Ο κορονοϊός οδηγεί την τουρκική οικονομία σε κρίση ρευστότητας

Ο κορονοϊός οδηγεί την τουρκική οικονομία σε κρίση ρευστότητας


Του
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΛΑΥΡΕΝΤΖΟΥ
Συμβούλου επιχειρήσεων – Συγγραφέα


Στη φύση κάθε έκτακτη κατάσταση είναι μια δοκιμασία για τους αδυνάτους. Αυτό ισχύει βεβαίως και για την πανδημία, η οποία απειλεί όχι μόνο ανθρώπους, αλλά και ολόκληρες οικονομίες. Τι συμβαίνει, άραγε, με την τουρκική οικονομία; Πώς ο κορονοϊός μπορεί να την οδη­γήσει σε μια σοβαρή κρίση;

Πριν πούμε οτιδήποτε άλλο, πρέπει να τονί­σουμε εξαρχής ότι η τουρκική οικονομία έχει σημαντικές παραγωγικές και εξαγωγικές επιδόσεις. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι τo 2019 η Τουρκία ήταν 15η στον κόσμο στην παραγωγή οχημάτων. Την ίδια χρονιά ήταν όγδοη στην παραγωγή χάλυβα. Ένας άλλος παραδοσιακά δυναμικός κλάδος της τουρκικής οικονομίας είναι η κλωστοϋφαντουργία, ενώ πολύ δυναμικοί είναι επίσης οι κλάδοι παραγωγής μηχανημάτων και ηλεκτρολογικού εξοπλισμού.

Στην αγροτική παραγωγή η Τουρκία είναι στην πρώτη δεκάδα παγκοσμίως. Επίσης διαθέτει ισχυρή αμυντική βιομηχανία, η οποία καλύπτει άνω του 50% των εξοπλισμών της και πραγματοποιεί αξιόλογες εξαγωγές.

Παρά τον όγκο παραγωγής της, όμως, η Τουρκία συνεχίζει να παρουσιάζει έλλειμμα στο ε­μπορικό της ισοζύγιο. Ο λόγος είναι ότι μαζί με τις εξαγωγές της αυξάνονται παράλληλα και οι εισαγωγές, οι οποίες εξακολουθούν να υπερισχύουν. Σε επίπεδο ροών, το εμπορικό έλλειμμα α­ντισταθμίζεται από τις εισροές ξένων επενδυτικών κεφαλαίων.

Κατά μια έννοια λοιπόν η Τουρ­κία αντιμετωπίζει ένα διαρκές πρόβλημα ρευστότητας, το οποίο ξεπερνά με μια συνεχή φυγή προς τα εμπρός. Η διεργασία αυτή γιγαντώνει την τουρκική οικονομία. Παράλληλα όμως ενέχει και σημαντικούς κινδύνους. Ο κυριότερος κίνδυνος είναι να παύσει η εισροή ξένων επενδυτικών κεφαλαίων.

Η διατήρηση της ισορροπίας γίνεται ακόμη δυσκολότερη υπό συνθήκες συνεχούς διολίσθησης του νομίσματος. Μια διολίσθηση η οποία είναι εν πολλοίς αναγκαία για να διατηρείται η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, έχει όμως ως αντίτιμο τα υψηλά επιτόκια με τα οποία πρέπει να αμείβονται οι επενδυτές για να επενδύουν στην τουρκική λίρα.

Σε όρους χρηματοοικονομικούς, δηλαδή, η Τουρκία είναι ένα επενδυτικό πρότζεκτ που πρέπει να παράγει συνεχώς κεφαλαιακά κέρδη για να διατηρείται σε δυναμική ισορροπία. Οποιαδήποτε διαταραχή αυτής της συνθήκης είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε σημαντική αστάθεια. Στη συνέχεια θα δούμε πώς η αστάθεια αυτή έρχεται ως συνέπεια της κρίσης του 2018, των οικονομικών παρεμβάσεων του Ερντογάν και της πανδημίας του κορονοϊού, που εμφανίστηκε τη χειρότερη ώρα.

Κλυδωνισμοί εν όψει
Μετά την κρίση του 2018 ο Ερντογάν άρχισε να επεμβαίνει ανοικτά στις χρηματαγορές. Αρχικά η Κεντρική Τράπεζα αναγκάστηκε να αυξήσει τα επιτόκια στο 24%. Επειδή όμως το Δημόσιο δεν ήθελε να δανείζεται με τόσο υψηλά επιτόκια, στράφηκε σε βραχυπρόθεσμα δάνεια. Το αποτέλεσμα ήταν να συγκεντρωθεί ένα μεγάλο ποσό χρέους, που έπρεπε να ανακυκλωθεί μέσα το 2020. Το ποσό αυτό έφτανε τα 45 δισ. δολάρια.

Ο Ερντογάν άρχισε να παρεμβαίνει στις αγορές για να μειώσει τα επιτόκια. Έτσι, μέσα σε έξι μήνες τα επιτόκια έπεσαν στο 11,25%. Υποτί­θετο ότι η κυβέρνηση θα έπαιρνε μέτρα για τη μείωση του πληθωρισμού, αλλά τελικά ο πληθω­ρισμός αυξήθηκε στο 11%. Παραβιάστηκε έτσι ένας βασικός οικονομικός νόμος, που θέλει το νόμισμα που υποτιμάται να έχει υψηλά επιτόκια.

Παράλληλα, για πολιτικούς λόγους, η τουρκική κυβέρνηση δεν επέδειξε δημοσιονομική πειθαρχία τα τελευταία τρία χρόνια. Έτσι, από την έναρξη της οικονομικής κρίσης το 2018, τα φορολογικά έσοδα μειώθηκαν. Αντίστοιχα οι ανάγκες του δημοσίου για δανεισμό αυξήθηκαν. Στα τέλη του 2019 εκτιμάτο ότι θα χρειαζόταν ένα πρόσθετο ποσό γύρω στα 50-55 δισ. δολάρια, το οποίο θα καταστούσε ακόμη πιο προβληματικό τον δανεισμό του 2020.

Για να συγκρατήσει την ισοτιμία της λίρας ο Ερντογάν εργαλειοποίησε την Κεντρική Τράπεζα, η οποία έτσι έγινε ένας μη ουδέτερος παίκτης στις αγορές. Αυτές οι αντιφατικές πολιτικές είχαν ως συνέπεια τα συναλλαγματικά αποθέματα να μειωθούν σημαντικά. Στις αρχές του 2020 εκτι­μάτο ότι τα πραγματικά αποθέματα της χώρας έφταναν τα 35 δισεκατομμύρια δολάρια, με πρόβλεψη για το τέλος του έτους τα 20 δισεκατομμύρια. Όπως φαίνεται όμως, ήδη τα συναλλαγματικά αποθέματα έχουν πέσει πολύ κάτω από αυτό το ποσό.

Οι παραπάνω εξελίξεις επιδεινώνουν τα προβλήματα των επιχειρήσεων. Ήδη πριν από τον κορονοϊό το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων στις τράπεζες εκτιμάται ότι προσέγγιζε το 8,5%. Το σημαντικότερο πρό­βλημα αρκετών επιχειρήσεων όμως είναι ότι τα δάνειά τους είναι σε δολάριο. Όσο λοιπόν υποτιμάται η λίρα, τόσο πιο δύσκολη γίνεται η εξυπηρέτησή τους. Με την πανδημία η κατάσταση χειροτέρευσε σημαντικά, καθώς η παύση εργασιών πολλών εξαγωγικών βιομηχανιών μείωσε δραστικά τις συναλλαγματικές εισροές.

Μαζί με τον ιδιωτικό τομέα, η συνολική αξία των ξένων χρεών που έπρεπε να αναχρηματοδοτηθούν μέσα στο 2020 υπολογιζόταν στα 164 δισ. δολάρια. Αυτό το ήδη υψηλό ποσό αναμένεται να αυξηθεί κι άλλο εξαιτίας του κορονοϊού.

Οι παραπάνω εξελίξεις φέρνουν την τουρκική οικονομία μπροστά σε μια σημαντική κρίση ρευστότητας. Μια κρίση η οποία θα έχει αλυσιδωτές συνέπειες τόσο στο εσωτερικό της Τουρκίας, όσο και στους γεωπολιτικούς της προσανατολισμούς. Και αυτό αφορά τη σχέση της με τη Ρωσία, τις στρατιωτικές της εμπλοκές στη Συρία και τη Λιβύη και βέβαια τις εντεινόμενες προκλήσεις προς την Ελλάδα.

Οι επόμενοι μήνες λοιπόν θα είναι ιδιαίτερα δύσκολοι για την ελληνική κυβέρνηση: Εκτός από την ύφεση που φέρνει ο κορονοϊός, πιθανότατα θα κληθεί να αντιμετωπίσει την αυξημένη τουρκική επιθετικότητα που θα προκαλέσει η επερχόμενη οικονομική κρίση στη γείτονα χώρα.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ