«ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΚΕΙ, ΜΑΓΚΑ; ΧΤΙΖΩ ΜΙΑΝ ΠΑΡΑΓΚΑ»
Πήρα μιά μέρα τά βουνά
κοντά στό μεσημέρι
δέν γνώριζα πού περπατώ
δέν ήξερα τά μέρη.
•••
Κάτω η πόλη άχνιζε
καί βρώμαγε σάν στάνη
μέ τούς ανθρώπους θλιβερούς
πού θέριζε δρεπάνι.
•••
Πάνω, στό ύψος τού βουνού
μοσχοβολούσαν άνθη
όπως στόν κήπο σου, Κυρά
καί φίλτατη Ροδάνθη.
•••
Ήχος δέν ακουγότανε
πού νά μέ ενοχλούσε
μόνο ο άνεμος δριμύς
χόρευε καί γελούσε.
•••
Συνέχισα στό ύψωμα
απ’ ένα μονοπάτι
εκεί πού χαίρει η ψυχή
κι αγαλλιά τό μάτι.
•••
Δυό λύκοι περπατούσανε
μ’ έναν λαγό στό στόμα
κι ένα φιδάκι μοναχό
σερνότανε στό χώμα.
•••
Καμιά φωνή δέν άκουγα
-έστω καί νά μέ βρίζει-
φωνή ανθρώπου εννοώ
πού λέει καί ορίζει.
•••
Συνέχιζα τήν άνοδο
βήμα πάνω στό βήμα
μέ ευνοούσε ο καιρός
καί τό ωραίο κλίμα.
•••
Καί ξαφνικά ο κεραυνός
ήρθε λίγο πιό πάνω
ήταν ανθρώπινη λαλιά
κι άρχισα νά τά χάνω.
•••
Τί διάολο εγύρευε
μέσα στήν ησυχία
φωνή τραχιά, παράξενη
σάν cinema ηχεία.
•••
Γιά λίγο κοντοστάθηκα
μήπως καί τραγουδούσα
εγώ πού δέν εγνώριζα
τό τί σημαίνει Μούσα.
•••
Ξάφνου μιά πέτρα χτύπησε
τήν διπλανή μου πέτρα
-τράβα νά βρείς τήν μοίρα σου
καί τήν ζωή σου μέτρα.
•••
Ένας μέ γένια διάολος
στεκότανε πιό πάνω
μ’ ένα σφυρί στό χέρι του
-τά ’χασα, τί νά κάνω…
•••
Γελώντας μ’ έσυρε εκεί
όπου καί κατοικούσε:
Μία παράγκα ξύλινη
π’ έχτιζε καί βιούσε!
•••
«Άκου τής πόλης άνθρωπε
καί κάνε ό,τι κάνω
τήν πόλη τήν σιχάθηκα
κι εδώ θέ νά πεθάνω,
•••
άν θες νά ζήσεις, άνθρωπε
κάνε κι εσύ τόν Μάγκα
καί έλα στά υψόμετρα
καί φτιάξε μιάν παράγκα».
……………………………………..
Σέ άλλη επαφή μας θά σάς πώ
άν ο ορεσίβιος επισκέπτης
άκουσε τήν προτροπή τού
παράξενου εκείνου ανθρώπου.
Απολαύστε περισσότερο Φιοράντε ΕΔΩ