχε, τελικά, αεροπορική υποστήριξη στην επιχείρηση.
Την δεύτερη μέρα της επιχείρησης, δύο στολίσκοι αποτελούμενοι από επιταγμένα πλοία, εξήντα τρία μηχανοκίνητα καΐκια και επτά μικρά φορτηγά, θα απέπλεαν από τα Μέγαρα και τη Χαλκίδα μεταφέροντας ενισχύσεις, εφόδια και υποζύγια. Ο πρώτος στολίσκος θα είχε προορισμό τον κόλπο της Σούδας ή τα Χανιά και ο δεύτερος το Ηράκλειο. Μετά την κατάληψη του Ηρακλείου, θα αναχωρούσε από τον Πειραιά ένας τρίτος στολίσκος από μεγαλύτερα ακτοπλοϊκά σκάφη που θα μετέφερε ελαφρά τεθωρακισμένα και μηχανοκίνητα μέσα μεταφοράς. Για την προστασία των στολίσκων, το ιταλικό πολεμικό ναυτικό διέθεσε δύο παλαιές τορπιλακάτους. Το σχέδιο μεταφοράς από τη θάλασσα είχε προστεθεί, ως ασφαλιστική δικλίδα, κατόπιν επιμονής του Χίτλερ.
Η προετοιμασία της επιχείρησης Ερμής συνάντησε πολλές οργανωτικές δυσκολίες που οφείλονταν στο φτωχό οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο των Βαλκανίων καθώς και στον ελάχιστο διαθέσιμο χρόνο προετοιμασίας, λόγω της επερχόμενης γερμανικής εισβολής στη Σοβιετική Ένωση. Ο 4ος Αεροπορικός Στόλος είχε ήδη μεταφέρει προς ανατολάς μεγάλο τμήμα του προσωπικού εδάφους, των πυρομαχικών και των αεροσκαφών του.
Η 22η Αερομεταφερόμενη Μεραρχία, η οποία βρισκόταν στη Ρουμανία, ήταν αδύνατον να μεταφερθεί εγκαίρως στην Ελλάδα. Αντικαταστάθηκε από την 5η Ορεινή Μεραρχία η οποία είχε πάρει μέρος στην κατάληψη της Ελλάδας και στρατοπέδευε στη Χαλκίδα. Εξαιτίας των σοβαρών απωλειών της στις μάχες στη στενωπό του Ρούπελ, η 5η Ορεινή Μεραρχία ενισχύθηκε με ένα τμήμα ορεινού συντάγματος από άλλη μεραρχία.Για τον εφοδιασμό με καύσιμα των μεταγωγικών αεροσκαφών έπρεπε να μεταφερθούν από την Ιταλία, με δύο ατμόπλοια, 12.000 τόνοι καυσίμων. Καθώς, για λόγους ασφαλείας, έπρεπε να διέλθουν από τη διώρυγα της Κορίνθου, κλήθηκαν βατραχάνθρωποι του πολεμικού ναυτικού από το Κίελο, για την καθαρίσουν. Η καθυστέρηση αυτή οδήγησε στη μετάθεση της έναρξης της επιχείρησης Ερμής από τις 17 στις 20 Μαΐου.[20] Για την εξυπηρέτηση ενός τόσο μεγάλου αριθμού αεροσκαφών, οι Γερμανοί, μέσα σε λίγες εβδομάδες είχαν καθαρίσει, επεκτείνει και κατασκευάσει εκ νέου διαδρόμους απογείωσης, χρησιμοποιώντας ανηλεώς καταναγκαστική εργασία πολιτών.
Ο ιταλικός στρατός αρχικά απωθήθηκε από τους Έλληνες
Όμως η γερμανική επέμβαση ανέτρεψε τα δεδομένα. Μετά την επιτυχή γερμανική εισβολή, το Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό, με τη συνδρομή οποιουδήποτε πλωτού μέσου ήταν διαθέσιμο στα ελληνικά λιμάνια εκείνη τη στιγμή, απομάκρυνε 57.000 συμμάχους στρατιώτες από την ηπειρωτική Ελλάδα. Από αυτούς, αρκετοί κατέληξαν στην Κρήτη, όπου ενίσχυσαν την υπάρχουσα στρατιωτική δύναμη των 14.000 ανδρών.
Στην πραγματικότητα, στην αρχή της μάχης οι Σύμμαχοι είχαν το πλεονέκτημα της αριθμητικής ανωτερότητας και της ναυτικής υπεροχής. Οι Γερμανοί είχαν αεροπορική υπεροχή και μεγαλύτερη κινητικότητα, κάτι που τους επέτρεπε να συγκεντρώνουν τις δυνάμεις τους πιο αποτελεσματικά.
Συμμαχικές Δυνάμεις
Τον Μάιο του 1941 η άμυνα αποτελείτο από περίπου 11.551 Έλληνες: τρία τάγματα της V Μεραρχίας του Ελληνικού Στρατού, (τα οποία είχαν μείνει πίσω όταν η υπόλοιπη μονάδα είχε μεταφερθεί στην ηπειρωτική Ελλάδα για να αντιμετωπίσει την ιταλική εισβολή), την Κρητική Χωροφυλακή με 2.500 άνδρες, τη Φρουρά Ηρακλείου (τάγμα άμυνας που αποτελούνταν κυρίως από προσωπικό για μεταφορές και διοικητική μέριμνα) και υπολείμματα της 12ης και 20ης μεραρχιών ελληνικού στρατού ( που είχαν καταφύγει στην Κρήτη και είχαν οργανωθεί υπό βρετανική διοίκηση)[22].
Υπήρχαν, ακόμη, μαθητές της Σχολής Οπλιτών Χωροφυλακής, οι μαθητές της Σχολής Ευελπίδων, τμήμα Οπλιτών της Αεροπορίας και οκτώ τάγματα νεοσυλλέκτων που είχαν καταφύγει στο νησί, μέσω Πελοποννήσου[23]. Αυτές οι δυνάμεις ήταν ήδη οργανωμένες σε ισάριθμα συντάγματα εκπαιδευομένων νεοσυλλέκτων και αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθεί η υπάρχουσα διαμόρφωση για την οργάνωση των ελληνικών μονάδων, ενισχύοντάς τες με έμπειρους άνδρες που έφθαναν από την ηπειρωτική χώρα.
Τα στρατεύματα της Βρετανικής Κοινοπολιτείας αποτελούνταν από την αρχική βρετανική φρουρά και 25.000 ακόμα στρατιώτες που είχαν διαφύγει από την ηπειρωτική χώρα. Αυτοί ήταν ένα μίγμα από ακέραιες μονάδες κάτω από την κανονική τους διοίκηση και μονάδες συγκροτημένες επί τόπου από στρατιώτες κάθε όπλου, εθνικότητας και ειδικότητας. Οι περισσότεροι από αυτούς διέφυγαν από την ηπειρωτική Ελλάδα με τον ατομικό τους μόνον εξοπλισμό, μερικοί χωρίς καν αυτόν.
Οι μονάδες που υπεράσπιζαν το νησί ήταν η 2η Νεοζηλανδική Μεραρχία (εκτός από την 6η ταξιαρχία και την διοίκηση του τμήματος, που είχε σταλεί στην Αίγυπτο), η αυστραλιανή 19η ταξιαρχία και η βρετανική 14η ταξιαρχία πεζικού. Στη Νεοζηλανδική Μεραρχία, δίπλα στα εννέα της τάγματα, εντάχθηκαν τά 1ο, 2ο, 6ο και 8ο Ελληνικά Συντάγματα και το Έμπεδο Χανίων, στη 19η Αυστραλιανή Ταξιαρχία με τα δύο της τάγματα εντάχθηκαν τα 4ο, 5ο Συντάγματα του Ελληνικού Στρατού, τό Έμπεδο Ρεθύμνου και τό Τάγμα Οπλιτών της Σχολής Χωροφυλακής.Τέλος στα 3 Βρετανικά, ένα Αυστραλιανό καί ένα Σκωτσέζικο τάγματα της 14ης Βρετανικής Ταξιαρχίας εντάχθηκαν τα 3ο και 7ο Συντάγματα του Ελληνικού Στρατού και το Έμπεδο Ηρακλείου[24].
Οι συμμαχικές δυνάμεις είχαν στη διάθεσή τους 16 άρματα μάχης τύπου Cruiser Mk I. Υπήρχαν ακόμα περίπου 20 μοίρες με πυροβόλα διαφόρων διαμετρημάτων, κυρίως βαρέα, πεδινά και αντιαεροπορικά. Πολλά από τά πεδινά ήταν ιταλικά που είχαν περιέλθει σε ελληνικά χέρια και δεν διέθεταν στόχαστρα βομβαρδισμού. Γενικά, οι αμυνόμενοι μειονεκτούσαν σοβαρά σε θέματα εξοπλισμού, αφού ο οπλισμός, τα πυρομαχικά και τα άλλα εφόδια βρίσκονταν πολύ κάτω από τις απαραίτητες ποσότητες, ενώ δεν υπήρχε καθόλου συμμαχική αεροπορία.
Στις 30 Απριλίου, ο Νεοζηλανδός στρατηγός Μπέρναρντ Φράιμπεργκ διορίστηκε διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων στην Κρήτη.
Η κατοχή του νησιού παρείχε στο βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό άριστα λιμάνια για την ανατολική Μεσόγειο. Με βάση τη Σούδα δρούσαν δύο στόλοι: Ένας με δύο καταδρομικά και 4 αντιτορπιλλικά για να απαγορεύσει αποβάσεις στην Κρήτη από τη θάλασσα και ένας με δύο θωρηκτά και οκτώ καταδρομικά με αποστολή την προστασία του νησιού από τον Ιταλικό Στόλο[25]. Από την Κρήτη, η συμμαχική αεροπορία μπορούσε να βομβαρδίσει τις πετρελαιοπηγές του Πλοϊέστι στη Ρουμανία. Επιπλέον, με την Κρήτη σε συμμαχικά χέρια, η νότιο-ανατολική θέση των δυνάμεων του Άξονα δεν θα ήταν ποτέ ασφαλής, κάτι που θα ήταν ζωτικής σημασίας πριν ξεκινήσει η επιχείρηση Μπαρμπαρόσσα, δηλαδή η εισβολή στη Σοβιετική Ένωση στις 22 Ιουνίου 1941. Οι Γερμανοί πραγματοποίησαν επιχειρήσεις με συνεχείς βομβαρδισμούς του νησιού, κάτι που τελικά ανάγκασε τη βρετανική Βασιλική Αεροπορία να μεταφέρει τα αεροσκάφη της στην Αλεξάνδρεια, δίνοντας έτσι στη Γερμανική Αεροπορία (Luftwaffe) την αεροπορική υπεροχή. Παρόλα αυτά το νησί παρέμενε απειλή και θα έπρεπε τελικά να κατακτηθεί.
Δυνάμεις του Άξονα
Στις 25 Απριλίου, ο Αδόλφος Χίτλερ υπέγραψε την Διαταγή του υπ’ αριθμ. 28, διατάζοντας έτσι την εισβολή στην Κρήτη. Οι δυνάμεις του βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού από την Αλεξάνδρεια διατηρούσαν τον έλεγχο του υδάτινου χώρου γύρω από την Κρήτη. Έτσι η έκβαση κάθε αμφίβιας επίθεσης θα αποφασιζόταν από μία μάχης αεροναυτικής φύσης, κάνοντας τη ένα ριψοκίνδυνο τόλμημα, στην καλύτερη περίπτωση. Έτσι, λόγω της γερμανικής υπεροχής από αέρος, αποφασίστηκε εισβολή από αέρος.
Αυτή θα ήταν η πρώτη πραγματική μεγάλης κλίμακας αεροπορική εισβολή, παρόλο που οι Γερμανοί είχαν χρησιμοποιήσει αλεξιπτωτιστές και ανεμοπλάνα σε επιθέσεις (αλλά σε πολύ μικρότερη κλίμακα) στην εισβολή στη Γαλλία και στις Κάτω Χώρες, στη Νορβηγία αλλά και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, Γερμανοί αλεξιπτωτιστές είχαν σταλεί να καταλάβουν την γέφυρα της διώρυγας της Κορίνθου που οι Βρετανοί Βασιλικοί Μηχανικοί (σκαπανείς) ετοιμάζονταν να ανατινάξουν. Γερμανοί μηχανικοί προσγειώθηκαν με ανεμοπλάνα κοντά στη γέφυρα, ενώ πεζικό αλεξιπτωτιστών ασκούσε πίεση στις περιμετρικές δυνάμεις άμυνας. Η γέφυρα υπέστη ζημιές κατά τη διάρκεια της σύρραξης, κάτι που καθυστέρησε την γερμανική προέλαση και έδωσε στους Συμμάχους χρόνο να μεταφέρουν 18.000 στρατιώτες στην Κρήτη και 23.000 ακόμα στην Αίγυπτο, με κόστος όμως την απώλεια ενός μεγάλου τμήματος του βαρέος οπλισμού.
Υπήρχε η πρόθεση να χρησιμοποιηθούν Fallschirmjäger (Γερμανοί αλεξιπτωτιστές της Γερμανικής Αεροπορίας) για να καταληφθούν θέσεις-κλειδιά του νησιού, συμπεριλαμβανομένων και αεροδρομίων τα οποία μετέπειτα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για μεταφορά προμηθειών και πολεμοφοδίων από αέρος. Για την πραγματοποίηση της επίθεσης, το 11ο Αερομεταφερόμενο Σώμα (XI Fliegerkorps) θα έπρεπε να διαθέσει την 7η Αερομεταφερόμενη Μεραρχία, η οποία και θα έριχνε τους άνδρες της με αλεξίπτωτα και ανεμοπλάνα, ακολουθούμενη από την 22η Μεραρχία Αεραπόβασης, όταν τα αεροδρόμια θα ήταν ασφαλή. Η επίθεση ήταν αρχικά προγραμματισμένη για τις 16 Μαΐου, αναβλήθηκε, όμως, για τις 20 και η 5η Ορεινή Μεραρχία αντικατέστησε την 22η Μεραρχία.
Πληροφορίες από το wikipedia.org